Skip to main content

Το ελληνικό χάος ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη - Η περίπτωση του ΑΠΘ

Η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθύτατα συντηρητική, απόδειξη ότι και σήμερα η Ανατολή της μοιρολατρίας επικρατεί της Δύσης του ορθολογισμού.

Στο θρυλικό «Μεγάλο μας Τσίρκο», ένα θεατρικό έργο με το οποίο ο Ιάκωβος Καμπανέλλης παρακολουθεί και σχολιάζει ένα μεγάλο κομμάτι της νεοελληνικής ιστορίας, κάποια στιγμή οι πρεσβευτές των τότε Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία) συναντιούνται και εξετάζουν με την αρμόζουσα στην περίσταση… συνωμοτικότητα το αίτημα των πρόσφατα απελευθερωμένων Ελλήνων να αποκτήσουν Σύνταγμα. Φυσικά όλοι τους διαφωνούν. Είναι έξαλλοι με τις απαιτήσεις ενός λαού, σε μια χώρα που οι ίδιοι θεωρούν ότι δημιούργησαν. Σε κάποιο σημείο προς το τέλος της σκηνής η λύση του προβλήματος έχει βρεθεί. Λέει ο Άγγλος: «Εάν πιστέψουν ότι το έχουν είναι εύκολο να μην το έχουν». Συνεχίζει ο Γάλλος: «Αυτοί θα χαίρονται που το έχουν, εμείς θα ξέρουμε πως δεν το έχουν». Και ο Ρώσος συμπληρώνει: «Έτσι θα έχουν χωρίς να έχουν και δεν θα έχουν ενώ θα έχουν».

Συντηρητική κοινωνία

Πρόκειται για τη λογική της διαφοράς ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι. Στη θεωρία και στην πράξη. Στα λόγια και στην πραγματικότητα. Ένα διφορούμενο σχήμα, που εδώ και 200 χρόνια φοριέται πολύ στην Ελλάδα και ενίοτε καθορίζει τις εξελίξεις. Η χώρα, δηλαδή η ελληνική κοινωνία, παραμένει βαθύτατα συντηρητική, απόδειξη ότι ακόμη και σήμερα η Ανατολή της μοιρολατρίας και των συντεχνιών, επικρατεί της Δύσης του ορθολογισμού και των ανοιχτών οριζόντων. «Διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;», όπως θα έλεγε κι ένας εμβληματικός πολιτικός παλαιότερης γενιάς, ο οποίος και γι’ αυτή τη φράση του έγινε νούμερο σε επιθεώρηση. Συχνά στην Ελλάδα εν ονόματι του προοδευτισμού ελήφθησαν οι πλέον οπισθοδρομικές αποφάσεις και καλλιεργήθηκαν οι πιο συντηρητικές νοοτροπίες. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα η Ελλάδα θα βρισκόταν αλλού. Πάνω στο κύμα των εξελίξεων και όχι στον πάτο του βαρελιού της Ευρώπης από τον οποίο δύσκολα θα ξεκολλήσει, κυρίως διότι αρνείται να αλλάξει. Μετά από μια δεκάχρονη ύφεση, που μόνο με οικονομικές καταστροφές πολέμου μπορεί να συγκριθεί, και τρία μνημόνια λίγα πράγματα βελτιώθηκαν. Όπως και αφού ξεπεραστεί η πανδημία, λίγα πράγματα θα έχουν αλλάξει. Και μπορεί στο τέλος όλα να εκφράζονται με οικονομικούς όρους (ΑΕΠ, βιοτικό επίπεδο, ανάπτυξη, επενδύσεις, ανεργία κ.λπ.), αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά τα αποτελέσματα, τα οποία βέβαια με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν έναν φαύλο κύκλο προβλημάτων. Ίσως μία από τις κατάρες της νεολληνικότητας να είναι η αδυναμία κατάργησης ενός εγγενούς συντηρητισμού.

Τα… τοτέμ των πανεπιστημίων

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ελληνικών πανεπιστημίων, που αντιμετωπίζονται περίπου ως… τοτέμ. Όπως θα λέγαμε «μην αγγίζετε». Διότι μπορεί η πανδημία να αναστύλωσε το κύρος της επιστημονικής κοινότητας ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους, κάτι που το χρειάζονταν όλοι, αλλά επί της ουσίας οι αδυναμίες του συστήματος παραμένουν. Πρωτίστως η αυτοπροφύλαξη από τους εξωτερικούς εχθρούς, τους κατά Καβάφη «Βαρβάρους», οι οποίοι υπάρχουν ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν, ώστε να δικαιολογούν τον αμυντικό αυτοπεριορισμό.

Δύο πρόσφατα γεγονότα προσφέρονται για συμπεράσματα:

Πρώτον, η υποχρέωση της χώρας να συμμορφωθεί με το Κοινοτικό Δίκαιο και να παραχωρήσει επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους Κολλεγίων, που δεν είναι τίποτε άλλο από παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων της Ευρώπης και της Αμερικής. Η αναχρονιστική συνταγματική επιλογή της απαγόρευσης ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων έχει οδηγήσει στην άνθιση μιας παράλληλης αγοράς, κάτι που για ευνόητους λόγους κατανοούν στην Ευρώπη. Άλλωστε στην εποχή μας –η 4η βιομηχανική επανάσταση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και αφορά περισσότερα θέματα από την τεχνολογία και την ψηφιακότητα- η επάρκεια του καθενός είναι το διαβατήριο της εξέλιξης, όχι από μόνο του το… χαρτί του τάδε ή του δείνα τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού ιδρύματος, το οποίο έχει… τυφλή αξία μόνο για τον εργοδότη που λέγεται ελληνικό κράτος. Φυσικά οι εγχώριοι επιστημονικοί φορείς αντιδρούν (επιμελητήρια κ.λπ.), ενώ σιγοντάρουν και τα πανεπιστήμια, για απόλυτα συντεχνιακούς λόγους. Για παράδειγμα έχει ακουστεί το επιχείρημα ότι κάποιος για να μπει στο δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο κουράζεται και γράφει εξετάσεις, ενώ στο Κολέγιο –όπως και στα περισσότερα πανεπιστήμια τους εξωτερικού- απλώς εγγράφεται. Δηλαδή ακόμη και στα ίδια τα ΑΕΙ υπάρχουν ακαδημαϊκές φωνές που ενδιαφέρονται για το πως μπήκε κάποιος νέος σε μια σχολή, όχι τι κάνει στα χρόνια που φοιτά. Ούτε καν αν αξίζει να πάρει πτυχίο. Ίσως επειδή στα ελληνικά πανεπιστήμια συμβαίνει ακριβώς ότι και στον δημόσιο τομέα. Το… δύσκολο είναι να μπεις. Μετά με κάποιο τρόπο θα πάρεις πτυχίο ή -αν πρόκειται για το δημόσιο- θα βγεις στη σύνταξη. Κανείς δεν ενδιαφέρεται τι κάνεις στο ενδιάμεσο, αφού δεν υπάρχει ουσιαστική αξιολόγηση. Οι χιλιάδες των αιώνιων φοιτητών στην μεγάλη τους πλειοψηφία πάτησαν οι ίδιοι το «pause», διότι –πολύ απλά- στο ελληνικά ΑΕΙ δεν υπάρχει ούτε διαδικασία, ούτε νοοτροπία «αποβολής για λόγους μειωμένης απόδοσης». Ίσως διότι πρόκειται για δύσκολη, εξ’ ορισμού υπεύθυνη, ψυχοφθόρα και με εντάσεις δουλειά, κάπως… βαριά για τα ακαδημαϊκά κυβικά πολλών μελών ΔΕΠ στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Δεύτερον, η πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να επιστρέψει στους αποφοίτους των ΙΕΚ να δίνουν κατατακτήριες εξετάσεις. Κάτι που δεν είναι υποχρεωτικό για τα ΑΕΙ, αλλά η έγκριση της διαδικασίας υπόκειται σε κάθε σύγκλητο. Όπως δημόσια έχει πει ο πρύτανης του ΑΠΘ Νίκος Παπαϊωάννου η εισήγηση του στη Σύγκλητο θα είναι αρνητική, δηλαδή να μην μπει καν το ΑΠΘ σε αυτή τη διαδικασία. Οι λόγοι γι’ αυτό παραμένουν εξαιρετικά δυσνόητοι. Διότι -λέμε τώρα- και σ’ αυτή την περίπτωση το πανεπιστήμιο οφείλει –ενδεχομένως- να δώσει την ευκαιρία σε κάποιον νέο άνθρωπο που πιστεύει ότι μπορεί και μετά να τον κρίνει το ίδιο αξιοκρατικά στα χρόνια των σπουδών του εάν αξίζει ή όχι να πάρει πτυχίο ή όχι. Τι ωφελεί η εκ των προτέρων απόρριψη δύσκολα γίνεται κατανοητό. Εκτός κι αν για τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι ταμπού το να μπει κάποιος, αλλά να μην καταφέρει να ολοκληρώσει τις σπουδές του επειδή το ίδιο το ίδρυμα, με ακαδημαϊκά κριτήρια, θα του ανάψει «κόκκινο».

Οι ευθύνες της πολιτείας

Όλα αυτά δεν αποσείουν τις ευθύνες που έχει η ελληνική πολιτεία να ρυθμίζει τις διαδικασίες και να ελέγχει την τήρησή τους. Κυρίως να επιβάλλει αξιοκρατία. Τόσο για τα… κολέγια, ώστε να μην πωλούν πτυχία, εάν αυτό συμβαίνει, όσο και για τα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία προβάλλουν το ακαδημαϊκό τους κύρος, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποδεικνύουν συνεχώς και καθημερινά -ως έχουν υποχρέωση-, αλλά τους αποδίδεται και το εισπράττουν εξ’ ορισμού, μόνο με την επίκληση του τίτλου τους.

ΥΓ. Για όσους έχουν αμφιβολίες ότι η πραγματική οικονομία, εκεί που η αξιοκρατία υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, έχει ξεπεράσει όλες αυτές τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, ας κοιτάξουν τι συμβαίνει στις μεγάλες και πιο παραγωγικές εταιρείες, τόσο των νέων, όσο και των παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας. Μέχρι και εσωτερικές εξετάσεις γίνονται προκειμένου να πείσει κάποιος, ακόμη και ο απόφοιτος του πιο καλού πανεπιστημίου των ΗΠΑ, ότι αξίζει μια καλή και υπεύθυνη θέση.

ΥΓ2. Στην Ελλάδα το αυτοδιοίκητο οδηγεί συνήθως αφενός στο συντεχνιακό – τοπικιστικό και αφετέρου στο ασύδοτο, λόγω ελλείψεως σχετικής παιδείας και εμπειρίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τόσο η Τοπική Αυτοδιοίκηση, όσο και τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αμφότεροι ως θεσμοί στις θεσμικές κυρίως διεκδικήσεις υπέρ των ανθρώπων που τους υπηρετούν -διοικήσεις και εργαζομένους- επικαλούνται την αυτονομία. Στα δύσκολα, όμως, προστρέχουν στην κεντρική εξουσία, επικαλούμενοι τις περιορισμένες αρμοδιότητες και τους ελλιπής πόρους, κάτι που άλλοτε ισχύει και άλλοτε αποτελεί πρόσχημα. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει ολίγον έγκυος», όπως δεν υπάρχει «μερική κανονικότητα», ούτε «περιορισμένη αυτονομία»