Skip to main content

Τσιόδρας - Λύτρας υπογραμμίζουν για μία ακόμη φορά τη δραματική υστέρηση της Θεσσαλονίκης

O αθηνοκεντρισμός που πιστοποιημένα υπάρχει σε όλες τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας, επηρεάζει ενίοτε και τον θάνατο των ανθρώπων

Η δημοσιοποίηση της μελέτης των καθηγητών Τσιόδρα και Λύτρα προκάλεσε αντιδράσεις και ήδη παράγει αποτελέσματα. Λόγω της συγκυρίας το θέμα της θνητότητας στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας αρχικά πολιτικοποιήθηκε, στη συνέχεια ποινικοποιήθηκε και εσχάτως πυροδότησε και επιστημονικές κόντρες και διαφωνίες. Η κυβέρνηση έδειξε να τα έχει χαμένα και ο χειρισμός του θέματος στη λογική «ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τίποτα» θα διδάσκετε στα μαθήματα επικοινωνίας ως παράδειγμα προς αποφυγή. Ταυτόχρονα, η μελέτη «κατάφερε» να κάνει μαλλιά κουβάρια την αξιωματική αντιπολίτευση και να αποτελέσει την αφορμή για την πρώτη διαγραφή του Αλέξη Τσίπρα. Η ίδια μελέτη, επίσης, θα αποτελέσει βασικό στοιχείο στην δικαστική διερεύνηση των καταγγελιών της ΠΟΕΔΗΝ, του συνδικαλιστικού οργάνου των υγειονομικών του ΕΣΥ, περί υπάρξεως VIP ΜΕΘ ή σε κάθε περίπτωση περί επιλεκτικής χρήσης των νοσοκομειακών υποδομών. Σε ένα διαφορετικό επίπεδο δύο διακεκριμένοι καθηγητές της Ιατρικής, η Μίνα Γκάγκα, που αυτή την περίοδο είναι αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, και ο Γκίκας Μαγιορκίνης, ο οποίος ενημερώνει τον τελευταίο χρόνο για την πορεία της πανδημίας, εκ μέρους του υπουργείου Υγείας, εκφράζουν ανοιχτά τη διαφωνία τους ή τις αμφιβολίες τους για τον τρόπο που έγινε η μελέτη και για τα συμπεράσματά της. Λες και λίγα θέματα είχαμε για να αντιπαρατεθούμε πολιτικά, για να διερευνήσουμε δικαστικά ή να διαφωνήσουμε επιστημονικά.

Διαβάστε: Καμπανάκι από τη μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα: Η πίεση στα νοσοκομεία αυξάνει τη θνητότητα στις ΜΕΘ

Κι όμως το κυριότερο εύρημα της μελέτης, τουλάχιστον με βάση το μέγεθος του προβλήματος και τις δεκαετίες που διαιωνίζεται, πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Κι ας …χτυπιέται ο ένας από τους δύο μελετητές, ο καθηγητής Θοδωρής Λύτρας, ο οποίος στις πυκνές τις τελευταίες ημέρες δηλώσεις του επισημαίνει την «απαράδεκτη υγειονομική ανισότητα», που επικρατεί στη χώρα, καθώς «με ίδιο υγειονομικό φόρτο ασθενών φαίνεται ότι εκτός Αττικής έχει κανείς χειρότερες πιθανότητες επιβίωσης, κατά 35% στη Θεσσαλονίκη και κατά 40% στην υπόλοιπη χώρα». Τι σημαίνει αυτό; Ότι ακόμη και η ανθρώπινη ζωή στην Ελλάδα μπαίνει στο λογαριασμό της οργανωτικής και λειτουργικής κατάστασης του κράτους. Ότι ο αθηνοκεντρισμός που πιστοποιημένα υπάρχει στην οικονομία, στην επιχειρηματικότητα, στο ποδόσφαιρο και όλα εν γένει τα αθλήματα, όπως και σε πολλούς ακόμη τομείς, επηρεάζει όχι μόνο τη ζωή των ανθρώπων, ενίοτε και τον θάνατο τους. Η Παλιά Ελλάδα και οι Νέες Χώρες στην πιο ανατριχιαστικό κοντράστ συναισθημάτων, εντυπώσεων και ουσίας. Μια κατάσταση που μοιάζει βγαλμένη από θρίλερ του Τζον Κάρπεντερ, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή.

Προφανώς η δημόσια συζήτηση, ακόμη και για την πανδημία, δεν μπορεί να γίνεται πάνω σε πτώματα. Απλώς η φρικιαστική αυτή εικόνα καλό θα ήταν να οδηγήσει σε κάποιες αποφάσεις και αλλαγή κατεύθυνσης. Διότι προφανώς η κατάσταση των νοσοκομείων και η προφορά ιατρικών και υγειονομικών υπηρεσιών ακολουθεί τη γενικότερη εικόνα. Δυστυχώς! Η ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης και η ανάγκη για περιφερειακές συγκλίσεις, που είναι τόσο της μόδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως συστατικό κομμάτι του μπλοκ, παραμένει μέγα ζητούμενο για την Ελλάδα. Αλλά και βασική προτεραιότητα, εάν η χώρα θέλει να αλλάξει επίπεδο και από παρίας και επαίτης της Ευρωζώνης να εξελιχθεί σε ισότιμο μέλος στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη το συμπέρασμα είναι ακόμη πιο σκληρό: τα μεγάλα νοσοκομεία για τα οποία υπερηφανεύεται η πόλη, όπως είναι το ΑΧΕΠΑ, το Παπαγεωργίου, το Ιπποκράτειο και το Παπανικολάου, είναι -σε αυτή τη φάση τουλάχιστον- εγγύτερα σε επιδόσεις με τα νοσοκομεία της ελληνικής περιφέρειας, παρά με τα νοσοκομεία της Αττικής.

Το λυπηρό είναι ότι δεκαετίες τώρα το συγκεκριμένο θέμα δεν απασχολεί την τοπική κοινωνία. Δεν απασχολεί καν το πολιτικό προσωπικό της πόλης, αφού ούτε οι υποψήφιοι στις εθνικές εκλογές, ούτε όσοι διεκδικούν ρόλο στις αυτοδιοικητικές δομές το αναφέρουν. Το προσπερνούν σα να μην υπάρχει. Σαν η κατά Λύτρα «απαράδεκτη υγειονομική ανισότητα» να εκτιμάται από αυτούς που διεκδικούν να εκπροσωπήσουν την τοπική κοινωνία ως ένα δευτερεύον και επουσιώδες ζήτημα.