Skip to main content

Το πάθημα της Θεσσαλονίκης και η γενιά του καφέ και του «Πάσχα στο χωριό»

Μια βόλτα στην παραλία τις τελευταίες ημέρες είναι ικανή να πείσει ότι για τη Θεσσαλονίκη ούτε η ταλαιπωρία ούτε τα κακά νέα έχουν τελειώσει.

Η επανάληψη δεν είναι μόνο μήτηρ πάσης μαθήσεως, είναι και κουραστική. Ακόμη, όμως, κι όταν δεν λειτουργεί «προς γνώση και συμμόρφωση», παραμένει κουραστική. Στην πρώτη περίπτωση είναι, τουλάχιστον, χρήσιμη. Στη δεύτερη απλώς καταπιεστική. Ο κορωνοϊός, η πανδημία, οι κανόνες (μάσκα, αποστάσεις κ.λπ.), οι περιορισμοί, τα lockdown, οι αναστολές εργασίας, όλα όσα κυριαρχούν στη ζωή μας τους τελευταίους 12 μήνες, όλα όσα απασχολούν καθημερινά τα μέσα ενημέρωσης, όλα όσα βάζουν την ατζέντα και καθορίζουν τις προτεραιότητες στην καθημερινότητα μας είναι επαναλαμβανόμενα και ως εκ τούτου κουραστικά. Για όλους. Μόνο που κάποιοι –οι περισσότεροι- μαθαίνουν και συμπεριφέρονται ανάλογα, δηλαδή κάνουν υπομονή.

Οι άλλοι –οι λιγότεροι, αλλά πάντως αρκετοί για να γίνει η ζημιά- επιλέγουν να εφευρίσκουν φτηνές δικαιολογίες, ώστε να μην πειθαρχούν. Επιμένουν να διάγουν το βίο τους με μικρές ή μεγαλύτερες παρεκκλίσεις από τους κανόνες του κορωνοϊού. Το αποτέλεσμα αυτήν τη συμπεριφοράς είναι διπλό: Στους ίδιους προσφέρει μια πρόσκαιρη ικανοποίηση του εγωισμού τους, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Για τους ίδιους, επίσης, αλλά και για όλους τους υπόλοιπους, έχουμε την παράταση των περιορισμών και την αυξημένου ρίσκου έκθεση στην πανδημία. Εννοείται ότι πρόκειται για διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι δεν συγκλίνουν ποτέ και πουθενά, ούτε πριν, ούτε κατά τη διάρκεια, ούτε μετά την πανδημία.

Μια βόλτα στην παραλία τις τελευταίες ημέρες –κυρίως το απόγευμα- είναι ικανή να πείσει τον καθένα ότι για τη Θεσσαλονίκη ούτε η ταλαιπωρία, ούτε τα κακά νέα έχουν τελειώσει. Ήδη το πρόβλημα στα νοσοκομεία είναι μεγάλο και ο Απρίλιος οδεύει ολοταχώς να γίνει Νοέμβριος. Η διαφορά είναι στις εντυπώσεις. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν από πέντε μήνες, το μεγάλο πρόβλημα της Αττικής έχει τραβήξει επάνω του τα πιο δυνατά φώτα της δημοσιότητας. Η ευχή που ακούγαμε μέχρι πρόσφατα στα κανάλια ήταν «να μη γίνει η Αθήνα του Απριλίου, Θεσσαλονίκη του Νοεμβρίου». Ξαφνικά, με την απόφαση της κυβέρνησης να εξαιρέσει τη Θεσσαλονίκη -όπως και την Κοζάνη και την Πάτρα-, από το άνοιγμα του λιανεμπορίου η πόλη προσγειώθηκε απότομα. Η προοπτική «η Θεσσαλονίκη του Απριλίου να γίνει Θεσσαλονίκη του Νοεμβρίου» είναι υπαρκτή και πλησιάζει ολοταχώς. Καμία κυβέρνηση, κανένας πρωθυπουργός και κανένας υπουργός δεν έχουν τρελαθεί, ώστε να στρέψουν εναντίον τους τον εμπορικό κόσμο, με μία απόφαση που ήταν αναμενόμενο να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Είναι προφανές ότι η -θεατή και αθέατη- κατάσταση με την πανδημία είναι στη Θεσσαλονίκη εξαιρετικά κρίσιμη.

Αν παρακολουθήσουμε το ξέφρενο πλήθος που αυτή την περίοδο κυκλοφορεί στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες και -κυρίως- στην παραλία της Θεσσαλονίκης για να καταλήξει κουτσομπολεύοντας μπροστά στα πάσης φύσεως ορθάδικα, το δίδαγμα είναι σαφές: Ο καφές στο χάρτινο ποτηράκι, το σάντουιτς στη χαρτοπετσέτα, το ποτό στο πλαστικό και το χαζοχαρούμενο υφάκι που συνήθως τα συνοδεύουν στο πεζοδρόμιο, συνιστούν, πλέον, αξίες της ζωής. Η μικτή αίσθηση προσμονής, σαστιμάρας και ικανοποίησης που καταγράφεται στα πρόσωπα που χαζοπίνουν στα πεζοδρόμια μπροστά από μερικά μαγαζιά δήθεν take away, προσομοιάζει με το αίσθημα ενός Ανατολικογερμανού, ο οποίος βρίσκεται ξαφνικά, για πρώτη φορά στα 45 του, στο Δυτικό Βερολίνο, αμέσως μόλις έπεσε το Τείχος το 1989. Υποτίθεται –μέχρι τώρα- ότι όλα αυτά που προμηθευόμαστε στο χέρι και καταναλώναμε στο πεζοδρόμιο, κάλυπταν συνήθως πρακτικές ανάγκες, κυρίως την έλλειψη χρόνου. Στον καιρό του κορωνοϊού η ίδια πρακτική υπογράφει ένα νέο κοινωνικό στάτους, το οποίο δεν έχει μεν καμία αντικειμενική αξία, αλλά επειδή οι ίδιοι το αναγνωρίζουμε για τον εαυτό μας θα αντέχει για λίγο ακόμη. Καφές, ουζάκι, σφηνάκι, Πάσχα στο χωριό, καλοκαίρι στο νησί. Τα νέα συνθήματα, τα νέα αιτήματα, τα νέα ζητούμενα των εγκλείστων σε μια κοινωνία που με κάθε αφορμή αποδεικνύει τον έντονο δεσμό της με το… μεταμοντέρνο.

ΥΓ. Όσα έγιναν με την αγορά της Θεσσαλονίκης την περασμένη εβδομάδα ήταν ο ορισμός του κωμικοτραγικού. Διότι το λάθος δεν έγινε την Παρασκευή, όταν ανακοινώθηκε ότι τα εμπορικά καταστήματα θα παραμείνουν κλειστά και την επόμενη εβδομάδα. Έγινε την Τετάρτη, όταν υπό την πίεση του εμπορικού κόσμου, της κοινής γνώμης και των δημοσκοπήσεων ανακοινώθηκε με εμφανώς πολιτικά κριτήρια ότι το λιανεμπόριο ανοίγει στις 5 Απριλίου, χωρίς καν κάποιον αστερίσκο. Εάν η ανακοίνωση γινόταν, όπως κάθε εβδομάδα, την Παρασκευή το βράδυ, οι τρεις περιοχές θα μπορούσαν να εξαιρεθούν θεσμικά και το θέμα θα τελείωνε με λίγη απογοήτευση. Ενώ τώρα υπάρχει η αίσθηση της κοροϊδίας. Διότι τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν είναι δύο: Πρώτον, όταν η διάθεση κάποιου μπαινοβγαίνει από τον φούρνο στην κατάψυξη υπάρχουν παρενέργειες και σπασμένα νεύρα. Δεύτερον, ο χαμένος κόπος της προετοιμασίας του μαγαζιού, αλλά και οι -έστω περιορισμένες- παραγγελίες προϊόντων εποχής είναι απώλειες που καταγράφονται χωρίς λόγο και προστίθενται στα πολλά προβλήματα που υπάρχουν.

ΥΓ2. Όλοι όσοι παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις για την αγορά, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, έχουν στο νου τους το λιανεμπόριο της Αθήνας. Κακά τα ψέματα. Το χουνέρι της Θεσσαλονίκης δύσκολα θα τολμούσε κανείς να το κάνει στην πρωτεύουσα. Στην προκειμένη περίπτωση η μειωμένης βαρύτητας εκπροσώπηση της Θεσσαλονίκης στην σημερινή κυβέρνηση αποδεικνύεται μεγάλο κενό.

ΥΓ3. Η αστυνόμευση των μέτρων για την πανδημία είναι ένα από τα πιο… κρύα ανέκδοτα της εποχής. Προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει ένας αστυνομικός για κάθε πολίτη. Ούτε χρειάζεται. Ο έλεγχος λειτουργεί συχνά με βάση τον παραδειγματισμό, αρκεί να υπάρχει. Υπό αυτή την έννοια καλό θα ήταν να μάθουμε πόσα πρόστιμα για συνωστισμό, πόσες κατηγορίες για συγκεκαλυμένη λειτουργία μπαρ, πόσα λουκέτα και πόσα αυτόφωρα είχαμε στο οργιώδες για τη Θεσσαλονίκη Σαββατοκύριακο που μας πέρασε.