Skip to main content

Τσιτσάνης και Ντιούκ Έλινγκτον γείτονες στην Προξένου Κορομηλά

Η μουσική όπως και οι ιστορίες, χωρίς εσωτερικό ρυθμό δεν είναι παρά ήχοι, ενδεχομένως τακτοποιημένοι και οργανωμένοι, αλλά πάντως ήχοι.

Οι ιστορίες εάν δεν έχουν εσωτερικό ρυθμό δεν είναι ιστορίες, είναι –στην καλύτερη περίπτωση- κουβέντες. Το ίδιο και η μουσική. Χωρίς εσωτερικό ρυθμό δεν είναι παρά ήχοι, ενδεχομένως τακτοποιημένοι και οργανωμένοι, αλλά πάντως ήχοι. Χωρίς επιδραστικότητα. Χωρίς διείσδυση. Χωρίς μαγεία. Κατά μείζονα λόγο οι μουσικές ιστορίες και οι ιστορίες για τη μουσική εάν περιέχουν μόνο πληροφορίες, αλλά στερούνται ατμόσφαιρας, δεν εξυπηρετούν παρά μόνο εγκυκλοπαιδικές ανάγκες. Αντίθετα, για να επιτελέσουν το ρόλο τους, που δεν είναι άλλος από το άνοιγμα των οριζόντων και τη δημιουργία υγρής ατμόσφαιρας που θα στηρίξει τον ακροατή στην προσπάθεια του να ανακαλύψει κάτι βαθύτερο και να απολαύσει το ακρόαμα πολύ περισσότερο, οι μουσικές ιστορίες και οι ιστορίες για τη μουσική, οφείλουν να κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και μυθιστορίας. Να είναι φευγάτες. Να έχουν επεξηγηματικές παύσεις. Να διηγούνται αληθινά γεγονότα και να περιγράφουν πραγματικές καταστάσεις με μυθιστορηματικό τρόπο. Όχι ως ιστορικά μυθιστορήματα με βασιλιάδες, πριγκίπισσες και εκστρατείες, αλλά ως σπονδυλωτά ατμοσφαιρικά νουάρ βιβλία. Με ήρωες οι οποίοι κυκλοφορούν στις σελίδες τους  αναζητώντας –ενίοτε απελπισμένα- τον εαυτό τους για να χαρούν και –κυρίως- για να νιώσουν ικανοποίηση.

Ταυτόχρονα παλεύουν να σηκώσουν την κουρτίνα για να επικοινωνήσουν με τους άλλους –τους δίπλα και τους απέναντι. Άνθρωποι που απεχθάνονται τις στρογγυλοποιήσεις των αισθημάτων. Αντιθέτως έλκονται από τις αιχμηρές γωνίες. Δίνουν σημασία στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας και παραδέχονται τις εμμονές τους, ενίοτε τις διαφημίζουν. Σε αντίθεση με την επίσημη ιστορία, για την οποία η λεπτομέρεια δεν είναι παρά μία… λεπτομέρεια, συχνά ανάξια λόγου. 

Τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τη μουσική, για τους μουσικούς και από τους μουσικούς είναι… άπειρα. Ο χώρος διαθέτει πολλά λαίκά είδωλα, κάποιους διανοούμενους, ενώ αποπνέει γοητεία. Κάτι φυσικό εάν σκεφτεί κανείς ότι η μουσική πετυχαίνει το αδιανόητο. Τη συστολή και διαστολή του χρόνου. Ακόμη και στη μικρή Ελλάδα τα βιβλία αυτών των κατηγοριών είναι πολλά. Πρωτότυπα και μεταφρασμένα. Τα περισσότερα αντιμετωπίζουν τους μουσικούς, συνθέτες, τραγουδιστές ως το επίκεντρο των σελίδων τους. Είναι αυτό που λέμε προσωποκεντρικά και γι’ αυτό με ελάχιστο ενδιαφέρον. Από τα άλλα, όσα μιλούν για τη μουσική ως κοινωνικό φαινόμενο και την αναλύουν ως τέχνη περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στο φιλολογικό ή εγκυκλοπαιδικό επίπεδο. Προφανώς είναι καλό να ξέρουμε που γεννήθηκε ο τάδε συνθέτης, από που επηρεάστηκε ο δείνα τραγουδιστής και πότε έκανε την πρώτη του ηχογράφηση κάποιος τρίτος του κυκλώματος. Αλλά από ένα σημείο και μετά τίποτε από αυτά δε φτάνει. Ούτε καν όλα μαζί.

Η ιστορία μένει μισή. Ή μένει στη μέση, κάτι ακόμη χειρότερο. Διότι τελικά η εγκυκλοπαιδική πληροφορία περιορίζει τον ορίζοντα της μουσικής. Βάζει όρια, σε αρκετές περιπτώσεις στενά και στεγνά. Η «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη γράφτηκε για ένα υπαρκτό πρόσωπο. Μια πανέμορφη, αλλά ταλαιπωρημένη γυναίκα, η Ελίζα, που έχασε τον άντρα που αγαπούσε σε δυστύχημα και περίπου τρελάθηκε. Γυρνούσε σαν χαμένη στην Αθήνα της Κατοχής, έβριζε τους Γερμανούς μέχρι που τη σκότωσαν στη μέση του δρόμου. Όσο κι αν προσπάθησε ένας  σφόδρα ερωτευμένος μαζί της φίλος του Τσιτσάνη, ονόματι Λάκης, δεν κατάφερε να πλησιάσει την ψυχή της, ώστε να τη σώσει. Μόνο ο συνθέτης με το αργό χασάπικο που της έγραψε το 1938 τη συγκίνησε βαθιά. Η πραγματική ιστορία τελειώνει κάπου εδώ, αλλά το τραγούδι από την πρώτη στιγμή –για την ακρίβεια πριν καν γραφτεί- έπαψε να αφορά αποκλειστικά την Ελίζα. Ακόμη και ερήμην του δημιουργού η «Αρχόντισσα» έχει το πρόσωπο της κοπέλας στο απέναντι μπαλκόνι. Την αύρα της αέρινης φιγούρας με το μπλε φόρεμα που ανεβαίνει την πλατεία Αριστοτέλους από τη θάλασσα. Το βλέμμα μιας γυναίκας που προσεκτικά «τρύπωσε» ένα βράδυ στο όνειρο κάποιου άντρα.  
   
Δύο φευγάτα βιβλία

Το ρεμπέτικο και η τζαζ είναι δύο μουσικά είδη με πολλούς πιστούς φίλους στην Ελλάδα. Ακόμη και στις πιο άγονες περιόδους οι άνθρωποι που ακούνε ρεμπέτικα τραγούδια και παρακολουθούν τους τζαζ μουσικούς βρίσκουν την άκρη τους, κάπου ανάμεσα στον αυθορμητισμό, τον αυτοσχεδιασμό και μια βαθιά λαϊκότητα που μόνο οι αυθεντικοί άνθρωποι –και επομένως οι αυθεντικοί μουσικοί- φέρουν στους ώμους τους και επομένως μπορούν να μεταδώσουν. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που μέσα στην μεγάλη μουσική βιβλιογραφία δύο βιβλία, ένα για τη τζαζ κι ένα για το ρεμπέτικο, ξεχωρίζουν. Απαιτητικά βιβλία, που δεν βολεύονται με τις απλές περιγραφές και τις πληροφορίες, οι οποίες –ειρήσθω εν παρόδω- καθόλου δεν λείπουν από τις σελίδες τους, ενσωματωμένες στο ευρύτερο περιβάλλον.    

Πρόκειται για το «Κι όμως, όμορφα…» με τον υπότιτλο «ένα βιβλίο για την τζαζ» του Βρετανού Τζεφ Ντάιερ, που γράφτηκε το 1991, αναθεωρήθηκε το 1996 και μεταφράστηκε στα ελληνικά για τις εκδόσεις «Πάπυρος» το 2008. Όπως με ακρίβεια αναφέρεται στο οπισθόφυλλο «στο βιβλίο μετασχηματίζονται εικόνες, ήχοι και πληροφορίες σε τέχνη του λόγου, μέσα από την οποία ο αναγνώστης αφουγκράζεται τη τζαζ». Ένα χρόνο πριν, το 2007, είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αρμός το βιβλίο του Νίκου Καλαποθάκου «Από το κομπολόι στο ρολόι», με τον υπότιτλο «Μια εσωτερική ιστορία του ρεμπέτικου». Όπως αναφέρεται στο σημείωμα που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Τώρα που η έρευνα έχει συγκεντρώσει την ιστορική πρώτη ύλη όσος αφορά τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο, ήρθε η ώρα να σκεφτούμε το πνεύμα αυτής της μουσικής στάσεως ζωής, που έχει γενναίο μερίδιο στον πολιτισμό των Νεοελλήνων… Το βιβλίο θέλει να ανοίξει το δρόμο που οδηγεί από την ιστορία στο αίσθημα του ρεμπέτικου».

Τα δύο βιβλία δεν αντιμετωπίζουν τη μουσική με την οποία καταπιάνονται από την ίδια αφετηρία. Στο βιβλίο του Ντάιερ αφορμή είναι η δράση των προσώπων. Ακόμη και η καθημερινότητα τους. Οι περιπέτειες του Λέστερ Γιάνγκ, του Θελόνιους Μονκ, του Τσαρλς Μίγκους, του Ντιούκ Έλλιγκτον, του Ντίζι Γκιλέσπι και άλλων, που κάθε μία ξεχωριστά και όλες μαζί βάζουν φωτιά στοπ πνεύμα της τζαζ, μιας μουσικής εκλέυθερης. Μιας μουσικής που είναι κάτι πολύ περισσότερο από μουσική.

Από την πλευρά του ο Καλαποθάκος γράφει για το ρεμπέτικο με αφορμή τους μουσικούς δρόμους, τους χορούς, το εξωκόσμιο και το ενδοκόσμιο, τον έρωτα και το θάνατο, το χρόνο. Αλλά και μουσικούς όπως ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης, αλλά και ο Χατζιδάκις, μάλλον ο πιο… ρεμπέτης από τους μη ρεμπέτες. Κοινό σημείο των δύο βιβλίων, που παραμένουν αταξινόμητα με φιλολογικούς και όρους βιβλιοπωλείων στις προθήκες με την ένδειξη «Μουσική», είναι τα σκαμμένα πρόσωπα, που αντικατοπτρίζουν το μέσα νταμάρι. Το ήρεμο πάθος των μουσικών. Η ιδεολογία και η σιγουριά τους ότι η μουσική, η συγκεκριμένη κάθε φορά μουσική, είναι το πολυτιμότερο πράγμα πάνω στη γη για τους ανθρώπους. Πάνω από την υγεία, το μυαλό και την καρδιά, που έτσι κι αλλιώς συνυπάρχουν σε κάποιον που παίζει μουσική για τη μουσική. Ούτε για τη δόξα, ούτε για τα φράγκα, ούτε για τις γκόμενες, αν και δεν λείπουν όλα αυτά από τις σελίδες και τις ιστορίες τους. Επίσης κοινό σημείο είναι ο δρόμος που δεν τελειώνει ποτέ. Αφού δεν υπάρχει αφετηρία και κατάληξη. Δεν υπάρχει αρχή, μέση, τέλος. Κανένας συγκεκριμένος προορισμός. Δύο βιβλία για το κομοδίνο και τον ταξιδιωτικό καλοκαιρινό σάκο, που διαβάζονται χωρίς καν ηχητική υπόκρουση. Τα ίδια ορίζουν το μουσικό πλαίσιο σε κάθε τυπωμένη γραμμή. Ψιθυρίζουν μελωδίες. Συστήνουν ορχήστρες. Λένε σπαρακτικά τραγούδια, ικανά να σημαδέψουν τη συγκεκριμένη στιγμή. Και την επόμενη. Μέχρι την επόμενη.    



ΥΓ. Ο Ντιούκ (Έλλιγκτον) μισούσε το κρύο και η επιβεβαίωση του Χάρι (που οδηγούσε) ότι δεν νύσταζε πια ήταν αρκετή για να ανεβάσει το παράθυρο. Όσο γρήγορα είχε κρυώσει το αυτοκίνητο, το ίδιο γρήγορα άρχισε να ξαναζεσταίνεται. Αυτή η ξερή, ευχάριστη ζέστη που νιώθει κανείς σε ένα αυτοκίνητο με τα παράθυρα καλά κλεισμένα, αυτή του άρεσε πιο πολύ. Είχε πει πολλές φορές πως ο δρόμος είναι το σπίτι του, κι αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε το αυτοκίνητο ήταν το τζάκι του. Καθισμένος μπροστά με το καλοριφέρ στο τέρμα και το ψυχρό τοπίο να γλυστρά πλάι τους- αυτό ήταν και για τους δυο τους σαν να κάθονται σε πολυθρόνες σε κάποιο παλιό εξοχικό, διαβάζοντας βιβλία γύρω από ένα ανοιχτό τζάκι, κι έξω να πέφτει το χιόνι.

ΥΓ2. Ο Τσιτσάνης προσπάθησε, πρώτος, να ξεκλειδώσει τον διπλοσφραγισμένο στον εαυτό του Νεοέλληνα, πλάθοντας έναν κοινό τόπο συνυπάρξεως για όλους, ως τόπο περισσότερο υπερτοπικό. Στη μουσική του δεν απαιτούσε και δεν προϋπέθετε από τον ακροατή να είναι κάτι σ’ αυτό τον τόπο, αίφνης χασικλής ή περιθωριακός, νικητής ή ηττημένος στον Εμφύλιο, αστός ή χωρικός. Εκείνο που απαιτούσε ήταν η γύμνωση, η απέκδυση από τις συλλογικές, τοπικές ταυτότητες και από το βάρος του παρελθόντος, ώστε το άτομο να κοινωνήσει στον νέο κόσμο. Εξ’ αυτού και το γεγονός ότι και τα «βαριά» του ακόμη τραγούδια διαπνέονται από αεράκι αισιοδοξίας. Ο Τσιτσάνης γίνεται ο πρώτος που εισάγει την ουτοπία στο τραγούδι συνειδητά. Δεν ζει στο παρελθόν για να το προβάλλει ως προσδοκία στο μέλλον. Ξεκόβει με την παράδοση ακριβώς για να την κάνει να ανοίξει και να μυήσει έτσι στο παρόν τον άνθρωπο που έμενε προσκολλημένος στο παρελθόν και παρέμενε αδέξιος στο τώρα.  

ΥΓ3. Δύο αποσπάσματα από τα δύο βιβλία. Για να φανεί ο ρυθμός. Ντιούκ Έλλινγκτον και Βασίλης Τσιτσάνης συγκάτοικοι στην τρέλα δύο εξαιρετικών αναγνωσμάτων, που αξίζουν την προσοχή και τον σεβασμό μας. Όπως ο κ. Βασίλης και ο κ. Δούκας που για δεκαετίες παραμένουν γείτονες σε μια περιποιημένη, βαμμένη πράσινη, πολυκατοικία της Προξένου Κορομηλά, στο κέντρο της ανοιξιάτικης Θεσσαλονίκης.

ΥΓ4. Ειδικά το απόσπασμα από το βιβλίο του Καλαποθάκου για το ρεμπέτικο το αδικεί, επειδή ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολυτονικό και δικούς του ιδιωματισμούς, που αν και απόλυτα κατανοητοί στον αναγνώστη δεν μεταφέρονται αποσπασματικά χωρίς απώλειες. Ελπίζουμε στην κατανόηση του.