Skip to main content

Το διπλό παζάρι του Ερντογάν και οι επενδύσεις στο νεο-οθωμανικό του όραμα

Ο επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ Μίλτος Σαρηγιαννίδης σχολιάζει τον νέο ρόλο των ΗΠΑ, την παραδοσιακή σχέση με το Βερολίνο και τις συζητήσεις με την Ελλάδα

Συνέντευξη στον Λάζαρο Θεοδωρακίδη

Όσο περισσότερο πλήττεται η τουρκική οικονομία, τόσο ο Ερντογάν θα επιχειρεί να αυξάνει το κόστος σε εκείνους που καταλογίζει τον οικονομικό πόλεμο, με επιλογές που παλιότερα θα ήταν πολιτικά αδιανόητες, επισημαίνει ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης.

Ο Επίκ. Καθηγητής Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ στη συνέντευξή του στη Voria.gr εκτιμά πως το καθεστώς Ερντογάν μπορεί να αναζητήσει και να βρει οικονομική στήριξη από το Κατάρ μέχρι τον «δρόμο του μεταξιού», προκειμένου να εξακολουθεί να «δαγκώνει» και να ενισχύει τον νέο-οθωμανικό αναθεωρητισμό του.

Ο κ. Σαρηγιαννίδης επισημαίνει αναφορικά με τη νέα διακυβέρνηση των ΗΠΑ και τις σχέσεις της με τον Ερντογάν πως η Ουάσιγκτον θα ήταν ιδιαίτερα θετική στην προοπτική της πολιτικής αλλαγής στην Τουρκία, ενώ σημειώνει πως το Βερολίνο, παραδοσιακά –από τις αρχές του 20ου αιώνα–  προσανατολίζει τα γερμανικά συμφέροντα στον γεωπολιτικό χώρο της Τουρκίας. Ο ίδιος επίσης σημειώνει πως «μάλλον ετοιμαζόμαστε για ένα “θερμό” καλοκαίρι που θα περιλαμβάνει τουλάχιστον γεωτρύπανα, ερευνητικά σκάφη και καραβιές μεταναστών». Πάντως ο καθηγητής του ΑΠΘ απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τις επαφές της χώρας μας με τη γείτονα τονίζει τι «η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, να επιδεικνύει ανάλογη συμπεριφορά, χωρίς βέβαια αυτή να θέτει σε διακινδύνευση την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματά της». Μάλιστα, δηλώνει πως η κατάσταση μοιάζει με θέατρο παραλόγου, αλλά είμαστε αναγκασμένοι να συμμετέχουμε στην παράσταση είτε γιατί υπάρχει κοινό με προσδοκίες, είτε γιατί παραβρίσκονται διαπιστευμένοι χειροκροτητές».

Kύριε Καθηγητά, τι φέρνει στην πράξη στα ελληνοτουρκικά η νέα διακυβέρνηση Μπάιντεν;

 «Η διακυβέρνηση Μπάιντεν σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα αναφορικά με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αναφερόμενοι σε κανονικότητα, δεν εννοούμε απαραίτητα το περιεχόμενο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά πρωτίστως τη λειτουργία της, και ειδικότερα την επιστροφή στη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεων στο πλαίσιο της καθ’ ύλη αρμόδιας γραφειοκρατίας. Ο αντιθεσμικός προκάτοχος του Αμερικανού Προέδρου είχε παραμερίσει τον οργανισμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μεταβάλλοντας την άσκηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε πεδίο προσωπικής διπλωματίας. Αυτή την ανορθογραφία, λοιπόν, θα διορθώσει η διακυβέρνηση Μπάιντεν, επαναφέροντας τον ορθολογισμό στη διαχείριση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Άλλωστε, ο Πρόεδρος Μπάιντεν είναι ένα καθαρόαιμο πολιτικό όν, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο οποίος ασκούσε διακυβέρνηση περισσότερο ως επιχειρηματίας που ζούσε το American Dream άλλων δεκαετιών παρά ως πολιτικός.

Η πρακτική συνέπεια αυτής της ολικής επαναφοράς, είναι πως θα αυξηθεί το επίπεδο προβλεψιμότητας της αμερικανικής διπλωματίας, γεγονός που ασφαλώς θα προσφέρει μεγαλύτερη συνοχή και κατανόηση στις σχέσεις των ΗΠΑ με τους συμμάχους της. Επομένως, αναμένεται ότι οι ΗΠΑ θα κερδίσουν τη χαμένη αξιοπιστία τους απέναντι στην ΕΕ, ενώ την ίδια στιγμή θα κλιμακωθούν οι ανταγωνιστικές σχέσεις με Ρωσία και Κίνα. Παρόμοια, το πολύ καλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, χάρη στις σχέσεις που ανέπτυξε η ελληνική κυβέρνηση με τον πρώην Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, μπορεί να εξελιχθεί ακόμη καλύτερα, αφού πλέον το καθεστώς Ερντογάν δεν έχει την προνομιακή πρόσβαση και ασυλία στον Λευκό Οίκο, που αναμφίβολα διέθετε κατά τη θητεία Τραμπ. Απομένει, λοιπόν, να αποδειχθεί η περαιτέρω θετική αντιμετώπιση της Αθήνας από την Ουάσιγκτον σε επίπεδο Στρατηγικού Διαλόγου, και ειδικότερα αμυντικής συνεργασίας, επενδύσεων και πολιτικής στήριξης.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι οι ΗΠΑ θα αποφύγουν να εμπλακούν σε βάθος με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα στις σχέσεις τους με τις δύο χώρες. Ειδικά τώρα, που η Τουρκία είναι από μόνη της ένα μείζον γεωπολιτικό πρόβλημα. Με δεδομένο λοιπόν, ότι το καθεστώς Ερντογάν είναι εταίρος της Ρωσίας και συνομιλητής της Κίνας, επίμονος ταραξίας στη Μέση Ανατολή, τη Μεσόγειο και τον Καύκασο, και συστηματικός παραβάτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους κράτους δικαίου, και ασφαλώς δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις στρατηγικές και αξιακές προτεραιότητες της διακυβέρνησης Μπάιντεν, η Ουάσιγκτον θα ήταν ιδιαίτερα θετική στην προοπτική της πολιτικής αλλαγής στην Τουρκία. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία, και το καθεστώς Ερντογάν είναι το πρόβλημα. Γι’ αυτό τον λόγο, το καθεστώς Ερντογάν θα επιχειρήσει να κάνει πιο πολύπλοκη την εξίσωση για την Ουάσιγκτον, μετατρέποντας τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε μια πολυπαραγοντική σχέση που θα κάνει τις ΗΠΑ μέρος του προβλήματος προς όφελος της Άγκυρας. Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα, είναι η καλλιέργεια του αντιαμερικανισμού σε σημαντικό μέρος της τουρκικής κοινωνίας. Άρα δεν θα πρέπει να αναμένουμε από τις ΗΠΑ ενέργειες που θα ενίσχυαν το αρνητικό κλίμα σε βάρος τους. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία παραμένει σημαντική για τις ΗΠΑ, και η εν λόγω ιδιαίτερη σχέση θα εξακολουθήσει να επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο κι αν οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να συμμετέχουν σε αυτή την τριγωνική σχέση.

Είναι «ξεδοντιασμένο» λιοντάρι, λόγω της συνεχούς βύθισης της τουρκικής οικονομίας στα τάρταρα ο Ερντογάν που απλώς βρυχάται ή δύναται να περιπλέξει επικίνδυνα τα πράγματα στην ευρύτερη περιοχή μας;

«Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν ασκεί εξωτερική πολιτική ακολουθώντας τη μαοϊκή ηθική «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Με άλλα λόγια, στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος και συγκεκριμένα ο «γκρίζος λύκος». Άλλωστε, η εξωτερική πολιτική των πρώτων χρόνων στην εξουσία για μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες, έδωσε πολύ γρήγορα τη θέση της στη διπλωματία των προβλημάτων, που υπαγορεύει την καλλιέργεια και τη δημιουργία κρίσεων για τις οποίες η Άγκυρα κρατά το κλειδί της επίλυσης, ή έστω μπορεί να διαδραματίσει έναν κρίσιμο διαμεσολαβητικό ρόλο. Αν και η αλλαγή της συμπεριφοράς του Ερντογάν συμπίπτει με το αποτυχημένο πραξικόπημα, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εξελίξεις στην Τουρκία άλλαξαν το πολιτικό τοπίο μέσα σε ένα βράδυ.

Αντίθετα, οι δομικές αλλαγές συντελούνται σε βάθος χρόνου και απαιτούν υπομονή και ευνοϊκές συγκυρίες. Πήρε αρκετά χρόνια στο σύστημα Ερντογάν να καταλάβει την εξουσία στην Τουρκία. Όσο οι κεμαλιστές και το στρατιωτικό κατεστημένο εφησύχαζαν στα κεκτημένα πρωτεία του «βαθέως κράτους», ο Ερντογάν οργάνωνε ένα «παράλληλο κράτος» με το οποίο κατόρθωσε να διευρύνει την επιρροή του στον τουρκικό λαό, να επιβληθεί στις βασικές οργανωτικές δομές της Τουρκικής Δημοκρατίας και να ελέγξει τις πολιτικές, θρησκευτικές και οικονομικές ελίτ. Πλέον, ο Ερντογάν κατορθώνει να διαχειρίζεται την εξουσία με καθεστωτική λογική, δηλαδή αυταρχικά και συγκεντρωτικά, και να χρησιμοποιεί το ΑΕΠ της χώρας επενδύοντας στο νέο-οθωμανικό όραμά του, τροφοδοτώντας έτσι την πολιτική μακροημέρευσή του. Παράλληλα, ασκεί εξωτερική πολιτική χρησιμοποιώντας τα γεωπολιτικά «μπαλαντέρ» που διαθέτει σε περιοχές οι οποίες σχετίζονται με τα ανταγωνιστικά συμφέροντα ισχυρών κρατών. Παίζοντας λοιπόν ένα διπλό παιχνίδι, αυξάνει τον κρίσιμο γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας και αποκομίζει κέρδη σε ένα ιδιότυπο ανατολίτικο παζάρι, όπου τα επιθυμητά ανταλλάγματα προσδιορίζονται εκβιαστικά από τις αναθεωρητικές επιδιώξεις του ερντογανικού καθεστώτος. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο περισσότερο πλήττεται η τουρκική οικονομία, τόσο ο Ερντογάν θα επιχειρεί να αυξάνει το κόστος σε εκείνους που καταλογίζει τον οικονομικό πόλεμο, με επιλογές που παλιότερα θα ήταν πολιτικά αδιανόητες. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία, που η οικονομία αποτελεί το αδύναμο σημείο του στη σχέση του με τον τουρκικό λαό και διακυβεύεται όχι μόνο η πολιτική του υστεροφημία, αλλά κυρίως η επιβίωσή του. Πάντως, ακόμη και στην περίπτωση που η τουρκική λίρα συνεχίσει να καταποντίζεται απέναντι στο δολάριο, το καθεστώς Ερντογάν μπορεί να αναζητήσει και να βρει οικονομική στήριξη από το Κατάρ μέχρι τον «δρόμο του μεταξιού», προκειμένου να εξακολουθεί να «δαγκώνει» και να ενισχύει τον νέο-οθωμανικό αναθεωρητισμό του.
 
Το τρίγωνο στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Βρυξελλών – Μόσχας δίνει χώρο για επικίνδυνες ενέργειες στο άμεσο μέλλον από την Άγκυρα; Και ο ρόλος του Βερολίνου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «φιλοτουρκικός»;

«Η σχέση αυτή θα μπορούσε να ήταν τριγωνική, εφόσον οι Βρυξέλλες είχαν τη βούληση να εκφράζουν μια κοινή θέση απέναντι στην Τουρκία, την οποία δεν θα την υπονόμευαν τα διαφορετικά συμφέροντα των κρατών-μελών της ΕΕ. Συνεπώς, βλέπω μόνο μια διελκυστίνδα μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, που επιτρέπει στο καθεστώς Ερντογάν να παίζει ένα διπλό παιχνίδι, εκμεταλλευόμενο τη γεωπολιτικά κρίσιμη θέση της Τουρκίας. Πάντως, η σχέση θα μπορούσε να γίνει τριγωνική, εάν προσθέταμε την προοπτική μιας περισσότερο ενισχυμένης συνεργασίας της Τουρκίας με την Κίνα. Αυτό θα δημιουργούσε ακόμη πιο περίπλοκες σχέσεις, και αναμφίβολα θα αναβάθμιζε περαιτέρω τον τουρκικό ρόλο στην ευρύτερη περιφέρεια.

Όσον αφορά στο Βερολίνο, παραδοσιακά –από τις αρχές του 20ου αιώνα–  προσανατολίζει τα γερμανικά συμφέροντα στον γεωπολιτικό χώρο της Τουρκίας. Συνεπώς, όσο φυσιολογικός μας φαίνεται ο άξονας ανάμεσα σε Παρίσι και Αθήνα, το ίδιο φυσιολογικός είναι και ο αντίστοιχος ανάμεσα σε Βερολίνο και Άγκυρα. Πρόκειται για μια σχέση που οφείλουμε να την αξιολογούμε ως δεδομένη, και επομένως οι επιλογές μας πρέπει να την λαμβάνουν υπόψη ως τέτοια. Πάντως, μια ενδεχόμενη κυβερνητική μεταβολή στη Γερμανία ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, είναι δυνατόν να επηρεάσει τις σχέσεις του Βερολίνου με την Άγκυρα, σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν τα σενάρια για συνασπισμό ανάμεσα σε Πράσινους και Σοσιαλδημοκράτες. Αυτή, θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία για μια πολιτική μετατόπιση στην ΕΕ που θα την τοποθετούσε απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό με αποφάσεις και πράξεις και όχι με δημιουργική ασάφεια και τακτικές γνωστικής ασυμφωνίας.

Η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει να προσέρχεται σε συνομιλίες, έστω αυτού του χαμηλού επιπέδου, με την Άγκυρα την ώρα που ο Ερντογάν συνεχίζει τις προκλήσεις;

«Ακόμα κι αν οι διπλωματικές επαφές με ένα καθεστώς, που εκφράζει απροκάλυπτα αναθεωρητικές και επεκτατικές τάσεις σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, καθίστανται εκ προοιμίου απρόσφορες, είναι απαραίτητο να διεξαχθούν. Ο σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας, που εύλογα αποτελεί προμετωπίδα της ελληνικής διπλωματίας, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τη θεμελιώδη υποχρέωση της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και τη συμμόρφωση με την αρχή της καλής γειτονίας. Επομένως, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, να επιδεικνύει ανάλογη συμπεριφορά, χωρίς βέβαια αυτή να θέτει σε διακινδύνευση την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματά της.

Επιπλέον, οι διπλωματικές επαφές είναι ένας χρήσιμος αντιπαραγωγικός μονόδρομος, στον βαθμό που το blame game χρησιμοποιείται και από τις δύο πλευρές για να διαμορφώσουν το διπλωματικό αφήγημά τους απέναντι στους τρίτους και τη διεθνή κοινότητα. Το κρίσιμο σημείο λοιπόν, είναι η εργαλειοποίηση των διπλωματικών επαφών, και συγκεκριμένα των διερευνητικών επαφών. Για το μεν καθεστώς Ερντογάν είναι το όχημα για να διατυπώσει σε διμερές επίπεδο τις διεκδικήσεις που ουσιαστικά τροποποιούν τη Συνθήκη της Λωζάννης και παρακάμπτουν το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας. Για τη δε Αθήνα είναι ευκαιρία για να αναδεικνύει διεθνώς την ανατρεπτική τουρκική πολιτική και τη ματαιότητα των διπλωματικών επαφών, όσο η Άγκυρα επιμένει να υποσκάπτει την σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή. Σύντομα, τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη και γεωτρύπανα θα επιστρέψουν στην Ανατολική Μεσόγειο και οι διερευνητικές επαφές θα διακοπούν, μέχρι την επόμενη κρίση στα ελληνοτουρκικά που θα κινητοποιήσει τους τρίτους ενδιαφερόμενους. Ενδεχομένως, η κατάσταση μοιάζει με θέατρο παραλόγου, αλλά είμαστε αναγκασμένοι να συμμετέχουμε στην παράσταση είτε γιατί υπάρχει κοινό με προσδοκίες, είτε γιατί παραβρίσκονται διαπιστευμένοι χειροκροτητές.

Σας ανησυχούν οι απειλές περί ανοίγματος της στρόφιγγας του προσφυγικού,  γι΄ άλλη μια φορά από τη γείτονα;

«Στον βαθμό που είναι δύσκολο να επιτηρηθούν αποτελεσματικά τα θαλάσσια σύνορα, η εργαλειοποίηση των μικτών μεταναστευτικών ροών από το καθεστώς Ερντογάν είναι, πράγματι, πηγή σοβαρής ανησυχίας. Η αθρόα εισροή αιτούντων άσυλο στην ελληνική επικράτεια δοκιμάζει τη συνοχή και τις αντοχές των τοπικών κοινωνιών, ειδικά των νησιών, και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για εσωτερική πολιτική κρίση, που θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας τόσο απέναντι στην Τουρκία όσο και εντός της ΕΕ. Ακόμα κι αν, με αυτόν τον τρόπο, το καθεστώς στην Άγκυρα επιδιώκει να εκβιάσει την ΕΕ για να αποκομίσει περισσότερα οφέλη, η χώρα πρώτης εισόδου παραμένει η Ελλάδα, και ουσιαστικά εκείνη που θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των υβριδικών επιθέσεων της Άγκυρας που υποθάλπει και επικουρεί τη διακίνηση παράτυπων μεταναστών. Συνολικά, μάλλον ετοιμαζόμαστε για ένα «θερμό» καλοκαίρι που θα περιλαμβάνει τουλάχιστον γεωτρύπανα, ερευνητικά σκάφη και καραβιές μεταναστών.