Skip to main content

Το σφάλμα με τη γλώσσα λόγος προσφυγής κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών

Το σφάλμα σε σχέση με την «αναγνώριση» μακεδονικής γλώσσας το 1977 αποτελεί λόγο προσφυγής κατά της συμφωνίας των Πρεσπών

*Του Ειδικού Συνεργάτη

Το σφάλμα σε σχέση με την «αναγνώριση» μακεδονικής γλώσσας το 1977, λόγος προσφυγής κατά της συμφωνίας των Πρεσπών

1. Η συμφωνία των Πρεσπών με τίτλο «Τελική Συμφωνία για την Επίλυση των Διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη Λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την Εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών» (στο εξής συμφωνία) περιέχει άρθρο 1 παρ. 3 εδ. γ΄ το οποίο έχει ως εξής:

«γ) Η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι η «Μακεδονική Γλώσσα» όπως αναγνωρίστηκε από την 3η Συνδιάσκεψη των Η.Ε. για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977 και περιγράφεται στο άρθρο 7 (3) και (4) της παρούσας συμφωνίας».

2. Ως προς το άρθρο αυτό ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας έχει δηλώσει τα εξής στις 29.1.2018 και 4.6.2018 αντιστοίχως, σε συνεντεύξεις του στην ΕΡΤ:

«Στο θέμα της γλώσσας η σθεναρή θέση της πΓΔΜ έχει και ισχυρή νομική βάση, καθώς η γλώσσα αυτή έχει λάβει νομική αναγνώριση στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών»,

και

«Από το 1977 είχε γίνει μια συζήτηση, όπου εμείς αποδεχτήκαμε την πρόταση της Γιουγκοσλαβίας, να ορισθεί επίσημη γλώσσα η Μακεδονική. Από εκείνη την ημέρα, η Μακεδονική γλώσσα εμφανίστηκε στο πινάκιο του ΟΗΕ, ως μια από τις επίσημες γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας. Και από τότε μέχρι σήμερα, εάν ανατρέξει στις αποφάσεις του ΟΗΕ, η γλώσσα αναφέρεται ως Μακεδονική»

3. Από τις δηλώσεις αυτές του Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος διαπραγματεύτηκε τη συμφωνία, προκύπτει ότι το συγκεκριμένο άρθρο πρέπει να ερμηνευτεί ως εξής: η Ελλάδα αποδέχεται ότι στην 3η Συνδιάσκεψη των Η.Ε. για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977  αναγνωρίστηκε η «Μακεδονική Γλώσσα» από τον ΟΗΕ ως αυτοτελής εθνική γλώσσα, με νομική ισχύ της αναγνώρισης αυτής έκτοτε, την οποία απλώς επιβεβαιώνει η συμφωνία.

Δηλαδή η Ελλάδα με τη συμφωνία δεν αναγνωρίζει το πρώτον και κυριαρχικά τη γλώσσα που μιλούν οι σλάβοι κάτοικοι της ΠΓΔΜ ως «Μακεδονική» αλλά αποδέχεται την νομική αναγνώριση του έτους 1977 από τον ΟΗΕ.

4. Τίθεται το ερώτημα αν η πρόβλεψη αυτή της συμφωνίας είναι πραγματολογικά αληθής, αν δηλαδή έχει αναγνωριστεί με οποιονδήποτε τρόπο «Μακεδονική» γλώσσα από τον ΟΗΕ ή/και από την Ελλάδα ή/και από Τρίτο Κράτος, στην εν λόγω συνδιάσκεψη (*1). Επειδή το άρθρο 1 παρ. 3 εδ. γ΄ περιγράφει ως στιγμή της αναγνώρισης της γλώσσας το έτος 1977, έχει περιγραφική και όχι κανονιστική ισχύ σε ότι αφορά την παραπομπή στο έτος 1977, επομένως ενδεχόμενο σφάλμα ως προς την αναγνώριση αυτή ενδέχεται να αποτελέσει λόγο μερικής ακύρωσης της συμφωνίας, κατά το άρθρο 48 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969.

5. Κατά γενική παραδοχή, για να υπάρχει αναγνώριση οντότητας ή στοιχείων αυτής ως ενεργών και αποδεκτών κατά το Διεθνές Δίκαιο (και εν γένει το δίκαιο), ο αναγνωρίσας θα πρέπει να έχει διακριτική ευχέρεια είτε αναγνώρισης είτε απόρριψης αυτών. Αντιθέτως, εφόσον είναι υποχρεωμένος να αναφέρεται σε οντότητα ή στοιχεία αυτής με συγκεκριμένο τρόπο ή τρόπους/όρο ή όρους, τότε ενεργεί κατά δέσμια αρμοδιότητα και η αναφορά του αυτή δεν περιέχει βούληση αναγνώρισης ούτε παράγει αποτέλεσμα αναγνώρισης. Η υποχρεωτικότητα της αναφοράς σε οντότητα ή στοιχεία αυτής με συγκεκριμένο όρο, η οποία θεσπίζεται από κανόνα δικαίου, πολλώ μάλλον όταν από τον ίδιο τον κανόνα συνάγεται ότι η αναφορά αυτή δεν αποτελεί αναγνώριση, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται περί αναγνώρισης. Πρόκειται περί αναφοράς στο πλαίσιο συγκεκριμένης, περιορισμένης και, ενδεχομένως, εσωτερικής και μόνον χρήσης του χρησιμοποιηθέντος όρου.

6. Ειδικότερα, η χρήση συγκεκριμένου όρου επειδή αυτή είναι η εσωτερική αναφορά του από συγκεκριμένη οντότητα του Διεθνούς Δικαίου, στο βαθμό που ρητώς αναφέρεται ότι πρόκειται για παραπομπή σε εσωτερική αναφορά, έχει λειτουργικό και όχι αναγνωριστικό χαρακτήρα. Περιγραφικό και όχι κανονιστικό. Γίνεται με αναφορά στην εσωτερική κυριαρχία της οντότητας αναφοράς και δεν αποτελεί ένδειξη ή πράξη άσκησης κυριαρχίας του αναφέροντος, ο οποίος απλώς παραπέμπει στην εσωτερική χρήση και δεν λαμβάνει θέση ως προς την ορθότητα της χρήσης αυτής ή την αποδοχή της στον διεθνές περίγυρο.

7. Με βάση τα ανωτέρω θα εξεταστεί αν υπήρξε αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας από τον ΟΗΕ το έτος 1977 ή υποχρεωτική χρήση του όρου αυτού επειδή αυτή ήταν η εσωτερική χρήση του όρου στην τότε Γιουγκοσλαβία και μόνον.

8. Στην «Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων», η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το διάστημα 17 Αυγούστου-7 Σεπτεμβρίου 1977, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό Εξωτερικών τον Δημήτριο Μπίτσιο, τέθηκαν πολλά ζητήματα τα οποία καταγράφηκαν στα συμπεράσματα αυτής στην τελική αναφορά (vol. I, βλ. εικόνα 1).

Εικόνα 1.



9. Σε διάφορα σημεία των συμπερασμάτων γίνεται αναφορά σε σερβοκροατικό και «μακεδονικό» αλφάβητο (βλ. σελ. 29 συμπερασμάτων, εικόνα 2).

Εικόνα 2.



10. Στα τεχνικά κείμενα της συνδιάσκεψης, όμως (Vol. II, technical papers), στις σελίδες 386 – 389 περιέχεται κείμενο που παρουσίασε η Αυστρία, με τίτλο «NATIONAL LANGUAGES OF THE COUNTRIES OF THE WORLD, THEIR SCRIPTS AND THE UNITED NATIONS RECOMMENDATIONS FOR THEIR ROMANIZATION». Κατά την κοινή μετάφραση ο τίτλος αποδίδεται «Εθνικές Γλώσσες των Κρατών, των γραφών τους και προτάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τη μεταγραφή τους με λατινικό τρόπο». Σε αυτό το κείμενο γίνεται αναφορά στο Κράτος Γιουγκοσλαβία και στις “national languages” αυτού «Σερβοκροατική, Σλοβενική και Μακεδονική» (σελ. 389 των τεχνικών κειμένων, εικόνα 4).

Εικόνα 4.



11. Τίθεται το ερώτημα: γιατί η Αυστρία ανέγραψε τη «μακεδονική» γλώσσα ως τέτοια και αν η αναγραφή αυτή αποτελεί αναγνώρισή της από την ίδια και από τον ΟΗΕ. Η απάντηση βρίσκεται στο ίδιο το κείμενο της Αυστριακής αντιπροσωπείας, το οποίο ορίζει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο «national language».

Πράγματι, κατά την αναγραφή του όρου «national languages» προστίθεται παραπομπή με τον αριθμό 2, η οποία επεξηγεί τη σημασία του όρου, επομένως και τη χρήση αυτού αλλά και των γλωσσών που κατηγοριοποιούνται υπό αυτόν (σελ. 386 τεχνικών κειμένων, εικόνα 5).

Εικόνα 5.



12. Το κείμενο της παραπομπής αναφέρει τα εξής ως προς τη σημασία του όρου «national languages», ότι δηλαδή εννοείται (σελ. 386 τεχνικών κειμένων, εικόνα 6):

«Όπως ορίζεται στη Δεύτερη Συνδιάσκεψη περί Τυποποίησης των Γεωγραφικών Ονομάτων, τόμος ΙΙ, Τεχνικά κείμενα, σελ. 49»

Εικόνα 6.



13. Συνεπώς η αναφορά σε «μακεδονική» γλώσσα έγινε με τον τρόπο που η Δεύτερη Συνδιάσκεψη είχε καθορίσει. Όμως, ποιος ήταν ο τρόπος αυτός: αναγνώριση εθνικής γλώσσας, αναφορά σε εθνική χρήση ή κάτι άλλο;

14. Η απάντηση είναι η δεύτερη: ο ορισμός της «national language» που δόθηκε το 1972 και χρησιμοποιήθηκε το 1977 είναι «γλώσσα που έχει επίσημη θέση σε ένα έθνος, περιλαμβανόμενων συστατικών κρατών, δημοκρατικών και κάθε άλλο συστατικό μέρος» (Τεχνικά Κείμενα Συνδιάσκεψης 1977, σελ. 50, εικόνα 7.)

Εικόνα 7.  



15. Πράγματι, παρά τις πολλές γλώσσες που μιλιούνταν στη Γιουγκοσλαβία (μεταξύ άλλων και η Βοσνιακή και η Αλβανική) κατά το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα του 1963 επίσημες γλώσσες ήταν μόνον τρεις: «η σερβοκροατική ή κροατοσερβική, η σλοβενική και η μακεδονική». Αυτό προέβλεπε το άρθρο 131, το οποίο όριζε ότι οι ομοσπονδιακοί νόμοι και η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδίας τυπώνονταν στις τρεις αυτές γλώσσες (βλ. αγγλικό κείμενο από τη Βικηθίκη, στα αγγλικά κάτωθι).

«ARTICLE 131. The federal laws and other general acts of the federal organs shall be made public in the official gazette of the Federation, in the authentic texts in the languages of the peoples of Yugoslavia: in Serbo-Croatian and Croato-Serbian, Slovene and Macedonian. In official communication the organs of the Federation shall abide by the principle of equality of languages of the peoples of Yugoslavia.»

16. Συνεπώς, η Αυστριακή αντιπροσωπεία όφειλε να καταθέσει τη λίστα με τις αναγραφόμενες στα Κράτη Μέλη ως επίσημες γλώσσες, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑΣ, ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΣ Η΄ ΤΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ ΑΥΤΩΝ, σύμφωνα με την πρόβλεψη της Συνδιάσκεψης του 1972. Παραθέτει τις επίσημες γλώσσες, όπως καταγράφονταν από τα Κράτη Μέλη, χωρίς καμία κρίση περί αυτών. Αντιστοίχως ο Ο.Η.Ε. τις αναφέρει χωρίς να προβαίνει σε αναγνώρισή τους, καθώς ενδιαφέρει μόνον το status της επίσημης γλώσσας και τίποτε άλλο. Και αυτό αφενός επειδή τα Κράτη Μέλη είχαν κυριαρχικό δικαίωμα να έχουν επίσημη γλώσσα/επίσημες γλώσσες και αφετέρου επειδή ο σκοπός των Συνδιασκέψεων ήταν ακριβώς η επικοινωνία του Οργανισμού και των Κρατών Μελών μεταξύ τους, με αναφορά στην ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ(*2).

17. Το ζήτημα τελειώνει σε αυτό το σημείο. Βάσει του ορισμού των «national languages” του 1972 όχι μόνον δεν «αναγνωρίστηκε» μακεδονική γλώσσα το έτος 1977, αντιθέτως η χρήση του όρου ήταν αναγκαστική επειδή το άρθρο 131 του Συντάγματος του 1963 της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας την προέβλεπε ως επίσημη γλώσσα του Κράτους. Αποκλειστικά εξαιτίας της πρόβλεψης του Συντάγματος της Γιουγκοσλαβίας περί των επίσημων γλωσσών έγινε η συγκεκριμένη αναφορά, χωρίς να ασκείται από πλευράς του Ο.Η.Ε. κυριαρχική εξουσία αναγνώρισης της συγκεκριμένης γλώσσας ως κάτι άλλο πέραν της εσωτερικής χρήσης από τη Γιουγκοσλαβία. Στο πλαίσιο αυτό είναι, μάλιστα, αμφίβολο, αν ήταν δυνατή η αποφυγή της αναφοράς, στο βαθμό που απλώς αντέγραφε τη χρήση στο γιουγκοσλαβικό σύνταγμα, χωρίς καμία άλλη έννομη συνέπεια.

18. Συνέπεια: Κατά το άρθρο 48 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, είναι πιθανόν να αποτελέσει το σφάλμα αυτό λόγο προσφυγής κατά της συμφωνίας (εφόσον κυρωθεί), καθώς αποτελεί ουσιώδες πραγματικό σφάλμα (error) το οποίο ακυρώνει σημαντικό μέρος της, επί κρισιμότατου ζητήματος. Σε κάθε περίπτωση, επειδή δεν υπήρξε το 1977 αναγνώριση από τον Ο.Η.Ε. της γλώσσας αυτής, το άρθρο 1 παρ. 3 εδ. γ΄ της συμφωνίας είναι εσφαλμένο.

(*1) Για το ζήτημα αυτό έχει εκφραστεί δημοσίως ο ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας Γ. Μπαμπινιώτης, εκφράζοντας δύο επιχειρήματα: ότι το αντικείμενο της διάσκεψης δεν ήταν η αναγνώριση γλωσσών αλλά η μεταγραφή αλφαβήτων και ότι η εν λόγω γλώσσα, από γλωσσολογικής και εθνολογικής άποψης, δεν δύναται να ονομάζεται «μακεδονική» αλλά βουλγαροσερβική ή σε κάθε περίπτωση σλαβομακεδονική. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν απαντούν στο γιατί αναφέρθηκε ως «μακεδονική» η γλώσσα αυτή το έτος 1977, ζήτημα νομικό, στο οποίο επιχειρεί να απαντήσει το παρόν άρθρο.

(*2) Πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός των συνδιασκέψεων αυτών ήταν η τυποποίηση των εσωτερικών ονομάτων, σε λατινικό αλφάβητο, ώστε να είναι δυνατή η παγκόσμια επικοινωνία. Είναι προφανές ότι η χρήση των εσωτερικών όρων αποτελούσε προϋπόθεση της επικοινωνίας, καθώς χωρίς αυτήν καθίσταται αδύνατη η κατανόηση των εκατέρωθεν αναφορών. Για το λόγο αυτό καταβαλλόταν μεγάλη προσπάθεια στις συνδιασκέψεις αυτές για την αποφυγή των exonyms, ήτοι των διαφορετικών ονομάτων για τις ίδιες γεωγραφικές οντότητες, αναλόγως της θέσης του κάθε υποκειμένου εκφοράς. Στην ίδια λογική της αποφυγής των exonyms βασίζεται ο ορισμός των «national languages».