Skip to main content

Θα γύριζες στην Ελλάδα; Τρεις βορειοελλαδίτες του εξωτερικού απαντούν

Ποια κριτήρια θα ωθήσουν τους ανθρώπους που μετανάστευσαν να επιστρέψουν ειδικά μάλιστα όταν κάποιοι εξ αυτών διαγράφουν μια λαμπρή καριέρα.

Aπό την πρώτη ημέρα της εκλογής του στη θέση του πρωθυπουργού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαναλαμβάνει πως μία εκ των προτεραιοτήτων του είναι η επιστροφή των νέων Ελλήνων από το εξωτερικό. Πριν από αυτόν, τον ίδιο στόχο είχε θέσει και ο Αλέξης Τσίπρας καθώς το brain drain αποτελεί μια βαθιά πληγή για τη χώρα που επηρεάζει όχι μόνο την οικονομία αλλά και την κοινωνία και ψυχολογία της χώρας.

Έχει ειπωθεί δεκάδες φορές αλλά παραμένει πάντα εντυπωσιακό: στα χρόνια της κρίσης μετανάστευσαν από τη χώρα περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες (427.000 άτομα 15 έως 64 ετών από το 2008 έως το 2016) που αποτέλεσαν το τρίτο κύμα μαζικής μετανάστευσης που γνώρισε η Ελλάδα τον τελευταίο αιώνα. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο ενώ αρκετοί έχουν εξειδίκευση σε σημαντικούς τομείς όπως η οικονομία, η τεχνολογία και η επιστήμη.

Ποια κριτήρια λοιπόν είναι αυτά που θα ωθήσουν τους ανθρώπους αυτούς να επιστρέψουν ειδικά μάλιστα όταν κάποιοι εξ αυτών διαγράφουν μια λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό; Τρεις βορειοελλαδίτες επιστήμονες που διαπρέπουν στην Αγγλία και την Αμερική απαντούν στη Voria.gr.

Αλέξανδρος Καπραβέλος, Καθηγητής Πληροφορικής στο North Carolina State University

«Οι περισσότεροι Ελληνες που αποδημούν στο εξωτερικό παίρνουν την απόφαση διότι η Ελλάδα δεν μπορεί να τους προσφέρει τις εργασιακές συνθήκες, τις οικονομικές απολαβές και κυρίως την αναγνώριση και αξιοκρατική αξιολόγηση που τους προσφέρει η ζωή στο εξωτερικό και κυρίως στην Αμερική», λέει ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος Καπραβέλος, ο οποίος μετά τις σπουδές και το μεταπτυχιακό του στο Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου της Κρήτης έφυγε το 2010 για διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα.

Από το 2016 είναι Καθηγητής Πληροφορικής στο North Carolina State University. Το αντικείμενο στο οποίο εργάζεται είναι η έρευνα της ασφάλειας υπολογιστών και μαζί με την ερευνητική του ομάδα μελετάει στοιχεία του διαδικτύου που μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές οικονομικό-κοινωνικές επιπτώσεις σε οργανισμούς, κυβερνήσεις, εταιρείες και μεμονωμένα άτομα.

«Δουλεύουμε στο να χτίσουμε άμυνες οι οποίες θα μας βοηθήσουν να σταματήσουμε υπάρχουσες διαδικτυακές επιθέσεις και να προβλέψουμε μελλοντικές», σημειώνει ο ίδιος. Ο Αλέξανδρος πέρα από την έρευνα, διδάσκει μαθήματα που αφορούν την ασφάλεια υπολογιστών, συμμετέχει σε κριτικές επιτροπές παγκόσμιων συνεδρίων ασφάλειας υπολογιστών και παράλληλα είναι μέλος της ομάδας που οργανώνει τον διεθνές διαγωνισμό κυβερνοεπιθέσεων DEF CON CTF, όπου συμμετάσχουν χιλιάδες από τους καλύτερους χάκερς όλου του κόσμου.

Όπως παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια, η Αμερική είναι μια χώρα που προσφέρει όλες τις ευκαιρίες ώστε κάποιος να ανελιχθεί επαγγελματικά. Όχι χωρίς κόστος βεβαίως. «Αν αγαπάς αυτό που κάνεις και θέλεις να εξελιχθείς, μπορείς να τα καταφέρεις. Παρόλα αυτά, οι συνθήκες εργασίας είναι πολύ απαιτητικές και πρέπει συνεχώς να αποδεικνύεις την αξία σου», σημειώνει διευκρινίζοντας παράλληλα πως στη χώρα που πλέον έχει επιλέξει να διαμένει «ο αγώνας, η δημιουργικότητα και το μεράκι αναγνωρίζονται και επιβραβεύονται».  

Όπως αναφέρει, ο δρόμος της επιστροφής στη χώρα παραμένει ανοιχτός για την πλειοψηφία των νέων που μετανάστευσαν, ωστόσο προκειμένου να τον διαβούν θέλουν να δουν συγκεκριμένες αλλαγές, οι οποίες δεν συνδέονται πάντα με οικονομικά κριτήρια αλλά και με ζητήματα κουλτούρας. «Η πλειοψηφία επιθυμεί να επιστρέψει και αναμένει πότε οι συνθήκες θα αλλάξουν, ώστε να δεχτούν νέους ανθρώπους με καινοτόμες ιδέες που έχουν τη θέληση να φέρουν την αλλαγή στη χώρα και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που οφείλει η χώρα να προσφέρει σε κάθε ενεργό μέλος της κοινωνίας».

Συγκεκριμένα για τον δικό του κλάδο, ο ίδιος πιστεύει ότι χρειάζεται άμεσα περισσότερη χρηματοδότηση για έρευνα στα πανεπιστήμια, αλλά και αξιολόγηση η οποία ωθεί το πανεπιστήμιο να παράγει υψηλού επιπέδου ερευνητικά αποτελέσματα. «Είναι σημαντικό να αλλάξει η κουλτούρα της εκπαίδευσης και της έρευνας και να υπάρξει συλλογική προσπάθεια ώστε τα παιδιά να μην αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά και διδακτορικά αλλά να τους παρέχουμε εμείς, στην Ελλάδα, αντίστοιχες συνθήκες εκπαίδευσης και μόρφωσης. Για να έρθει η αλλαγή χρειάζεται συλλογική προσπάθεια και στρατηγικό σχεδιασμό».

Λάμπρος Λαμπρογιάννης, οφθαλμίατρος με ειδίκευση στην παιδο-οφθαλμολογία στο Great Ormond Street Hospital και στο King's College Hospital

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Λάμπρος Λαμπρογιάννης. Μετά από ένα πτυχίο από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και αφού αποφοίτησε και από το Τμήμα Ιατρικής του ΑΠΘ έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια όταν δηλαδή ήταν 35 χρονών για το Λονδίνο προκειμένου να κάνει την ειδίκευσή του στην παιδοοφθαλμολογία.

Ο λόγος που αποφάσισε να φύγει είναι πολύ ξεκάθαρος: δεν υπήρχε θέση εξειδίκευσης στον κλάδο που ήθελε να ακολουθήσει. «Απουσιάζει ένα δομημένο πρόγραμμα το οποίο μπορεί να παρέχει τις απαραίτητες γνώσεις», επισημαίνει ο ίδιος προσθέτοντας πως στην Ελλάδα άπτεται ακόμα της τύχης αν κάποιος ειδικευόμενος θα εκπαιδευτεί ή όχι. Όπως αναφέρει, τώρα εισάγονται σταδιακά κάποιες θέσεις μετεκπαίδευσης αλλά και αυτές συνδέονται με μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 500 ευρώ.

Ο Λάμπρος αυτή τη στιγμή εργάζεται στο μεγαλύτερο παιδιατρικό νοσοκομείο της Ευρώπης και ο υπεύθυνος γιατρός του εκπαιδευτικού του προγράμματος είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οφθαλμολογικής Εταιρείας. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν δύο στοιχεία που βοηθούν τους Έλληνες να πετύχουν στο εξωτερικό: το σύστημα και η αξιοκρατία. «Δεν υποστηρίζω ότι βρίσκομαι στη Μέκκα της αξιοκρατίας αλλά ότι σίγουρα είναι πολύ καλύτερα από την κατάσταση στην Ελλάδα. Ακούω μέχρι και σήμερα ποιοι άνθρωποι του χώρου μας καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις κι γελάω», τονίζει.

Όπως λέει, ο ίδιος αλλά και οι περισσότεροι που γνωρίζει «δεν έχουν ξεγράψει την Ελλάδα». Ο Λάμπρος θα γύριζε πίσω αν έβρισκε μια θέση που θα του εξασφάλιζε μια αξιοπρεπή ζωή αλλά και θα του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει όλες τις γνώσεις και δεξιότητες που «με τόσο κόπο απέκτησε». «Η καθημερινότητα εδώ είναι σκληρή», παραδέχεται ο ίδιος λέγοντας πως από την Ελλάδα αυτό που του λείπει είναι κυρίως η ποιότητα ζωής. «Η εικόνα του μετανάστη που ευημερεί στο εξωτερικό είναι μόνο μια πλευρά του νομίσματος. Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι χθες μπορεί να περίμενα 40 λεπτά όρθιος μόνο και μόνο επειδή χάλασε ένα ασανσέρ;».

Θεόδωρος Κουτμερίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης

Μια διαφορετική θέαση των πραγμάτων έχει ο Θεόδωρος Κουτμερίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, ο οποίος έχει βραβευτεί μάλιστα με το με το Henry Duncan Medal «για την εξαιρετική του δουλειά στην οικονομία».

«Θεωρώ τον εαυτό μου πολίτη του κόσμου και παρόλο που ζω στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Εδιμβούργο παρακολουθώ πολύ στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα, στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό αποφεύγω να χρησιμοποιώ τον όρο “έφυγα στο εξωτερικό”», αναφέρει ο ίδιος. Ο Θεόδωρος, ο οποίος κατάγεται από τις Σέρρες μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στα Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας συνέχισε τις σπουδές του Ηνωμένο Βασίλειο στο Πανεπιστήμιο του Warwick. «Η απόφαση αυτή ήταν συνέπεια δύο καθοριστικών παραγόντων: πρώτον, η ποιότητα των σπουδών στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού που με δέχθηκαν να φοιτήσω, και δεύτερον, η δίψα μου για να γνωρίσω νέες κουλτούρες και πολιτισμούς. Σε μία περίοδο άρνησης της επιστημονικής γνώσης και αντι-παγκοσμιοποίησης, παραμένω βαθιά διεθνιστής και ορθολογικός», τονίζει.

«Οι συνθήκες που ευνοούν την επαγγελματική εξέλιξη των Ελλήνων σε κάποιες χώρες του εξωτερικού μπορούν να συμπυκνωθούν στο τρίπτυχο: ευκαιρίες, αξιοκρατία και πολυπολιτισμικότητα. Ο συνδυασμός αυτός συναντάται πιο γνήσια σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και σε κάποιες χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρ’ όλ’ αυτά, τα φαινόμενα Trump, Brexit και γενικότερα η έξαρση του λαϊκισμού και της ξενοφοβίας, θέτουν σε κίνδυνο το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα αυτών των προηγμένων κρατών, που δεν είναι άλλο από το ανθρώπινο κεφάλαιο που μετουσιώνεται σε καινοτομία και ανάπτυξη. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, ώστε όχι μόνο να επαναπατρίσει ή να αξιοποιήσει κάποιους από τους Έλληνες της διασποράς, αλλά και να έλξει ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο από μη Έλληνες που κατοικούν στο εξωτερικό», αναφέρει.

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι προς το παρόν δεν σκέφτεται να γυρίσει μόνιμα στην Ελλάδα, κυρίως γιατί έχει τη δυνατότητα να επισκέπτεται συχνά την πατρίδα και γιατί του αρέσει η επαγγελματική και προσωπική του ζωή στο εξωτερικό. Μάλιστα προτείνει έναν άλλον δρόμο προσέγγισης του ανθρώπινου κεφαλαίου που έφυγε εκτός Ελλάδας διευκρινίζοντας ότι ο βασικός στόχος δεν θα έπρεπε να είναι ο πλήρης επαναπατρισμός των Ελλήνων της διασποράς,

«Αυτό που θα ήθελα πραγματικά θα ήταν να μπορούσα να αξιοποιήσω κάποιες από τις γνώσεις που απέκτησα τα τελευταία πάνω από δέκα χρόνια που ζω στο Ηνωμένο Βασίλειο και να γίνω πιο χρήσιμος για την Ελλάδα. Θεωρώ ότι υπάρχει ένα διεθνές ανθρώπινο κεφάλαιο της διασποράς το οποίο παραμένει ανεκμετάλλευτο. Θα ήταν πραγματικά ευτύχημα εάν δημιουργούνταν μια διακομματική συναίνεση για τη θέσπιση θεσμών προς αυτή την κατεύθυνση. Το κεντρικό μήνυμα είναι ότι δεν θα έπρεπε ο βασικός στόχος να είναι ο πλήρης επαναπατρισμός των Ελλήνων της διασποράς, αλλά η αξιοποίηση τους όσο ακόμα διατηρούν καθοριστικές θέσεις στο εξωτερικό. Σε μία παγκόσμια ψηφιακή οικονομία ο τόπος κατοικίας δεν έχει μεγάλη σημασία, αυτό που μετράει είναι να επιτραπεί στους Έλληνες του εξωτερικού να γίνουν χρήσιμοι για την πατρίδα, μέσα από τη δημιουργία ερευνητικών κέντρων και κέντρων καινοτομίας. Η Ελλάδα έχει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ιστορίας, του πολιτισμού και του καταπληκτικού κλίματος, τα οποία πρέπει να συνδυαστούν με την άντληση διεθνούς ανθρωπίνου κεφαλαίου. Όταν και αν υπάρξει ένα τέτοιο ανιδιοτελές προσκλητήριο, οι περισσότεροι από εμάς θα χαρούμε να υπηρετήσουμε την Ελλάδα και θα το κάνουμε ακόμα και με προσωπικό κόστος. Μέχρι τότε παρακολουθούμε στενά και με αγωνία τις εξελίξεις και παραμένουμε έτοιμοι για να συμβάλουμε ο καθένας από το δικό του μετερίζι», αναφέρει.