Skip to main content

Το δίλημμα των Ηνωμένων Πολιτειών στην αντιμετώπιση της Τουρκίας

Οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα μπορεί να αντιπαθούν έως απέχθειας τον Ερντογάν, αλλά δεν πρόκειται να επιτρέψουν την φυγή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ

Υπάρχει ένα δεδομένο που δεν πρόκειται να αλλάξει, παρά μόνον από αστάθμητους παράγοντες. Ότι οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα μπορεί να αντιπαθούν έως απέχθειας τον Ερντογάν, αλλά με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να επιτρέψουν την φυγή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ.

Ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, όπου ως εχθρός των ΗΠΑ θεωρείται η Ρωσία, η προσέγγιση της Τουρκίας με αυτήν καθιστά πιο επιτακτική την ανάγκη εύρεσης τρόπων επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, δίδοντάς της πάλι κάποια ανταλλάγματα. Είναι χαρακτηριστική η σύσταση του Κέντρου Μελετών Center for Αmerican Progress, που δημοσίευσε 12σέλιδη ανάλυση Issue Brief του Μαξ Χόφμαν με τίτλο «Responding to Turkey’s Purchase of Russia’s S-400 Missile System», όπου μεταξύ των άλλων υποστηρίζεται πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να διαμηνύσουν εκ προτέρων στην Άγκυρα σαφώς ότι δεν θα αποτελεί πια αξιόπιστο σύμμαχο αν επιλέξει να αλλάξει τη στρατηγική της ευθυγράμμιση με τη Δύση έναντι της Ρωσίας, αλλά χωρίς "τιμωρητική διάθεση".

Αυτό και μόνο δείχνει τον φόβο των ΗΠΑ μήπως και σπάσουν το σχοινί, οδηγώντας την Τουρκία στην αγκαλιά της Ρωσίας, αλλά και πόσο απαραίτητοι είναι οι λεπτοί χειρισμοί που απαιτούνται για την επανασύσφιγξη των σχέσεών τους.

Έχει πάντως αποδειχθεί ο λανθασμένος τρόπος που αντιμετώπισε η Δύση επί σειρά ετών την Τουρκία. Οι σχέσεις φερ’ ειπείν Ισραήλ- Άγκυρας υπήρξαν σχέσεις μονοδρομικές. Ήταν σχέσεις χωρίς αμοιβαιότητα. Απλά ήλπιζαν οι Ισραηλινοί ότι οι Τούρκοι, μουσουλμάνοι μεν αλλά όχι Άραβες, δεν θα στρέφονταν εναντίον τους. Δεν είναι ότι τους φοβούνται, αλλά δεν ήθελαν και αυτούς απέναντι τους.

Βάσει του παραπάνω σκεπτικού, Ισραήλ και ΗΠΑ υποστήριξαν διαχρονικά τις τουρκικές θέσεις σε όλα τα επίπεδα της ελληνο-τουρκο-κυπριακής αντιπαράθεσης.  Μία από τις πιο καταλυτικές συνέπειες αυτής αντίληψης, κατέληξε στον εξαγνισμό της Τουρκικής επεκτατικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής εδαφών της Κύπρου.

Υπήρξε η έκφραση της "ανήσυχης ηρεμίας" που διακατέχει τους διπλωμάτες στην Ουάσιγκτον και την έδρα των Ηνωμένων Εθνών, καθώς αδυνατούν να αναλύσουν τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν και να καταλήξουν σε συμπεράσματα για τις προθέσεις του απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο.

Αυτό που βιώνουμε είναι απλά ένα "μπούλιγκ" διαρκείας, όπως έχει γραφεί, για να επιτύχει χωρίς κόστος τους σκοπούς τους. Διότι, ως γνωστόν, ούτε η Αθήνα, ούτε η Λευκωσία, έχουν την παραμικρή διάθεση να εμπλακούν σε συγκρούσεις, που στο τέλος θα διαλύσουν τις οικονομίες τους. Ίσως δεν λαμβάνεται υπόψη, ότι μια γενικότερη σύγκρουση θα διαλύσει την οικονομία και της Τουρκίας. Θα το αποτολμούσε ο Ερντογάν;

Εκείνο που είναι αναμφισβήτητο, είναι πως ο Ερντογάν γνωρίζει καλά πως οι Αμερικανοί είναι διατεθειμένοι -παρά τις ελπίδες πολλών εξ ημών-, να προβούν σε παραχωρήσεις προς την Άγκυρα και το εκμεταλλεύεται δεόντως για να διευρύνει τον χώρο δράσης του για αποτροπή των ι ενεργειακών σχεδιασμών που αντίκεινται στα συμφέροντά του.  

Στην Έκθεση που μετέφερε το Via Diplomacy, του ανωτέρω Κέντρου, υπάρχουν και άλλα στοιχεία ενδιαφέροντα. Η Τουρκία θα συνεχίσει μάλλον να επιδιώκει μια πιο ισχυρή και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική που θα βασίζεται λιγότερο στους δυτικούς εταίρους της, προσεγγίζοντας παράλληλα τη Ρωσία. Ο Ερντογάν υιοθέτησε μια συναλλακτική προσέγγιση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και εξισορρόπησε αυτές τις παραδοσιακές συμμαχίες με βαθύτερους δεσμούς με το Ιράν, την Κίνα και τη Ρωσία.

Η δε κατευναστική στρατηγική της Ουάσιγκτον με τακτικούς χειρισμούς των διαφορών, απέτυχε να σταματήσει την επιδείνωση της αντιδυτικής πορείας της Τουρκίας στην εσωτερική και εξωτερική της πολιτική, όπως αποδεικνύει και η απόφαση αγοράς των S-400. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα πρέπει να προετοιμασθούν για το χειρότερο σενάριο με αντισταθμιστικές εναλλακτικές και να ξεκαθαρίσουν στην Άγκυρα τα σημεία σκλήρυνσης της στάσης τους και τις κόκκινες γραμμές τους, όπως η αγορά των S-400. Αλλά, όπως έγραψα ανωτέρω… χωρίς "τιμωρητική διάθεση".