Skip to main content

Τζιτζικώστας: Κίνδυνος εδραίωσης «γεωγραφίας της δυσαρέσκειας» στην ΕΕ

Άρθρο του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών Απόστολου Τζιτζικώστα με θέμα τις διαπραγματεύσεις για τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ

Η απόφαση για τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ θα αντικατοπτρίσει την πορεία που θα ακολουθήσουμε, σημειώνει σε άρθρο του ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών και περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, τονίζοντας ότι υπάρχει ακόμη χρόνος «για να αποφευχθεί μια μικρότερη, ασθενέστερη και διαιρεμένη Ευρώπη».

Ζητώντας να «αφουγκραζόμαστε περισσότερο τη φωνή των περιφερειών και των πόλεων», ο κ. Τζιτζικώστας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ένας ισχυρός προϋπολογισμός της ΕΕ πρέπει να εστιάζεται στις επενδύσεις για τη βελτίωση της ζωής των πολιτών στις πόλεις και τις περιφέρειες. «Πρέπει να προασπίζει και να διαφυλάσσει τις πολιτικές που φέρνουν την Ευρώπη πιο κοντά στους πολίτες της και τους πολίτες πιο κοντά στην Ευρώπη», αναφέρει.

Αναλυτικά το άρθρο του κ. Τζιτζικώστα:

«Η μάχη που ξεκίνησε μεταξύ των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ σχετικά με τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ κινδυνεύει να υπονομεύσει σοβαρά και να αποσταθεροποιήσει το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν η ΕΕ άντλησε κάποια διδάγματα από αυτή τη δεκαετία των σοβαρότερων κρίσεων στη μεταπολεμική μας ιστορία και εάν πραγματικά επιθυμεί να επαναπροσεγγίσει τους πολυάριθμους πολίτες που έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην Ένωση, τότε χρειάζεται να αποκτήσει τα κατάλληλα μέσα. Η Ευρώπη χρειάζεται έναν προϋπολογισμό για τους πολίτες, ο οποίος θα βελτιώνει την καθημερινή ζωή τους και συγχρόνως θα επαρκεί για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων. Επίσης, πρέπει να είναι επαρκής και αρκετά ευέλικτος, ώστε να ανταποκρίνεται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σε ολόκληρη την ΕΕ, όπως η πρόσφατη εξάπλωση του κορωνοϊού, και να μετριάσει την επακόλουθη οικονομική κρίση στις περιφέρειες της ΕΕ.

Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι τοπικές αρχές πλήρωσαν το υψηλότερο τίμημα της λιτότητας και οι πολίτες υπέφεραν λόγω των μειωμένων δημόσιων υπηρεσιών και ενισχύσεων. Η μεταναστευτική κρίση κατέδειξε τα όρια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και πολλές τοπικές κοινότητες εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους σε μια στιγμή κατά την οποία είχαν περισσότερο ανάγκη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση του ευρωσκεπτικισμού, καθώς και στη λυπηρή αποχώρηση της τρίτης μεγαλύτερης χώρας της Ένωσης. Η Ευρώπη πρέπει να κατανοήσει πλήρως το δίδαγμα, να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να ανταποκριθεί στην τρέχουσα θεσμική και δημοκρατική κρίση με την οποία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη.

Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) δεν ήταν το «μήνυμα αφύπνισης» που ανέμεναν πολλοί. Η απογοήτευση και ο διχασμός που εκδηλώθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της ΕΕ έφεραν για άλλη μια φορά στο φως το γεγονός ότι η δισδιάστατη ευρωπαϊκή πολιτική —η οποία εφαρμόζεται ως επί το πλείστον μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των εθνικών κυβερνήσεων— δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Πάρα πολλοί πολίτες αισθάνονται σήμερα αγνοημένοι  και παραμελημένοι.

Για να μπορέσει η Ευρώπη να διδαχθεί από τα σφάλματα του παρελθόντος και να προχωρήσει προς το μέλλον, θα πρέπει πλέον να αποδείξει ότι μπορεί να αφουγκράζεται και να αλλάζει. Ένας ισχυρός προϋπολογισμός της ΕΕ πρέπει να εστιάζεται στις επενδύσεις για τη βελτίωση της ζωής των πολιτών στις πόλεις και τις περιφέρειες. Πρέπει να προασπίζει και να διαφυλάσσει τις πολιτικές που φέρνουν την Ευρώπη πιο κοντά στους πολίτες της και τους πολίτες πιο κοντά στην Ευρώπη. Οι διαπραγματεύσεις δεν μπορούν να παραβλέψουν το γεγονός ότι, στην πλειονότητα των κρατών μελών, η χρηματοδότηση της ΕΕ προς όφελος των περιφερειακών ταμείων (πολιτική συνοχής), της γεωργίας και της αγροτικής ανάπτυξης αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των συνολικών δημόσιων επενδύσεων. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί μόνον έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης της ΕΕ, αλλά συμβάλλει επίσης στην τόνωση της βιώσιμης ανάπτυξης, στη δημιουργίας θέσεων εργασίας και στην ενδυνάμωσης της ενιαίας αγοράς από την οποία επωφελούμαστε όλοι μας.

Τα χρήματα των φορολογουμένων πρέπει να συνεχίσουν να επενδύονται στις τοπικές κοινότητες διότι αυτό ωφελεί τόσο τους καθαρούς συνεισφέροντες όσο και τους καθαρούς αποδέκτες του προϋπολογισμού της ΕΕ. Η μείωση των κονδυλίων της ΕΕ για τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τις τοπικές μεταφορές, το περιβάλλον, τα πανεπιστήμια και τις μικρές επιχειρήσεις θα ήταν αποτυχία για τους πολίτες και δώρο για τον λαϊκισμό.

Το ζητούμενο δεν είναι η υπεράσπιση των «παλαιών πολιτικών της ΕΕ». Αντιθέτως, οι πολίτες μας ζητούν από την Ευρώπη —και από τις εθνικές κυβερνήσεις— να κατανοήσουν καλύτερα και να ανταποκριθούν στις ριζικές αλλαγές των σημερινών πράσινων, ψηφιακών και δημογραφικών επαναστάσεων. Οι πολιτικές συνοχής και αγροτικής ανάπτυξης της ΕΕ έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων στην περιοχή σε τοπικό επίπεδο, στις κοινότητές μας. Η επιτυχία ή η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας —η οποία προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να επιτύχει η Ευρώπη ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα έως το 2050— θα καθοριστεί στις περιφέρειες και τις πόλεις, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή το 70% των μέτρων άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής και σχεδόν το 90% των μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Η στρατηγική της ΕΕ πρέπει να βασιστεί στην εμπειρία τους και να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους.

Το ψηφιακό χάσμα στις περιφέρειές μας επιδεινώνει επίσης τις ανισότητες και την παρακμή των αγροτικών περιοχών, παρεμποδίζοντας συγχρόνως τις φιλοδοξίες μας για την ενέργεια και το κλίμα. Για τη γεφύρωση αυτού του χάσματος και την υλοποίηση κοινών καινοτομιών, καθώς και για την προώθηση των επενδύσεων σε νεοσύστατες επιχειρήσεις και σε έξυπνες τεχνολογίες, χρειάζεται μια ευρωπαϊκή προσέγγιση συνοδευόμενη από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Πάνω από το 40% των ευρωπαϊκών περιφερειών χάνουν πληθυσμό, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και μεσαίες πόλεις αντιμετωπίζουν κίνδυνο πληθυσμιακής συρρίκνωσης και υποβάθμισης. Εάν μειώσουμε τις επενδύσεις της ΕΕ για την επανεξισορρόπηση αυτής της τάσης, υπάρχει κίνδυνος να εδραιωθεί μια «γεωγραφία της δυσαρέσκειας», στο πλαίσιο της οποίας οι κάτοικοι υποβαθμισμένων περιοχών θα γυρίζουν την πλάτη τους στο κατεστημένο σύστημα και στην Ευρώπη.  

Η απόφαση για τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ θα αντικατοπτρίσει την πορεία που θα ακολουθήσουμε. Υπάρχει ακόμη χρόνος για να αποφευχθεί μια μικρότερη, ασθενέστερη και διαιρεμένη Ευρώπη. Μια καλή αρχή θα ήταν να αφουγκραζόμαστε περισσότερο τη φωνή των περιφερειών και των πόλεων».