Skip to main content

Είναι αξιόπιστα τα γρήγορα τεστ; Τι απαντούν γιατροί και προμηθευτές

Μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει για την αξιοπιστία των γρήγορων τεστ που δείχνουν σε λίγα μόλις λεπτά αν κάποιος είναι θετικός στον COVID-19.

«Τεστ, τεστ, τεστ», αυτή είναι η απλή συμβουλή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) σε όλες τις χώρες που δίνουν τη μάχη με τον κορωνοϊό. Το τεστ αυτό μέχρι σήμερα μεταφράζεται κατά κύριο λόγο στον μοριακό έλεγχο, τον οποίο προτείνει επίσημα τόσο ο ΠΟΥ όσο και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων προκειμένου να διαγνωσθεί ο νέος κορωνοϊός.

Ωστόσο, ο έλεγχος αυτός απαιτεί καλά εξοπλισμένα εργαστήρια, εξειδικευμένο προσωπικό και αντιδραστήρια, τα οποία συχνά πλέον δεν βρίσκονται σε επάρκεια για να καλύψουν τις διαρκώς αυξανόμενες διαγνωστικές ανάγκες που δημιουργούνται από την ταχεία εξάπλωση του COVID-19. Με αφορμή τις προκλήσεις αυτές, ξεκίνησε η συζήτηση για τα τεστ αντισωμάτων, γνωστά και ως γρήγορα τεστ.

Πώς λειτουργούν

Σε αντίθεση με τα τεστ μοριακού ελέγχου που εντοπίζουν το RNA, δηλαδή την ταυτότητα του ιού, τα ειδικά τεστ αντισωμάτων εντοπίζουν τα αντισώματα που παράγει ο οργανισμός όταν προσβάλλεται από τον ιό. Κάποια τεστ μάλιστα μπορούν να ανιχνεύσουν τόσο τα αντισώματα στον οργανισμό όταν η λοίμωξη είναι ενεργή (IgM) όσα και τα αντισώματα που εμφανίζονται αργότερα, εφόσον έχει καταπολεμηθεί ο ιός (IgG). Τα τεστ αυτά είναι συνήθως οικονομικά αλλά και γρήγορα καθώς αρκεί ο χρήστης να δώσει μια σταγόνα αίμα, για να έχει το αποτέλεσμα του σε διάστημα από 10 έως 30 λεπτά.

Τα τεστ αυτά έχουν ξεκινήσει να χρησιμοποιούνται σε διάφορες χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Βρετανία. Η ιατρική κοινότητα ωστόσο είναι ακόμα αρκετά σκεπτική απέναντι τους και υπογραμμίζει την ανάγκη να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους.

Σημειώνεται ότι ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε σήμερα ότι στηρίζει την πρόταση για την απόκτηση από την ΕΕ των πατεντών για τεστ ταχείας ανίχνευσης και εμβολίων για τον κορωνοϊό, που έχει καταθέσει ο καθηγητής, Ηλίας Μόσιαλος.

Επιφυλακτική η ιατρική κοινότητα - Υπό αξιολόγηση τα τεστ

Στην Ελλάδα, η επίσημη αμφισβήτηση των ειδικών τεστ αντισωμάτων ήρθε από τα χείλη του εκπροσώπου του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό και καθηγητή λοιμωξιολόγου, Σωτήρη Τσιόδρα, ο οποίος δήλωσε πως τα τεστ αυτά δεν συστήνονται να χρησιμοποιούνται από τον γενικό πληθυσμό σε αυτή τη φάση της πανδημίας. «Ένα αρνητικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι ψευδώς αρνητικό λόγω έκθεσης σε άλλους κορωνοϊούς ενώ ένα αρνητικό τεστ στην οξεία φάση της νόσου μπορεί να δώσει και το λάθος μήνυμα [...] και μετά ο ασθενής να υιοθετήσει μια ανεύθυνη συμπεριφορά», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Τσιόδρας. Σε άλλη τοποθέτησή του στο θέμα, διευκρίνισε πως ένας ασθενής μπορεί να είναι στην τρίτη ή στην τέταρτη ημέρα από τη νόσο, να μην έχει προλάβει να αναπτύξει τα αντισώματα τα οποία θα ανιχνεύσει το τεστ ώστε να είναι θετικό και να νομίζει ότι δεν έχει τη νόσο.

«Υπάρχει μεγάλη επιφύλαξη προς αυτά τα τεστ. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να τα αξιολογήσουμε», τόνισε στο ίδιο πνεύμα ο λοιμωξιολόγος και διευθυντής του τμήματος Λοιμώξεων 424 ΓΣΝΕ, Δημήτρης Καραπιπέρης μιλώντας στη Voria.gr. Ο κ. Καραπιπέρης εξήγησε πως το τοπίο είναι πολύ θολό γιατί δεν υπάρχει ακόμα μια πλήρης εικόνα για την ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού στον ιό. Όπως είπε ο ίδιος, εφόσον αξιολογηθεί θετικά η αξιοπιστία των τεστ, ενδεχομένως αυτά να χρησιμοποιηθούν αργότερα, σε μια μετέπειτα φάση ώστε να ελέγχεται μαζικά ο πληθυσμός και κυρίως οι υγειονομικοί.

Για τα γρήγορα τεστ αποφάνθηκε και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, το οποίο σε ειδική, πρόσφατη αναφορά του υποράμμισε ότι «τα γρήγορα τεστ μπορεί να είναι λιγότερο ακριβή και λιγότερο ευαίσθητα από τα διαγνωστικά τεστ που γίνονται στα εργαστήρια». Επισήμανε ωστόσο πως τα γρήγορα τεστ που γίνονται μόνο από επαγγελματίες υγείας και φέρουν τη σήμανση "CE" συμμορφώνονται στις απαιτήσεις ασφάλειας και απόδοσης που θέτουν οι οδηγίες της ΕΕ, διευκρινίζοντας ακόμα όμως πως έχουν εντοπιστεί διάφορα τεστ με αμφίβολη τεκμηρίωση, ελλιπή τεχνικά αρχεία ή αβάσιμους ισχυρισμούς.

Τα τεστ ειδικών αντισωμάτων στην Ελλάδα

Τα τεστ ειδικών αντισωμάτων κυκλοφορούν ήδη και στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει στη Voria.gr, ο Νίκος Μίγκος, διευθυντής της εταιρείας BlueMed, που έχει εισάγει δύο διαφορετικά μοντέλα γρήγορων τεστ, τα τεστ έχουν διατεθεί μεταξύ άλλων σε νοσοκομεία, ιδιωτικά ιατρεία και μικροβιολογικά εργαστήρια καθώς απευθύνονται για χρήση από τους επαγγελματίες υγείας και όχι απευθείας από τους πολίτες.

Σύμφωνα με τον κ. Μίγκο, τα γρήγορα τεστ δεν θέλουν να αντικαταστήσουν τον μοριακό έλεγχο αλλά αποτελούν ένα εύκολο, γρήγορο και οικονομικό τρόπο για να δει κάποιος αν έχει προσβληθεί από τον COVID-19, ένα βοηθητικό εργαλείο. Άλλωστε, στην ίδια την παρουσίαση ενός εκ των διαγνωστικών τεστ που εμπορεύεται η BlueMed αναφέρεται: «Η κασέτα ταχείας δοκιμής IgG / IgM 2019-nCoV (με δείγμα ολικού αίματος) [...] δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως το μοναδικό κριτήριο για τη διάγνωση λοιμώξεων 2019-nCoV».

 Ερωτηθείς για το περιθώριο λάθους στο οποίο αναφέρονται οι γιατροί, επισημαίνει, πως το περιθώριο λάθους στα γρήγορα τεστ «δεν έγκειται στην αξιοπιστία αλλά στον χρόνο που θα γίνει η εξέταση». Προσπαθώντας να καταδείξει τη χρησιμότητα των γρήγορων τεστ, ο κ. Μίγκος παραθέτει το εξής παράδειγμα: «Πηγαίνει ένας ασθενής στον γιατρό με εμπύρετο νόσημα. Εφόσον υπάρχουν συμπτώματα, υπάρχουν σίγουρα και αντισώματα. Με το γρήγορο τεστ, ο γιατρός μπορεί να μάθει πολύ γρήγορα αν ο ασθενής έχει προσβληθεί ή όχι από τον νέο κορωνοϊό και να ακολουθήσει το πρωτόκολλο».

Ο ίδιος ωστόσο επισήμανε πως δεν είναι όλα τα γρήγορα τεστ το ίδιο αξιόπιστα. «Στην αγορά θα βρεις τεστ που έχουν 99,6% ακρίβεια και τεστ που έχουν 85%». Ένα από τα τεστ που διαθέτει ο ίδιος ανήκει στην πρώτη κατηγορία και σύμφωνα με την εταιρεία, έχει τις απαραίτητες πιστοποιήσεις, μεταξύ αυτών και το CE, και «πιάνει» υψηλά ποσοστά και στην ειδικότητα -στο να αντιληφθεί τα αντισώματα του συγκεκριμένου ιού και όχι κάποιου παρεμφερούς- και στην ευαισθησία - στο ποσοστό δηλαδή των αντισωμάτων που χρειάζεται για να ανιχνεύσει την αντίδραση του οργανισμού. «Η συζήτηση που έχει ήδη ανακύψει στη χώρα μας σχετικά με την αξιοπιστία ή μη τέτοιων τεστ έχει σημασία προκειμένου να γίνει επιλογή των κατάλληλων τεστ που θα χρησιμοποιηθούν. Σε κάθε περίπτωση, κρίνουμε απαραίτητο να μην οδηγηθούμε σε μια ρητορική απαξίωσης συλλήβδην των ανοσολογικών τεστ», είχε αναφέρει ο ίδιος σε ανακοίνωση της εταιρείας που είχε δημοσιεύσει πρόσφατα.

Όπως σημειώνει ο κ. Μίγκος, παρότι στην αρχή υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για την προμήθεια του τεστ, τώρα μετά από όσα ακούστηκαν και γράφτηκαν υπάρχει επιφυλακτικότητα. Ο ίδιος ωστόσο βασιζόμενος στην εμπειρία του υποστηρίζει πως τα γρήγορα τεστ έχουν τη θέση τους στην αγορά. «Νομίζω ότι από εδώ και στο εξής θα παγιωθεί ως εξέταση ρουτίνας μαζί με τα υπόλοιπα (μέσα εξέτασης)». Αναφερόμενος στη δυνατότητα του τεστ να ανιχνεύει τα «αντισώματα μνήμης που προκαλούν ανοσία», τονίζει πως θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στο άμεσο μέλλον καθώς θα μπορεί «να αναγνωρίσει τους ανθρώπους που έχουν αναπτύξει ανοσία στον ιό και επομένως θα μπορούσαν να αποτελέσουν το φράγμα της κοινότητας ανάμεσα στους νοσούντες και τους μη νοσήσαντες, ιδίως σε χώρους νοσηλείας».

Αναγνωρίζοντας τη σημασία που μπορεί να έχουν τα γρήγορα τεστ ως ένα πιθανό βοηθητικό εργαλείο για την καταπολέμηση του COVID-19, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και κάποια μέλη της χρηματοδοτούν κλινικές έρευνες σε νοσοκομειακά εργαστήρια για την αξιοπιστία τους, τα αποτελέσματα των οποίων αναμένονται σύντομα.