Skip to main content

Τρεις βάσιμοι λόγοι για να μην ανοίξουν ξανά τα δημοτικά σχολεία

Στα δημοτικά σχολεία οι ιδιαιτερότητες είναι πολλές από τις υποδομές υγιεινής μέχρι τη μετάβαση και την αποχώρηση των μικρών παιδιών.

Το κλείσιμο των σχολείων -και γενικότερα κάθε κλασικού τύπου εκπαιδευτικής διαδικασίας και δραστηριότητας- στις 12 Μαρτίου ήταν η πρώτη ουσιαστική κίνηση που έκανε η κυβέρνηση καθ’ οδόν προς ένα ευρύτερο lockdown της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα εξαιτίας του κορωνοϊού.

Όπως αποδείχθηκε ήταν μια σωστή απόφαση, η οποία μαζί με όσες ακόμη ακολούθησαν στην ίδια περιοριστική κατεύθυνση, συνέβαλε στην ανάσχεση της πανδημίας στη χώρα μας, όπου η καμπύλη του κορωνοϊού βαίνει μειούμενη. Ως αποτέλεσμα συζητούμε τη σταδιακή άρση των μέτρων. Και αν για καταστήματα και άλλες επιχειρήσεις το ζητούμενο είναι ο χρόνος που θα ανοίξουν και οι συνθήκες λειτουργίας, για τα σχολεία τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα.

Ιδιαίτερα για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στην οποία οι ιδιαιτερότητες είναι πολλές και σε σημαντικό βαθμό αντικειμενικές. Τα πιθανά προβλήματα καταγράφονται τις τελευταίες ημέρες στις επαφές των εκπαιδευτικών, οι οποίοι πέρα από τα συστήματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για τα οποία συνεργάζονται, συζητούν και για τις προοπτικές επανόδου τους στις τάξεις, μέσα στην τρέχουσα σχολική χρονιά.

Σημειώστε:
Πρώτον, οι υποδομές υγιεινής στα περισσότερα σχολεία είναι οριακές και όπως κατά καιρούς αναφέρουν δάσκαλοι και καθαριστές αναγκάζονται συχνά να παρεμβαίνουν για να τηρείται η τάξη και να μην αντιμετωπίζονται οι συγκεκριμένοι χώροι ως ευκαιρία για παιχνίδι. Ήδη από την πλευρά της πολιτείας έχει ξεκινήσει μια πρώτη καταγραφή του ποια ακριβώς είναι η κατάσταση στις υποδομές υγιεινής, αλλά και οι πρώτοι υπολογισμοί για το πώς μπορεί η εικόνα να βελτιωθεί, με βάση τα νέα δεδομένα που θέτει ο κορωνοϊός.

Πρώτο συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν πρόσθετα έργα σε όλα τα σχολεία, κάτι που απαιτεί χρόνο και αρκετά χρήματα, δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για όλα τα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα. Ακόμη και αν τα χρήματα βρεθούν ενδεχομένως να μη φτάνει ούτε καν το καλοκαίρι για την ολοκλήρωση των έργων παντού…

Δεύτερον, στη μετάβαση και στην αποχώρηση των μικρών παιδιών από τα σχολεία συμβάλλουν ουσιαστικά οι γιαγιάδες και οι παππούδες, οι οποίοι εξυπηρετούν τους γονείς που δουλεύουν. Πώς θα ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα εάν θέλουμε να προστατεύσουμε τους μεγαλύτερους σε ηλικία; Ειδικά εάν τα μαθήματα γίνονται σπαστά σε μέρες και ώρες για κάθε τάξη, οπότε το ωράριο προσέλευσης και αποχώρησης θα είναι εξαιρετικά εξειδικευμένο;

Τρίτον, είναι δεδομένο ότι η επιβολή ισχυρής πειθαρχίας στην παραμικρή της λεπτομέρεια -για παράδειγμα στη χρήση μάσκας και στο συχνό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών- δεν είναι αυτονόητη για τα μικρά παιδιά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βασιστεί στην υπευθυνότητα ανθρώπων, οι οποίοι λόγω ηλικίας συχνά αφαιρούνται και ξεχνιούνται.

Αυτές οι απλές για την καθημερινότητα των σχολείων καταστάσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τελικά τουλάχιστον τα δημοτικά σχολεία δύσκολα θα ανοίξουν τη φετινή χρονιά. Τα μαθήματα θα συνεχιστούν εξ αποστάσεως για όσα παιδιά έχουν τις τεχνολογικές δυνατότητες. Σαφώς είναι τα περισσότερα, αλλά όχι όλα, όπως δείχνει η εμπειρία της Θεσσαλονίκης, καθώς οι δάσκαλοι κρατούν την επικοινωνία με μαθητές και γονείς, ενημερώνονται και καταγράφουν.

Βέβαια, εάν τα δημοτικά σχολεία δεν ανοίξουν, οι γονείς θα πρέπει να παραμείνουν σπίτι για να προσέχουν τα παιδιά. Με ότι (μπορεί να) σημαίνει κάτι τέτοιο για τις δουλειές τους.

Συμπέρασμα: δικαιώνονται όσοι πιστεύουν ότι τόσο ουσιαστικά, όσο και συμβολικά η κανονικότητα θα επανέλθει στην κοινωνία μόνο όταν μαθητές και εκπαιδευτικοί θα επιστρέψουν στις τάξεις τους. Κανονικά και με ασφάλεια.