Skip to main content

Το… αόρατο στοίχημα για τον δήμο Θεσσαλονίκης μετά τον Μπουτάρη

Τα κόμματα μπορούν να συμπαραταχθούν και να στηρίξουν υποψηφίους. Αλλά από μακριά. Ούτε σαν πατερούληδες, ούτε σαν προστάτες...

Η υποψηφιότητα, πολύ περισσότερο η εκλογή και ακόμη περισσότερο η οκταετής θητεία του Γιάννη Μπουτάρη στον δήμο  Θεσσαλονίκης σηματοδότησε -πέραν των άλλων- μια εποχή απογαλακτισμού της αυτοδιοίκησης της πόλης από τα κόμματα. Διότι μπορεί ο σημερινός δήμαρχος να είναι γνωστών κεντροαριστερών πεποιθήσεων, αλλά ουδέποτε πήρε κομματικό χρίσμα, ενώ –πολύ περισσότερο- σχεδόν κανείς ψηφοφόρος δεν τον ψήφισε με κομματικό κριτήριο. Άλλωστε η «Πρωτοβουλία», η παράταξη την οποία δημιούργησε, ήταν αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας και από την αρχή η παλέτα των χρωμάτων της ήταν διευρυμένη.  

Τώρα η αποχώρηση του Γ. Μπουτάρη δημιουργεί νέα αυτοδιοικητικά και πολιτικά δεδομένα. Το ένα μετά το άλλο τα κόμματα σπεύδουν να χρίσουν υποψηφίους –η Νέα Δημοκρατία το έκανε επισήμως, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ το επισημοποιούν εντός των ημερών-, ενώ υπάρχουν και ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Επομένως ένα –καθόλου αμελητέο- ζητούμενο των δημοτικών εκλογών στη Θεσσαλονίκη είναι εάν η αντιπαράθεση θα επιστρέψει στο επίπεδο του κομματικού ανταγωνισμού ή εάν οι πολίτες γυρίσουν την πλάτη στα χρωματισμένα ψηφοδέλτια και κοιτάξουν κατάματα τα προβλήματα της πόλης και τις λύσεις τους. Πρόκειται για ένα… αόρατο στοίχημα, το οποίο ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά σοβαρό. Ιδιαίτερα για όσους πιστεύουν ότι η αλλαγή νοοτροπίας και η απαλλαγή από παλιές συνήθειες και ξεπερασμένες πρακτικές συνιστούν απολύτως αναγκαίες παραμέτρους για να προχωρήσουμε μπροστά. Διότι –κακά τα ψέματα- η χρησιμοποίηση των αυτοδιοικητικών εκλογών είτε ως εφαλτήριο για μετάβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή, είτε ως πολιτικό εφάπαξ στη Δύση μιας καριέρας, μόνο κακό κάνει στον θεσμό, ενώ δεν εξυπηρετεί καθόλου την πόλη. Η ιστορία το έχει αποδείξει. Ό,τι κι αν καταλογίζει κανείς στο Γ. Μπουτάρη δεν μπορεί  να αμφισβητήσει ότι ο σημερινός δήμαρχος ήταν υπομονετικός και επίμονος. Πριν εκλεγεί παρέμεινε επί δύο θητείες στα έδρανα της αντιπολίτευσης του Δημοτικού Συμβουλίου. Είναι βέβαιο ότι αν επιθυμούσε θα μπορούσε με σχετική ευκολία να εξαργυρώσει τη δυναμική του εκλογικού αποτελέσματος του 2006 για να μεταπηδήσει στην κεντρική πολιτική σκηνή ή στην Ευρωβουλή, όπως επέλεξαν στο παρελθόν άλλοι. Δεν το έκανε και στο τέλος δικαιώθηκε, αφού οι πολίτες της Θεσσαλονίκης τον τίμησαν και με το παραπάνω.

Ο πολιτικός πολιτισμός δεν κρίνεται μόνο στα τηλεοπτικά παράθυρα, όπου κάποιος μπορεί να φερθεί ευγενικά και να συζητήσει αξιοπρεπώς με τους πολιτικούς του αντιπάλους ή να βρίζει και να ξεκουφαίνει τους ηχολήπτες. Κρίνεται στην καθημερινότητα και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται κάποιος τις προκλήσεις. Πολύ περισσότερο ένα ολόκληρο προβεβλημένο σύστημα, όπως είναι ο δήμος Θεσσαλονίκης. Στις συνήθεις διαφορές που έχουν οι προτάσεις και οι προσωπικότητες των υποψηφίων, προστίθεται τώρα και ο παράγων κόμμα. Ή μάλλον ο απογαλακτισμός από το κόμμα. Διότι τα κόμματα είναι καλά και άγια για τη λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Για να υπάρχει κυβέρνηση που κυβερνά και αντιπολίτευση που ελέγχει. Για να ξέρουν οι πολίτες την ιδεολογία και το πρόγραμμα του καθενός για τη χώρα. Στην αυτοδιοίκηση τα πράγματα (πρέπει να) είναι διαφορετικά. Ίσως λίγο πιο απλά και πολύ πιο πρακτικά. Ανάλογα με το βαθμό ωριμότητας τους οι τοπικές κοινωνίες οφείλουν να διαμορφώνουν παρέες και συμμαχίες, ώστε να βρίσκουν διέξοδο τα καθημερινά προβλήματα. Επιπλέον να βάζουν και τη δική τους πινελιά στην προοπτική του τόπου τους. Να μην εφαρμόζουν απλώς τις κεντρικές ντιρεκτίβες.

Δηλαδή οι πολίτες της Θεσσαλονίκης –και οπουδήποτε δήμου- δεν γνωρίζουν ποιόν από τους υποψηφίους εθελοντικά δημάρχους και τις παρέες τους θα ψηφίσουν και χρειάζονται κομματική σφραγίδα; Φυσικά και ξέρουν! Μόνο που το κεντρικό πολιτικό σύστημα τους θέλει απλώς ως φόντο –ή μάλλον ως αναγκαίο κακό!- στο θρίαμβό του. Κάτι σαν μαρκαδόρους στα χέρια επαρχιωτών ζωγράφων που το βράδυ των εκλογών θα βάψουν τη χώρα μπλε, πράσινη, κόκκινη, ροζ. Φυσικά κόμματα μπορούν –ενδεχομένως υποχρεούνται- να συμπαραταχθούν και να στηρίξουν υποψηφίους. Αλλά από μακριά. Ούτε σαν πατερούληδες, ούτε σαν προστάτες. Χωρίς χαμογελαστές στα όρια του θριαμβευτικού φωτογραφίες με τον αρχηγό. Και χωρίς την άδεια του πολιτικού συμβουλίου και της κεντρικής επιτροπής!

Ακόμη και στην υπερσυγκεντρωτική Ελλάδα υπάρχουν περιθώρια να γίνει δουλειά, πέρα από γραμμές και διαχωρισμούς. Οι δύο θητείες του Γ. Μπουτάρη το απέδειξαν. Στη Θεσσαλονίκη ο δήμαρχος έχει πολλά περιθώρια κινήσεων, ελιγμών και πρωτοβουλίας. Διαθέτει εκ των πραγμάτων ανάστημα, καθώς στην πόλη δεν υπάρχουν παρά ιχνοστοιχεία της κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας. Έχει τα πλεονεκτήματα κάθε «δεύτερης πόλης» στις ευρωπαϊκές χώρες. Με αυτό το δεδομένο το κομματικό καπέλο τον… κονταίνει. Υποχρεωτικά.

ΥΓ. Η περίπτωση του Γ. Καμίνη στην Αθήνα έχει αναλογίες, αλλά και διαφορές. Διότι ναι μεν ο κ. καθηγητής εξελέγη χωρίς κομματικό μανδύα, αλλά αργότερα ο ίδιος «έπαιξε» μέχρι και για αρχηγός κόμματος. Άλλωστε, λόγω της ισχυρής κυβερνητικής παρουσίας στην πρωτεύουσα, ο δήμαρχος Αθηναίων έχει τη συμπαράσταση ή τον ανταγωνισμό του σκληρού πυρήνα της εκτελεστικής εξουσίας. Οπότε ίσως είναι αναγκασμένος να παίξει με τέτοιους όρους.