Skip to main content

Το λουκέτο του Banquet και τα όρια του συνδικαλισμού

Εκρηκτικές διαστάσεις αναμένεται να λάβει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης η υποβόσκουσα, εδώ και καιρό, κόντρα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, ενώ τα πρώτα της σημάδια είναι ήδη ορατά μετά το λουκέτ
Εκρηκτικές διαστάσεις αναμένεται να λάβει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης η υποβόσκουσα, εδώ και καιρό, κόντρα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, ενώ τα πρώτα της σημάδια είναι ήδη ορατά μετά το λουκέτο του εστιατορίου Banquet, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, θέμα το οποίο δημοσίευσε πρώτη η Voria.gr από την Παρασκευή.

Η επιχείρηση έκλεισε μετά τις παραστάσεις διαμαρτυρίας, που πραγματοποιούσε επί μια εβδομάδα έξω από εστιατόριο το  Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων σε Τουριστικές και Επισιτιστικές Επιχειρήσεις Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Πιερίας, με αποτέλεσμα 28 υπάλληλοι να μείνουν στο δρόμο. Τα μέλη του Σωματείου διεκδικούσαν την επαναπρόσληψη εργαζομένου, ο οποίος απομακρύνθηκε από το κατάστημα, στο οποίο εργαζόταν ανασφάλιστος, ενώ στο πλευρό του Σωματείου συντάχθηκαν ακόμη 7 εργαζόμενοι του καταστήματος. Η εργοδοσία αναγνώρισε το σφάλμα της, ωστόσο βάλλει κατά του σωματείου, κατηγορώντας το ότι οδήγησε την επιχείρηση στο λουκέτο. Η περίπτωση του Banquet αναδεικνύει για ακόμη μια φορά το θέμα των ορίων του συνδικαλισμού στη χώρα μας και των επιπτώσεων που έχουν πολλές φορές ακραίας μορφής κινητοποιήσεις, ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης. 

Μάλιστα, το θέμα έφτασε στη Βουλή, με τον βουλευτή Β΄ Θεσσαλονίκης της ΝΔ, Θεόδωρο Καράογλου να καταθέτει ερώτηση σχετικά με το αποκλεισμό της επιχείρησης και εν τέλει το κλείσιμό της. Ο βουλευτής διερωτάται που είναι οι μηχανισμοί της κυβέρνησης για τη στήριξης της επιχειρηματικότητας και ζητά τη λήψη άμεσων μέτρων ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον ανάλογα περιστατικά. Παράλληλα, θέλει να πληροφορηθεί για της ενέργειες που θα γίνουν ώστε να διασφαλιστεί το μέλλον τόσο των 30 εργαζομένων, όσο και της επένδυσης των επιχειρηματιών.

Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι τα όσα υποστηρίζει  ο αναπληρωτής γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος προβλέπει ότι η σύγκρουση στο εστιατόριο Banquet δεν είναι τίποτα μπροστά στις εκρήξεις που θα ακολουθήσουν σε όλους τους χώρους και οι οποίες θα είναι ανεξέλεγκτες.

Ειδικότερα, επισημαίνει ότι ο χώρος των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι χαοτικός και δεν υπήρχε άλλος τρόπος διεκδίκησης, καθώς υπάρχει εκτεταμένη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Όπως αναφέρει, το  εστιατόριο οδηγήθηκε στο λουκέτο «για να μη χαλάσει η πιάτσα και οι εργαζόμενοι στο χώρο ζητούν τα δικαιώματά τους».

Από την πλευρά της, η πρόεδρος του Συνδικάτου, Μαργαρίτα Κουτουλάκη, ισχυρίζεται ότι το κατάστημα οδηγήθηκε στο λουκέτο όχι λόγω των κινητοποιήσεων του σωματείου, αλλά εξαιτίας της εργοδοσίας, η οποία ενώ υπέγραψε ότι θα επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο, δεν το έπραξε.

Επισημαίνει, δε, ότι οι ιδιοκτήτες με την κίνησή τους να κλείσουν την επιχείρηση, ουσιαστικά εκβιάζουν τους εργαζομένους και στέλνουν μήνυμα στους υπόλοιπους εργαζόμενους της Θεσσαλονίκης ότι «όποιος διεκδικεί χάνει τη δουλειά του». Επίσης, εκτιμά ότι οι ιδιοκτήτες σε λίγο καιρό θα ξανανοίξουν το κατάστημα απλά αλλάζοντας το όνομα, «τακτική, η οποία είναι πολύ γνωστή».

Σύμφωνα με την κα Κουτουλάκη, πριν περάσει το Σωματείο στις παραστάσεις διαμαρτυρίας, χρησιμοποίησε κάθε νόμιμο μέσο, ώστε οι εργαζόμενοι να δουλεύουν αξιοπρεπώς. Σημειώνει, ακόμα, ότι οι ιδιοκτήτες έχασαν πολύ λίγα, σε σχέση με αυτά που κέρδισαν εδώ και δύο  χρόνια, διάστημα στο οποίο εκμεταλλευόντουσαν τους εργαζομένους. «Εδώ και ένα χρόνο γίνονται καταγγελίες για το συγκεκριμένο κατάστημα. Το προσωπικό δούλευε 6ημερο και 12ωρα, ανασφάλιστο. Έφτασε ο κόμπος στο χτένι».

Στον αντίποδα, ο εκ των ιδιοκτητών, Γεράσιμος Φιόρος, υπογραμμίζει ότι εξαναγκάστηκε να κλείσει το εστιατόριο λόγω των συκοφαντιών, ενώ εκφράζει την αγωνία του για το μέλλον των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι επιλέγουν τόσο ακραίους τρόπους διαμαρτυρίας.

«Θα μας κοστίσει πολύ το λουκέτο, γιατί ακόμα δεν είχαμε καν ξεχρεώσει», σημειώνει και προσθέτει: «Απορώ πώς θα έρθει κάποιος να ανοίξει επιχείρηση στην Ελλάδα σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον».

Παράλληλα, υποστηρίζει ότι δεν σκέφτεται να ξανανοίξει το κατάστημα και εκφράζει την απογοήτευσή του που κανείς δεν προστάτευσε την επιχείρησή του, ενώ αναφέρει ότι ήδη έχει ασκήσει μήνυση κατά παντός υπευθύνου.

Ακόμα, εκφράζει την αγανάκτησή του για τον τρόπο που επέλεξε το συνδικάτο να λύσει τη διαφορά, αφού «πρόκειται απλά για μια αστική διαφορά, στην οποία παραδεχτήκατε ότι φέρουμε την ευθύνη και τα αρμόδια όργανα θα μας επέβαλαν τις κυρώσεις που μας αναλογούν».

Καταλήγοντας, απορρίπτει τις κατηγορίες περί ανασφάλιστων εργαζομένων, υπογραμμίζοντας ότι το προσωπικό-πλην των 8 που κατήγγειλαν- συντάσσεται με το μέρους της εργοδοσίας, ενώ σχετικά με την επαναπρόσληψη του εργαζομένου τονίζει ότι δεν καταλαβαίνει πώς ένας εργαζόμενος που καταγγέλλει το περιβάλλον εργασίας του θέλει να επιστρέψει.

Την εργοδοσία στηρίζει και η υπεύθυνη του καταστήματος, Κωνσταντίνα Βογιατζόγλου, η οποία εκφράζει την απορία της, πώς εξαιτίας ενός Σωματείου που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων, 28 άτομα έχασαν τη δουλειά του. Όσον αφορά το μέλλον των 28 εργαζομένων, σημειώνει ότι αγωνιούν για το μέλλον τους, το οποίο είναι θολό.