Skip to main content

Τρεις απαραίτητες παρεμβάσεις για την εποχή μετά τον κορωνοϊό

Αντί να ακολουθήσουμε την πεπατημένη της οικονομικής κρίσης, που μας πήρε δέκα χρόνια να βγούμε στο ξέφωτο, μήπως να υιοθετούσαμε άλλο μοντέλο;

Η νέα οικονομική πραγματικότητα στην οποία καλούμαστε να μεταβούμε βιαίως, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού είναι ήδη εδώ. Μπορεί να μην έχουμε ακόμη μια πλήρη εικόνα της επόμενης μέρας, όμως έχουμε ήδη μια πρώτη και δεν είναι καθόλου ευχάριστη.

Όλοι γινόμαστε κοινωνοί όχι ανησυχιών πλέον, αλλά πραγματικών καταστάσεων, σε μόλις ενάμιση - δυο μήνες κρίσης, που προοιωνίζονται ένα ζοφερό μέλλον για πολλούς. Για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.

Επιχειρηματίες που εισάγουν προϊόντα, πολλά από τα οποία εποχιακά, χάνοντας την πασχαλινή περίοδο στην καλύτερη περίπτωση στοκάρουν τα φορτία για ένα χρόνο. Φορτώνονται με χρέη και καλούνται να τα βγάλουν πέρα με τα όποια αποθέματα. Τα έξοδα ακόμη και σε όσους έκλεισαν 'τρέχουν', ενώ όσοι αντέξουν και ξανανοίξουν καλούνται να κάνουν μια νέα επιχειρηματική αρχή σε ένα εντελώς νέο περιβάλλον.

Επιχειρηματίες που εξάγουν προϊόντα αναζητούν λύση στην εσωτερική κατανάλωση, η οποία εκ των πραγμάτων περιορίζεται. Το ίδιο ισχύει και για τους παραγωγούς εξαγώγιμων προϊόντων, αλλά και για το σύνολο του πρωτογενούς τομέα. Έχω αναφερθεί ήδη στο πρόβλημα των κτηνοτρόφων φέτος.

Στον τουρισμό, που με τους συνοδούς εξαρτώμενους κλάδους αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας, οι πιο αισιόδοξες απόψεις αναφέρουν ότι εφόσον ο εφιάλτης τελειώσει εγκαίρως μπορεί οι επιπτώσεις να είναι μεγάλες, αλλά σε σχέση με την απόλυτη καταστροφή και την κατάρρευση όχι μοιραίες. Μοιραίες μπορούν να αποδειχτούν σε όχι και τόσο ακραία σενάρια... στους επόμενους μήνες.

Στο εμπόριο και την εστίαση είναι προφανές ότι μετά την παρέλευση της κρίσης, όσοι μπορέσουν να ανοίξουν επενδύουν στην ψυχολογία των καταναλωτών. Προσεύχονται να υπάρχει κατανάλωση που θα καλύψει τις τεράστιες απώλειες των «λουκέτων». Με πόσους εργαζόμενους θα συνεχίσουν όσοι συνεχίσουν είναι ένα άλλο θέμα.

Δεν επεκτείνομαι σε άλλους τομείς, διότι όλοι αναγνωρίζουν τις αντίστοιχες δραματικές επιπτώσεις.

Με την εκτόξευση της ανεργίας, τη μείωση της απασχόλησης, τα «λουκέτα», τον περιορισμό των εισοδημάτων και την απώλεια επενδύσεων και ανάπτυξης, οι πολίτες, οι εργαζόμενοι, ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι κτλ. φτωχοποιούνται περαιτέρω. Η αγοραστική δύναμη, που περιορίζεται, μειώνει την κατανάλωση και τα προβλήματα είναι αλυσιδωτά σε όλη την οικονομία.

Οι διαπιστώσεις αυτές συνιστούν ένα εκρηκτικό μίγμα, με το οποίο οφείλει να ασχοληθεί εγκαίρως η κυβέρνηση, αλλά και όλο το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας, ώστε να γίνει η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις.

Τι μάθαμε –αν μάθαμε- από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα; Διότι αν μάθαμε, που έπρεπε, τότε θα μπορέσουμε πιθανώς να μεταβούμε πιο ομαλά στην επόμενη μέρα αυτής της κρίσης.

Μάθαμε ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους στις επιχειρήσεις, η σκληρή λιτότητα, οι μνημονιακές πολιτικές, οι περικοπές, δε λύνουν, αλλά μεταθέτουν τα προβλήματα και δημιουργούν νέα. Να μην αναφερθώ στα θύματα αυτών των πολιτικών, στην ανισοκατανομή των βαρών, στα κέρδη κάποιων συγκεκριμένων κτλ. Η απάντηση στην οικονομική κρίση (με τον κίνδυνο να υπεραπλουστεύω τα πράγματα) ήταν η ανάπτυξη.

Θεωρώ ότι και τώρα, στην πανδημία του κορωνοϊού η ίδια απάντηση χρειάζεται να δοθεί.

Δυστυχώς, στη σημερινή συγκυρία είναι αδόκιμο να μιλάμε για επενδύσεις. Η κυβέρνηση της ΝΔ που την εμπιστεύτηκε η πλειοψηφία των πολιτών με κυρίαρχο σύνθημα την ανάπτυξη και τις επενδύσεις έχασε με την πανδημία του κορωνοϊού ένα σημαντικό όπλο. Πλέον χρειάζεται να αναθεωρήσει την οικονομική πολιτική της βίαια. Να βρει γρήγορα ένα άλλο μοντέλο, το οποίο μάλιστα να «κουμπώνει» και στις διεθνείς εξελίξεις, αφού επηρεαζόμαστε θέλοντας και μη από την παγκόσμια εξέλιξη της κρίσης.

Όπως ορθώς λένε κυβερνητικά στελέχη, «γυρίσαμε δυο χρόνια πίσω». Κι αυτό με τα σημερινά (όχι τραγικά όσο σε άλλες χώρες) δεδομένα...

Ο προβληματισμός αυτός που διατρέχει πλέον όλη την ελληνική κοινωνία (χωρίς να παραγνωρίζουμε την αξία της υγείας και της ζωής, που είναι πέρα και πάνω από όλους και όλα) οφείλει να βασιστεί και σε όσα μας έμαθε η δεκαετής οικονομική κρίση, από την οποία μόλις και μετά βίας προλάβαμε να βγούμε.

Το πρώτο που περνά από το δικό μου μυαλό είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις την επόμενη μέρα. Εισαγόμενο χρήμα και κατανάλωση δύσκολα θα δούμε το επόμενο διάστημα. Να δούμε δηλαδή τον πρωτογενή τομέα μας (κυρίως αυτόν), τη βιομηχανία μας και τις δυνατότητες της χώρας, να ιεραρχήσουμε τις όποιες δημόσιες επενδύσεις υπέρ της ενίσχυσης των συγκεκριμένων δυναμικών κλάδων, να αξιολογήσουμε τις δυνατότητες κάθε περιοχής και τα ιδιαίτερα ή τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και με στοχευμένο τρόπο να δημιουργήσουμε το νέο αναπτυξιακό πλαίσιο.

Το δεύτερο είναι η ανάγκη για ενίσχυση των οικονομικών των νοικοκυριών. Εξαιρετικά δύσκολη άσκηση, όμως πρέπει να πέσουν όλοι με τα μούτρα στην αντίθετη λογική από εκείνη που ακολουθήθηκε (αποτυχημένα) επί χρόνια στην οικονομική κρίση. Θεωρώ ότι τυχόν μείωση των μισθών και των ημερομισθίων θα δημιουργήσει εκρηκτικά φαινόμενα σε μια κοινωνία, που βγήκε από μια πολυετή δοκιμασία της τσέπης της. Αντί να σκέφτονται ορισμένοι τις εύκολες λύσεις της μείωσης μισθών, καλό θα ήταν να σκεφτούν το αντίθετο. Τη σταθεροποίηση και γιατί όχι την αύξησή τους. Διότι τα χρήματα που δίνονται για μισθούς επιστρέφουν άμεσα στην οικονομία, την κινούν, ενισχύουν την κατανάλωση και αλυσιδωτά ευνοούν το μοντέλο της αγοράς που συνηθίσαμε. Σε άλλη περίπτωση, η περαιτέρω φτωχοποίηση θα σημάνει κατάρρευση και πτώχευση. Κι αυτό δεν το λέω εγώ με τις φτωχές οικονομικές γνώσεις μου. Το λέει όλη η αγορά, το λένε επιφανείς οικονομολόγοι εντός και εκτός Ελλάδας. Γνωρίζω ότι οι δυνατότητες είναι και θα είναι περιορισμένες, όμως οφείλουμε να τις εξαντλήσουμε στον κοινό –ελπίζω- στόχο της επανεκκίνησης της οικονομίας. Θυμίζω άλλωστε τη γνωστή «καραμέλα» των υπέρμαχων της ελεύθερης αγοράς: «Η αγορά είναι πρωτίστως ψυχολογία».

Το τρίτο είναι η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, σε συνδυασμό με τη συγκράτηση και σταδιακά τον περιορισμό της ανεργίας. Οι επιχειρήσεις θα χρειαστούν στήριξη και τον τρόπο τον ξέρει η οικονομική ηγεσία του τόπου και το τραπεζικό σύστημα. Εκεί χρειάζονται παρεμβάσεις, ώστε η υγιής επιχειρηματικότητα να ξανασταθεί στα πόδια της. Και πιθανώς μια βιομηχανική αναδιάρθρωση, ώστε να επενδύει στην κάλυψη των εγχώριων αναγκών κυρίως. Οι εξαγωγές αποτέλεσαν στο προηγούμενο διάστημα πυλώνα στήριξης της ανάπτυξης. Στη μετά τον κορωνοϊό εποχή δεν το νομίζω και εύχομαι να διαψευστώ.

Σκέφτομαι πολλά ακόμη, όμως θεωρώ ότι αυτές οι τρεις παρεμβάσεις είναι από τις πλέον κρίσιμες και οφείλουν να περιληφθούν στο κυβερνητικό σχέδιο της επόμενης μέρας.

Και αυτό το σχέδιο δεν μπορούμε να το περιμένουμε από το εξωτερικό. Πρέπει να προσαρμοστούμε με βάση τα δικά μας δεδομένα. Δεν είναι πάντα ανάγκη να αντιγράφουμε ή να καθοδηγούμαστε από άλλους. Με ισχυρό πρωτογενή τομέα, με διασφάλιση επάρκειας στα βασικά είδη, με ισχυρό οικονομικά εργατικό δυναμικό και με μια βιομηχανία προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης, μπορούμε ίσως να κάνουμε πιο καλή την επόμενη μέρα.

Θυμίζουν όλα αυτά ίσως μια κλειστή οικονομία. Δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να υπαινιχθώ μια τέτοια στροφή. Θα εισάγουμε έτσι κι αλλιώς προϊόντα, θα εξάγουμε έτσι κι αλλιώς προϊόντα. Δε θα σταματήσει όλο αυτό. Θέλω να επισημάνω μόνο ότι παράγοντας και καταναλώνοντας κυρίως τα δικά μας προϊόντα, ενισχύουμε συνολικά την οικονομία μας. Οδηγούμαστε σε μια σχετική απεξάρτηση από τα ξένα κεφάλαια και πάρα τις όποιες ελλείψεις και μπορούμε να ξεπεράσουμε λιγότερο επώδυνα το επερχόμενο «τσουνάμι». Άσε δηλαδή που ένα τέτοιο μοντέλο μπορεί να αποτινάξει επιτέλους το φαινόμενο της ξενομανίας από τις αγοραστικές μας συνήθειες, που ακόμη για μια σειρά από αγαθά παραμένει ισχυρό.