Skip to main content

Το δίκοπο μαχαίρι της κατάρρευσης των πετρελαϊκών τιμών

Άρθρο του επιχειρηματία Φάνη Ουγγρίνη στη Voria.gr για την πτώση στην τιμή του αργού πετρελαίου ως συνέπεια της πανδημίας του κορωνοϊού.

Του Φάνη Ουγγρίνη*

Η χθεσινή πρωτοφανής αρνητική τιμή του Texas Crude ίσως έδωσε σε πολλούς καταναλωτές την εσφαλμένη εντύπωση ότι σύντομα θα βάζουν...δωρεάν βενζίνη ή ντίζελ στα αυτοκίνητα τους. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει, πρωτίστως επειδή το αργό πετρέλαιο του οποίου η τιμή έχει καταρρεύσει αποτελεί απλώς την πρώτη ύλη της παραγωγής των πολυάριθμων πετροχημικών προϊόντων, καυσίμων, βιομηχανικών αερίων και πολυμερών, προϊόντων απολύτως συνυφασμένων με την καθημερινότητα μας. Πέραν αυτού, τουλάχιστον στην Ελλάδα οι ιδιαίτερα υψηλοί φόροι επί των καυσίμων είναι ποσοτικοί και όχι ποσοστιαίοι, με αποτέλεσμα οι τιμές καταναλωτή να μην μεταβάλλονται θεαματικά, είτε σε άνοδο, είτε σε πτώση.

Ωστόσο, εφόσον διατηρηθεί η τρέχουσα χρηματιστηριακή τάση, είναι μάλλον βέβαιο ότι το 2020 θα αποτελέσει μια χρονιά με θεαματικά χαμηλές τιμές πετρελαίου, και αυτό το ενδεχόμενο αναπόφευκτα θα επηρεάσει πολλαπλά την παγκόσμια, μα και ελληνική οικονομία. Η υπεύθυνη για την καταβαράθρωση των τιμών Σαουδική Αραβία δε διαθέτει μόνο τεράστια αποθεματικά μαύρου χρυσού, μα και αντίστοιχη παραγωγικότητα. Το ημερήσιο πλεονάζον δυναμικό της έχει υπολογιστεί πως κυμαίνεται μεταξύ 1,5 και 2 εκατομμυρίων βαρελιών, και αρκεί για την συμπλήρωση των στρατηγικών Αμερικανικών αποθεμάτων μέσα σε 40 ημέρες, χωρίς να διαταραχθεί η υπόλοιπη αγορά. Η πολύ πρόσφατη συμφωνία της με την Ρωσία για μείωση της παραγωγής δε στάθηκε ικανή να ρίξει τις τιμές, εξαιτίας της ταυτόχρονης δραματικής μείωσης της ζήτησης εξαιτίας του COVID 19, και αν κρίνουμε από τις αξίες των συμβολαίων αγοράς αμερικανικού αργού η σημερινή εικόνα δε πρόκειται να αλλάξει ουσιαστικά μέχρι τον Ιούλιο.

Αυτή την στιγμή, το Ριάντ δείχνει το μπόι του στους υπόλοιπους παραγωγούς, σε ένα πολιτικό μπρα ντε φερ με πολλούς αγνώστους παρονομαστές. Είναι πάντως βέβαιο ότι από το σημερινό επίπεδο τιμών θίγονται κυρίως η παραγωγή του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου, του καναδικού από πισσώδη άμμο, και εκείνη του συμβατικού της Βενεζουέλας και του Ιράν. Αμερικανοί και Καναδοί παραγωγοί χρειάζονται τιμές κοντά στα 40$/βαρέλι για να ανταπεξέλθουν στα υψηλά κόστη τους, ενώ Καράκας και Τεχεράνη πλήττονται από την πολυετή έλλειψη επενδύσεων στην παραγωγική διαδικασία τους και τα εμπορικά ελλείμματα τους, παρά τα κολοσσιαία αποθέματα τους. Στη συνέχεια, με αυτές τις τιμές είναι οριακά εφικτή η παραγωγή στη Ρωσία και στα διεθνή υποθαλάσσια κοιτάσματα, αν και εδώ αξίζει να σημειωθεί πως Μόσχα και Όσλο έχουν τη δυνατότητα να σταθούν στα πόδια τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, χάρη στα χρηματικά αποθεματικά που έχουν συσσωρεύσει από τα έσοδα των υδρογονανθράκων. Εφόσον δε σημειωθεί κάποια μεταστροφή, τα επόμενα χρόνια η αγορά πετρελαίου θα ελέγχεται εκ νέου από αραβικά κράτη του Κόλπου -κυρίως από τη Σαουδική Αραβία και το Ιράκ- με Ινδονησία, Νιγηρία, Αγκόλα και Λιβύη να ακολουθούν πειθήνια.

Φαινομενικά κερδισμένοι της υπόθεσης θα είναι οι κύριοι εισαγωγείς καυσίμων, Ευρώπη, Κίνα, Ινδία, και κλάδοι όπως οι αερομεταφορές και η γεωργία. Δε πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι μόνο το άθροισμα όλων των δραστηριοτήτων της πετρελαϊκής βιομηχανίας το 2018 έφτασε κατ' εκτίμηση το ύψος των 6,6 τρις δολαρίων, αγγίζοντας το 8% του παγκόσμιου ΑΕΠ, χωρίς να συνεκτιμηθεί ο συνδεδεμένος κλάδος του φυσικού αερίου. Μετά από μόχλευση, ένα τέτοιο ποσό αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας, αν αναλογιστούμε ότι το μέγεθος του τόσο προβεβλημένου τραπεζικού τομέα φτάνει τα 26,5 τρις $. Άρα, είναι απόλυτα λογικό το να υποθέσουμε πως οι ήδη τραυματισμένες χρηματαγορές δε θα μείνουν ανεπηρέαστες από την περαιτέρω μείωση της αξίας ενός τέτοιου στοιχείου ενεργητικού, με ό,τι μπορεί αυτό να συνεπάγεται βραχυπρόθεσμα για τις διεθνείς χρηματοροές και τις άμεσες επενδύσεις. Τούτων λεχθέντων, είναι κατανοητό ότι τα όποια οφέλη από μια τέτοια πτώση τιμών δε μπορεί παρά να είναι επιφανειακά, ενώ η αντιμετώπιση της παράλληλης ζημιάς μάλλον θα επιβαρύνει και αυτή (μετά εκείνη λόγω του κορονοϊού) τις κεντρικές τράπεζες των πιο εύπορων κρατών.

Και η Ελλάδα; Η χώρα μας είναι καθαρός αγοραστής, τα ορυκτά καύσιμα κυμαίνονται διαχρονικά περίπου στο 30% των εισαγωγών μας. Το όφελος όμως είναι και σ' αυτή την περίπτωση φαινομενικό. Οι σκέτες εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων το 2018 έφτασαν τα 11 δις $, κοντά στο 6% του ΑΕΠ μας, και είναι δεδομένο ότι η αξία τους θα επηρεαστεί αρνητικά, κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού των σαουδαραβικών διυλιστηρίων. Ακολούθως, πτωτικοί θα είναι και οι ναύλοι για τις θαλάσσιες μεταφορές υδρογονανθράκων, βλάπτοντας τα έσοδα της ελληνικής ναυτιλίας, κλάδου που το 2019 έφτασε το 6,6% του ΑΕΠ (χωρίς και εδώ να συνυπολογίσουμε τα επακόλουθα οφέλη για την πραγματική οικονομία) και που απειλείται και από τη διαφαινόμενη αποδυνάμωση του διηπειρωτικού εμπορίου. Στη συνέχεια, απομακρύνεται η προοπτική σημαντικών επενδύσεων στα εκτιμώμενα υποθαλάσσια κοιτάσματα, κυρίως σε εκείνα νότια της Κρήτης. Και τέλος, ένα διεθνώς παγιωμένο χαμηλό κόστος υδρογονανθράκων δε μπορεί παρά να πλήξει τον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στον οποίο έχει επενδύσει ήδη η βόρεια Ευρώπη, και σκόπευε να την ακολουθήσει σοβαρά η χώρα μας.

Η παραπάνω ανάλυση αντικατοπτρίζει την τωρινή εικόνα, μέσα σε μια ομολογουμένως ασταθέστατη παγκόσμια οικονομία. Ως Έλληνες, έχουμε μπροστά μας τη σοβαρή πιθανότητα να θερμαινόμαστε και να μετακινούμαστε φθηνά τον προσεχή χειμώνα. Πολύ ωραία σκέψη, αρκεί αυτή η χαμηλή τιμή να μην έχει στοιχίσει την απασχόληση σε αρκετούς από μας.

*Ο Φάνης Ουγγρίνης είναι επιχειρηματίας