Skip to main content

Τι σηματοδοτεί για τη Θεσσαλονίκη η πώληση της ΕΛΒΟ

Στόχος να υπάρξουν και πάλι οι προϋποθέσεις ώστε να αναδειχθεί η ΕΛΒΟ στο επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας στη Θεσσαλονίκη και την Κ. Μακεδονία.

Σε λιγότερο από ένα μήνα -συγκεκριμένα την 1η Ιουνίου- θα πραγματοποιηθεί μετά από δύο αναβολές λόγω κορωνοϊού ο διαγωνισμός για την πώληση του ενεργητικού της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων, που βρίσκεται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης.

Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας θα κλείσει μια πληγή 20 – 25 χρόνων, αφού η ΕΛΒΟ ταλαιπωρείται από τη δεκαετία του 1990. Ταυτόχρονα ταλαιπωρούνται όλοι οι άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενοι με την εταιρεία, από τους εργαζομένους, η πλειονότητα των οποίων είτε έχει αποχωρήσει, είτε έχει μεταταχτεί, μέχρι τους προμηθευτές, αλλά και όσους παρέχουν υποστηρικτικές υπηρεσίες.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι για τη μεγαλύτερη βιομηχανική εγκατάσταση της περιοχής, που τις τελευταίες δεκαετίες κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αναμένονται θετικές προοπτικές. Να υπάρξουν, δηλαδή, και πάλι οι προϋποθέσεις, ώστε να αναδειχθεί η ΕΛΒΟ στο επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη Κ. Μακεδονία. Μόνο που αυτό για να έχει ουσιαστική αξία πρέπει να γίνει με νέους όρους, τους οποίους επιβάλλουν οι σύγχρονες εξελίξεις. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή αν τα κριτήρια είναι παλαιάς κοπής, η αποτυχία είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα, όπως συνέβη σε άλλες αποκρατικοποιήσεις που παρέμειναν μετέωρες. Αν και η ΕΛΒΟ προφανώς θα παραμείνει κομμάτι της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν θα περιορίζεται, πλέον, στην εξυπηρέτηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι δυνατότητες των εγκαταστάσεων της μπορούν να αξιοποιηθούν από τον ιδιωτικό τομέα στην παραγωγή μηχανημάτων και εξαρτημάτων, που δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την αυτοκίνηση. Πληροφορίες αναφέρουν ότι τουλάχιστον σε μία από τις προτάσεις εξαγοράς που θα κατατεθούν αναλύονται διεξοδικά οι παραγωγικοί τομείς στους οποίους μπορεί να συμμετάσχει η νέα ΕΛΒΟ. Με τελικό στόχο η λειτουργία της να καταστεί ανταγωνιστική και επικερδής, ενώ παράλληλα να υπάρξει η παραγωγή εγχώριας προστιθέμενης αξίας, προς όφελος της απασχόλησης, με τη δημιουργία εκατοντάδων θέσεων εργασίας, και της εθνικής οικονομίας.

Η ιδιωτικοποίηση της ΕΛΒΟ, πέρα από την αυτονόητη σημασία με την οικονομία της Β. Ελλάδος, αλλά και το συμβολικό χαρακτήρα για την περιοχή, θα δώσει απάντηση σε ένα βασικό ερώτημα: πόσα και ποια μηνύματα πήρε η Ελλάδα μέσα από τις δύο back to back οικονομικές κρίσεις από το 2010 μέχρι σήμερα στο επίπεδο της επιχειρηματικότητας; Πρώτα από τη δημοσιονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, που είχε ως αποτέλεσμα να βυθιστεί η ελληνική οικονομία στο σύνολό της, και αμέσως μετά από την εν εξελίξει κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού, που οδηγεί κι αυτή σε σημαντικές απώλειες και πισωγύρισμα της Ελλάδα στο οικονομικό πεδίο. Αν κάτι έγινε απολύτως σαφές από το 2010 μέχρι το 2019 και πιστοποιείται ξανά τους τελευταίους μήνες είναι ότι η Ελλάδα οφείλει να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Κάτι εύκολο να λέγεται, αλλά δύσκολο να γίνεται, καθώς απαιτεί ενσυναίσθηση και άρα κατανόηση της κατάστασης, αλλαγή νοοτροπίας και διαφορετική στρατηγική. Η Ελλάδα οφείλει να αποβάλλει το ρόλο μιας αποκλειστικά εισαγωγικής χώρας και να δώσει σημασία -εκτός από τον τουρισμό, το εμπόριο και τις υπηρεσίες- και στην παραγωγή. Στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, δηλαδή στην αγροτική παραγωγή, που έχει μεγάλα περιθώρια εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού, αφού θα πρέπει να οργανωθεί με γνώμονα την αγορά και κυρίως τις εξαγωγές. Αλλά και στον δευτερογενή τομέα, δηλαδή στη μεταποίηση. Οι βιομηχανίες και οι βιοτεχνίες της χώρας έχουν παράδοση πολλών δεκαετιών, αλλά ειδικά στη Β. Ελλάδα «σαρώθηκαν» από την παγκοσμιοποίηση και τη μεταφορά παραγωγής τα τελευταία 30 χρόνια προς τα ανατολικά. Αυτή τη στιγμή ελάχιστοι κλάδοι της μεταποίησης δεν έχουν προβλήματα, κυρίως κλάδοι που σχετίζονται με τα τρόφιμα. Οι δυνατότητες όμως είναι πολύ μεγαλύτερες και πολύ ευρύτερες, όπως αποδεικνύει η μεμονωμένη πορεία πολλών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους. Από τα χημικά και τα μέταλλα, μέχρι τα μηχανήματα, πολλές ελληνικές βιομηχανίες έχουν εκσυγχρονιστεί αξιοποιώντας τις ψηφιακές δυνατότητες και πρωταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές, ανεξάρτητα από το βάρος της κακής εικόνας της χώρας. Όπως είχε πει στη Θεσσαλονίκη πριν από μερικά χρόνια - μεσούσης της οικονομικής κρίσης- Γερμανός τραπεζίτης «εάν στη Γερμανία υπήρχε απώλεια 25% του ΑΕΠ σε τρία χρόνια οι επιχειρήσεις θα είχαν ισοπεδωθεί. Για να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται δυναμικά περίπου 1000 στην Ελλάδα της κρίσης σημαίνει ότι έχουν μεγάλη αξία».  

Αυτή η διαπίστωση του Γερμανού τραπεζίτη συνδέεται με το δεύτερο πράγμα που επιβάλλεται να αλλάξει στην Ελλάδα μετά τις δύο κρίσεις. Το επιχειρηματικό μοντέλο. Η εξωστρέφεια που απαιτεί διεθνή ανταγωνιστικότητα δεν είναι απλώς αναγκαία συνθήκη ανάπτυξης για μία σύγχρονη επιχείρηση, αλλά όρος επιβίωσης. Οι συστηματικές επενδύσεις, οι καινοτομίες, η προστασία του περιβάλλοντος, η χρήση των νέων τεχνολογιών και η ολιστική προσέγγιση των αγορών είναι διαδικασίες που δεν μπορούν στις μέρες μας να παρακαμφθούν. Η εσωτερική αγορά είναι περιορισμένη και οι προμήθειες του δημοσίου γίνονται, πλέον, με ευρωπαϊκούς όρους. Επομένως η ελληνική αγορά λίγα πράγματα μπορεί να εισφέρει στα έσοδα και την ανάπτυξη μιας εταιρείας, που κινείται με τον κακώς εννοούμενο στη χώρα μας παραδοσιακό τρόπο. Ακόμη και τραπεζικός δανεισμός, που είναι απολύτως απαραίτητος για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης μιας επιχείρησης, γίνεται, πλέον, με πιο αυστηρούς όρους, τους οποίους κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Τι απομένει για όσους επιχειρηματίες δεν τα βλέπουν όλα αυτά; Ένας θολός ορίζοντας κι ένας αγώνας μέρα τη μέρα να επιβιώσουν στις ρωγμές των νέων συνθηκών, κάτι που καθημερινά θα γίνεται όλο και πιο δυσχερές.