Skip to main content

Βαληνάκης: Οι διερευνητικές επαφές είναι πνευματικό τέκνο του Σημίτη

Ο υφυπουργός των κυβερνήσεων Καραμανλή σε μια συνέντευξη – παρέμβαση στη Voria.gr για τα ελληνοτουρκικά και τις τρέχουσες εξελίξεις.

Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι από τους λίγους ανθρώπους που επί πολλά χρόνια έχουν χειριστεί τα εθνικά θέματα της χώρας και παραμένει συνεπής στις απόψεις του όχι μόνον στην ενεργό πολιτική, από την οποία αποχώρησε μετά τις εκλογές του 2009, ή στην πανεπιστημιακή καριέρα του, αλλά στην καθημερινότητά του, καθώς ποτέ δεν έπαψε να ασχολείται και να καταθέτει χωρίς περιστροφές τις απόψεις του για τις εξελίξεις, ειδικά στα ελληνοτουρκικά.

Οι τρέχουσες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και στις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας, ο άτυπος διάλογος ανάμεσα σε δυο πρώην πρωθυπουργούς της χώρας, τον Κώστα Σημίτη και τον Κώστα Καραμανλή, η πορεία των διερευνητικών επαφών και τα ενταξιακά ζητήματα, θεωρήθηκαν από τη Voria.gr το κατάλληλο πλαίσιο για να ζητήσει απαντήσεις από έναν άνθρωπο, που με νηφαλιότητα πάντα και με παρρησία καταθέτει δημοσίως την άποψή του.

Ο κ. Βαληνάκης, που σηματοδοτεί ως πρόσωπο τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Κώστα Καραμανλή, προφανώς και υπερασπίζεται την πολιτική των κυβερνήσεων εκείνης της περιόδου, πολιτική που συνδιαμόρφωσε και ο ίδιος.

Αυτό σε τίποτα δεν απομειώνει την αξία των απαντήσεών του. Αντιθέτως, η διάθεσή του να εξηγήσει με επιχειρήματα και γεγονότα και αξιοποιώντας τη μεγάλη εμπειρία του από τις διεθνείς σχέσεις τις τρέχουσες εξελίξεις «φωτίζει» όσα σήμερα συμβαίνουν και όσα έχουμε μπροστά μας ως χώρα.

Ο κ. Βαληνάκης παίρνει θέση στην «κόντρα» Σημίτη – Καραμανλή. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όμως παίρνει ξεκάθαρη θέση και στο χειρισμό των ελληνοτουρκικών από τη σημερινή κυβέρνηση. Θέση, η οποία προβληματίζει, καθώς επισημαίνει ότι η κυβέρνηση με τις διερευνητικές που είναι σε εξέλιξη φαίνεται να ακολουθεί την πολιτική Σημίτη, αντί της πολιτικής Καραμανλή.

Μάλιστα ο ίδιος, χωρίς περιστροφές τονίζει χαρακτηριστικά ότι «πιθανόν ο πρώην πρωθυπουργός (σ.σ. με τη δημόσια παρέμβασή του) προσπαθεί πράγματι να ενισχύσει τη λογική των διερευνητικών επαφών που και η σημερινή κυβέρνηση ακολουθεί. Δικό του πνευματικό τέκνο είναι, εκείνος ξεκίνησε τις μυστικές επαφές με την Τουρκία μέσω του καθηγητή Ροζάκη το 2000 και εγκλώβισε έτσι σε ένα βαθμό και τις μετέπειτα κυβερνήσεις στη διαδικασία αυτή».

Κάνει λόγο επίσης για «ποντιοπιλατικές αποφάσεις ίσων αποστάσεων», για «σχολή Σημίτη» και εκφράζει ισχυρές επιφυλάξεις για τις διερευνητικές επαφές, τονίζοντας ότι αφενός δεν βλέπει τι θα κερδίσει η χώρα, αφετέρου ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθεί η κυβέρνηση και η Ελλάδα προ αδιεξόδου.

Ρητώς υπογραμμίζει ότι δεν θεωρεί εφικτή την προσφυγή στη Χάγη μόνο για το θέμα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, υποστηρίζοντας το άνοιγμα του κεφαλαίου 13 περί Αλιείας, ενώ προειδοποιεί ότι η ΕΕ φαίνεται να έχει βρει «παράθυρο» για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, δίχως να χρειαστεί η ένταξή της. Αναφέρει χαρακτηριστικά τις προβλέψεις τις τελευταίας Συνόδου Κορυφής όπου ανοιχτά ετοιμάζεται μια «ειδική σχέση» με την Τουρκία. Ένα «τέχνασμα» για να παρακαμφθεί η ενταξιακή διαδικασία, όπως τη γνωρίζουμε, η οποία έχει «παγώσει».

Η συνέντευξη του κ. Γιάννη Βαληνάκη, στην οποία αναφέρεται σε όλα αυτά τα ζητήματα, όπως και στην ενταξιακή διαδικασία των βορείων γειτόνων μας, των Δυτικών Βαλκανίων ακολουθεί:

-Γιατί πιστεύετε ότι ο κ. Σημίτης επιλέγει εκ νέου να αναφερθεί στο Ελσίνκι και στη θέση του ότι η κυβέρνηση Καραμανλή απώλεσε κεκτημένα της συγκεκριμένης συμφωνίας;

Δεν ξέρω ποιά είναι τα κίνητρα του κ. Σημίτη να επιτεθεί για δεύτερη φορά κατά της εξωτερικής πολιτικής του Κώστα Καραμανλή. Σίγουρα η εμπάθεια δεν βοηθά τις εθνικές υποθέσεις, ιδίως όταν σε μια ευαίσθητη περίοδο ένας πρώην πρωθυπουργός προσπαθεί να μειώσει τον διάδοχό του. Ενστικτωδώς θυμήθηκα πάντως το γνωστό γνωμικό «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί». Γιατί η περίοδος Κ. Σημίτη είναι δυστυχώς γεμάτη από διπλωματικές αποτυχίες. Ξεκίνησε με την εθνική ήττα στα Ίμια όταν Τούρκοι κομάντος εισέβαλαν ατιμώρητοι σε ελληνικό έδαφος. Αυτή η ανερμάτιστη διαχείριση της κρίσης δυστυχώς προσδιόρισε και τα υπόλοιπα «επιτεύγματα»:

—το γκριζάρισμα των Ιμίων έφερε τις τουρκικές διεκδικήσεις σε 152 ελληνικά μικρά νησιά και βραχονησίδες

—την πλήρη αποτυχία διασφάλισης διπλωματικής και άλλης υποστήριξης στο πιο προνομιακό για την Ελλάδα πεδίο, την ΕΕ, ακόμη και μετά την κρίση

—τη δρομολόγηση με δικαιολογία τα Ίμια ενός πανάκριβου αλλά και αλλοπρόσαλλου προγράμματος εξοπλισμών που συνοδεύτηκε από « πάρτι μιζών» ημετέρων

—ένα νέο «πλαίσιο επίλυσης» με τη Συμφωνία της Μαδρίτης : η τότε κυβέρνηση αποδέχθηκε ότι η Τουρκία έχει «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της» ((Ιούλιος 1997)

—την ταπεινωτική απόσυρση των αντιαεροπορικών πυραύλων S-300 που αποδυνάμωσαν επικίνδυνα την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας (Νοέμβριος 1998)

—την ερασιτεχνική διαχείριση της κρίσης Οτσαλάν που οδήγησε σε διεθνή διασυρμό της χώρας (Ιανουάριος 1999)

—τη «διπλωματία των σεισμών και του ζεϊμπέκικου» για να προετοιμαστεί η ελληνική κοινή γνώμη για τις επικείμενες υποχωρήσεις (Αύγ. -Νοέμβριος 1999)

—την Απόφαση της ΕΕ στο Ελσίνκι (Δεκ.1999) με την οποία καλούσαμε εμείς οι ίδιοι και η ΕΕ την Άγκυρα να προσφύγει ακόμη και μονομερώς στη Χάγη για όλες τις μονομερείς και προκλητικές διεκδικήσεις της! Δηλ. να «παίξουμε στα ζάρια» ξένων δικαστών 152 κατοικημένα νησιά και βραχονησίδες μας, το κυριαρχικό μας δικαίωμα για 12ν.μ. χωρικών υδάτων στη θάλασσα και 10 ν.μ. εναερίου χώρου, την αποστρατικοποίηση του Αν. Αιγαίου, τις αρμοδιότητές μας στο FIR και στην έρευνα και διάσωση κλπ. Αδιανόητο, κι όμως αυτό συνέβη, έστω κι αν με μια έντεχνη επικοινωνιακή καταιγίδα απεκρύβη.

Στην ίδια απόφαση θετική ήταν μεν η αποσύνδεση της κυπριακής ένταξης στην ΕΕ από την επίλυση του Κυπριακού. Όμως όπως πεντακάθαρα έγινε αντιληπτό στη συνέχεια η πραγματική συμφωνία «κάτω απ' το τραπέζι» ήταν να ενταχθεί όχι η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η «Κύπρος», δηλ. το δικέφαλο συνομοσπονδιακό τερατούργημα του Σχεδίου Ανάν. Ενθουσιωδώς το υποδέχθηκε ο κ. Σημίτης. Ειλικρινά δεν βλέπω πώς θλίβονται ακόμη και σήμερα κάποιοι για την «ιστορική ευκαιρία» του Σχεδίου που χάθηκε!

Συνοψίζοντας, ο απολογισμός αυτός ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να συγκριθεί με την απόλυτα επιτυχή εξωτερική πολιτική της περιόδου Κώστα Καραμανλή.

-Είναι ζήτημα απλά «αποκατάστασης» ιστορικών γεγονότων ή έχει σχέση με τις τρέχουσες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά;

Πιθανόν ο πρώην πρωθυπουργός προσπαθεί πράγματι να ενισχύσει τη λογική των διερευνητικών επαφών που και η σημερινή κυβέρνηση ακολουθεί. Δικό του πνευματικό τέκνο είναι, εκείνος ξεκίνησε τις μυστικές επαφές με την Τουρκία μέσω του καθηγητή Ροζάκη το 2000 και εγκλώβισε έτσι σε ένα βαθμό και τις μετέπειτα κυβερνήσεις στη διαδικασία αυτή. Ως κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή δεν θελήσαμε να προκαλέσουμε κρίση εγκαταλείποντας ευθέως τη διαδικασία. Αραιώσαμε πάντως και αποδυναμώσαμε αυτές τις «διερευνήσεις» και κάναμε σαφή τη θέση μας ότι δεν θα συρθούμε ποτέ στη Χάγη για να κρίνει τις μονομερείς διεκδικήσεις της Άγκυρας επί ελληνικών εδαφών.

Ως προς τις τρέχουσες εξελίξεις, η προσωπική μου άποψη— το υπογραμμίζω αυτό προς αποφυγή παρεξηγήσεων — ήταν ήδη από τον Δεκέμβριο η εξής: πρώτον, σπεύσαμε να προστρέξουμε σε αυτές κατά προφανή παραβίαση της (ήδη ελάχιστα φιλόδοξης) δημόσιας θέσης μας για «συνέπεια και συνέχεια» μη-προκλητικής τουρκικής συμπεριφοράς. Επικίνδυνα τα μηνύματα που έτσι στείλαμε στην άλλη πλευρά. Ατυχής ήταν και η επιμονή μας στις κυρώσεις που στην καλύτερη περίπτωση συνιστούν ενδιάμεσο στόχο κι όχι αυτοσκοπό. Ο στόχος μας πρέπει να είναι, όπως κάναμε το 2005 με το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο ΕΕ-Τουρκίας, ένα πακέτο ευρωπαϊκών όρων, διαδικασιών και εγγυήσεων για την οριοθέτηση ΑΟΖ κλπ. με την Άγκυρα. Όχι οι ποντιοπιλατικές αποφάσεις ίσων αποστάσεων μεταξύ δύο κρατών- μελών και της επιτιθέμενης τρίτης χώρας που πήραν οι Σύνοδοι Κορυφής Οκτωβρίου, Δεκεμβρίου 2020 και Μαρτίου 2021. Η Τουρκία αρχίζει ήδη να απολαμβάνει τα «καρότα» της θετικής ατζέντας (συναντήσεις υψηλού επιπέδου όπως η πρόσφατη τραγελαφική με την ηγεσία της ΕΕ, εκταμιεύσεις στο προσφυγικό κλπ.) , αλλά το «μαστίγιο» των κυρώσεων πολύ δύσκολα θα πάρει τις εγκρίσεις των άλλων 25 εταίρων που θα χρειαστούν.

-Ο δημόσιος διάλογος μεταξύ δυο πρώην πρωθυπουργών, μετά και την απάντηση του κ. Κώστα Καραμανλή, επηρεάζει τις εξελίξεις στις διερευνητικές και πώς;

Δυστυχώς ορισμένοι βλέπουν μια προσωπική αντιπαράθεση ενώ πρόκειται για διαφορετικές προσεγγίσεις στα εθνικά θέματα. Δεν θα αμφισβητούσα ποτέ τα πατριωτικά αισθήματα ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού. Απλά ελπίζω προσωπικά ο «διάλογος» αυτός να φωτίσει καλύτερα τις αδυναμίες της διαδικασίας στην οποία η «σχολή Σημίτη» εγκλώβισε εκ των πραγμάτων και διαχρονικά τις σχέσεις μας με την Τουρκία. Και θέλω να πιστεύω ότι τελικά καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχθεί να «παίξει στα ζάρια» διεθνών δικαστών ελληνικά εδάφη. Ειρήσθω δε εν παρόδω, εξεπλάγην πολύ δυσάρεστα που ο κ. Σημίτης στην παρέμβασή του αγνοεί ότι οι γκρίζες ζώνες περιλαμβάνουν και κατοικημένα ελληνικά νησιά, κι όχι μόνο «ακατοίκητες βραχονησίδες» όπως γράφει. Την ευαισθησία αυτή ακόμη και για κάθε σπιθαμή ελληνικού βράχου ελπίζω να την έχουμε όλοι, κι όχι μόνο εμείς οι Δωδεκανήσιοι που ζούμε καθημερινά τις τουρκικές προκλήσεις.

-Θεωρείτε ότι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει μέσα από τις διερευνητικές βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων;

Η άποψή μου είναι πιστεύω επιστημονικά και πολιτικά «δεμένη» —μελετώ τα ελληνοτουρκικά για πάνω από τρεις δεκαετίες εκ των οποίων και δέκα χρόνια μέσα στο υπουργείο Εξωτερικών. Πέρα λοιπόν από τις ισχυρές επιφυλάξεις που ήδη σας εξέθεσα, ας έρθουμε λίγο στο κεντρικό ερώτημα. Σε ένα διάλογο, «διαβούλευση» κατά τους Τούρκους και αύριο —ας μην γελιόμαστε— διαπραγμάτευση, πας για να κερδίσεις κάτι σε σχέση με το σήμερα. Ειλικρινά δεν βλέπω ποιά πρακτικά κέρδη πιστεύουν οι υποστηρικτές των διερευνητικών ότι θα αποκομίσουμε. Δεν μας τα εξέθεσαν άλλωστε ποτέ πραγματικά. Νομίζω κατά βάθος ιδεοληπτικά και φοβικά οι περισσότεροι επιζητούσαν το 2020 την άρον-άρον αποκλιμάκωση και τώρα θέλουν τον όπως-όπως διάλογο για «να ησυχάσουμε», να «ξεμπερδεύουμε με το πρόβλημα Τουρκία γιατί είναι πολύ ισχυρότερη» κοκ. Δεν είδα καν να πουν ότι θα προσπαθήσουμε να κατοχυρώσουμε τα 500.000 τετρ. χλμ της ΑΟΖ μας. Γιατί τόσα δικαιούμαστε απ' το διεθνές δίκαιο να διεκδικήσουμε: τέσσερεις φορές την έκταση της Ελλάδας! Αυτός είναι και κατά τη γνώμη μου ο εθνικός πήχυς βάσει του οποίου οι μελλοντικοί ιστορικοί θα αξιολογήσουν τις κινήσεις μας.

-Άρα δεν είστε ικανοποιημένος από το χειρισμό που έχει επιλέξει η σημερινή κυβέρνηση; Ελλοχεύει ακόμη ο κίνδυνος να ζήσουμε ανάλογες καταστάσεις, όπως πριν από ένα χρόνο;

Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε προ ημερών απόλυτα σίγουρος ότι το Ορούτς Ρέις δεν θα ξαναβγεί φέτος στη Μεσόγειο. Όλοι θα θέλαμε φυσικά να το δούμε. Προσωπικά εξεπλάγην και προσπαθώ να ερμηνεύσω αυτή τη σιγουριά. Δόθηκαν άραγε μονομερώς τουρκικές διαβεβαιώσεις; Δεν το θεωρώ προσωπικά πιθανό: τίποτε δεν χαρίζει ο Ερντογάν. Μήπως η γερμανική μεσολάβηση ίσων αποστάσεων «πέτυχε» την αποκλιμάκωση με τον συμβιβασμό «τα γεωτρύπανα θα παραμένουν δεμένα όσο η Ελλάδα δεν φεύγει απ' τις διερευνητικές και η Κύπρος από την Πενταμερή»; Γιατί ξένοι αναλυτές έτσι ερμηνεύουν πχ το σημείο 10β των Συμπερασμάτων του Μαρτίου. Καταθλιπτικό αν αληθεύει. Γιατί τότε φαίνεσαι να εξαργυρώνεις την απλή (και προσωρινή ;) απομάκρυνση ενός πλοίου ερευνών με την αναγκαστική παραμονή σου σε ένα τραπέζι όπου η Τουρκία σε σφυροκοπεί με σειρά μονομερών και εξωφρενικά μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων. Κι εσύ αν φύγεις, θα θεωρηθεί (με συγχορδία ΕΕ, Τουρκίας και ΗΠΑ) ότι διέρρηξες τη συμφωνία και προκάλεσες πλέον μόνος σου τη νέα κλιμάκωση (το λεγόμενο blame game). Οπότε υποκριτικά κανείς δεν θα σε βοηθήσει πλέον. Αν τώρα από την άλλη πλευρά παραμείνεις στο τραπέζι, πόσο καιρό θα αντέξεις υπομονετικά τις προπετείς αξιώσεις τους και τις εμετικές δηλώσεις στις οποίες ανταγωνίζονται καθημερινά αλλήλους οι του περιβάλλοντος Ερντογάν; Πόσο καιρό ακόμη «θα στέλνεις τη μπάλα στην εξέδρα» νομίζοντας ότι κάτι κερδίζεις; Εύχομαι ειλικρινά να μην έχουμε εισέλθει σε ένα τέτοιο αδιέξοδο. Αλλά ανησυχώ.

Η στάση της Τουρκίας είναι συνεπής και αδιάλλακτη ή πιστεύετε ότι υπάρχει περιθώριο συνεννόησης πλέον; Τι θεωρείτε ότι πρέπει να αλλάξει;

Πάντα θεωρούσα ότι στόχος μας πρέπει να είναι η εξομάλυνση, όχι το επ' άπειρον βολικό πέταγμα της καυτής πατάτας στον επόμενο χειριστή. Ούτε βέβαια και η εσκεμμένη κλιμάκωση. Όταν μάλιστα αναβάλεις πρέπει και να κερδίζεις απ' την πάροδο του χρόνου στον συσχετισμό δυνάμεων. Σήμερα για παράδειγμα είμαστε λόγω διεθνών εξελίξεων σε καλύτερη θέση από τον παρελθόντα Οκτώβριο: μια πολύ πιο φιλική (προσοχή: όχι υπερβολές!) ηγεσία Μπάιντεν που δυσπιστεί απέναντι στην Τουρκία, ένας σοβαρός σύμμαχος ονόματι Μακρόν που προσφέρει αμυντική συνδρομή στα δύσκολα (αλλά περιέργως την πετάξαμε απ' το τραπέζι!), κάποιες (εγγενώς ασταθείς βέβαια) συμμαχίες και κάποια πρώτα ισχυρά στρατηγικά όπλα (Ραφάλ με τους πυραύλους τους κλπ.) και μια ελαφρώς έως βαρέως αγανακτισμένη με τον στρυμωγμένο Ερντογάν Δύση. Θα βρεθεί εύκολα καλύτερη συγκυρία; Αλλά το ερώτημα είναι: μπορεί να αξιοποιήσει τα παραπάνω η κυβέρνηση και να τα «δέσει» σε μια ολοκληρωμένη νέα στρατηγική με θετικό στόχο τη διεκδικητική εξομάλυνση; Αμφιβάλλω δυστυχώς, γιατί το να σπρώχνεις απλά το τενεκεδάκι λίγο πιο κάτω είναι πιο εύκολο. Όπως και το να παρουσιάζεται η Χάγη για πανάκεια. Πόσοι άλλωστε θα τα καταλάβουν όταν η επικοινωνία αντικαθιστά την πολιτική;

Ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ακόμη και μόνο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ ανοίγει παράθυρο για ενδεχόμενη έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία; Σηματοδοτείται μια τέτοια προοπτική από την πρόσφατη επίσκεψη της ηγεσίας της ΕΕ στην Τουρκία;

Για τους λόγους που προανέφερα, δεν βλέπω πώς θα συμφωνήσουμε σε συνυποσχετικό με την Τουρκία για να προσφύγουμε στην κρίση του ΔΔΧ μόνο για το ένα θέμα που εμείς επιθυμούμε. Με ποιό μαγικό τρόπο θα πετάξουμε στα σκουπίδια τα τόσα θέματα που η Άγκυρα πιεστικότατα θέλει να μας σύρει; Όσο για τις ενταξιακές, από χρόνια υποστηρίζω το άνοιγμα του κεφαλαίου 13 περί Αλιείας: μέρος αυτού του κοινοτικού κεκτημένου που πρέπει να εφαρμόσει η Άγκυρα είναι η αποδοχή της Σύμβασης του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας. Ας την καλέσει λοιπόν η Κομισιόν έστω και ως διαδικαστικό τρικ. Αυτό σημαίνει κάνω τα ελληνοτουρκικά ευρωτουρκικά.

Όμως μια νέα επικίνδυνη εξέλιξη είναι ότι η ΕΕ άρχισε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής να ετοιμάζει πλέον ανοιχτά μια «ειδική σχέση» με την Τουρκία αντί για τη γνωστή ενταξιακή πορεία που έχει βέβαια παγώσει. Η Ελλάδα συναινεί; Γιατί δεν έχει κανένα συμφέρον για μια σχέση αλ-καρτ όπου η Άγκυρα θα έχει μόνο οφέλη (οικονομικά πλεονεκτήματα, πολιτικό διάλογο υψηλού επιπέδου κλπ.), καθόλου υποχρεώσεις συμπεριφοράς, και θα μπει επιπλέον από την πίσω πόρτα στην αμυντική συνεργασία της Ευρώπης —ακριβώς δηλ. εκεί που ποτέ δεν θα έπρεπε να της επιτρέψουμε. Ελπίζω αυτά και πολλά άλλα να διορθωθούν ώστε τον Ιούνιο επιτέλους να κερδίσουμε κάτι χειροπιαστό, αλλά φοβάμαι ότι χωρίς στρατηγική και ασφυκτικό λόμπινγκ πάλι υποκριτικές υπεκφυγές θα εισπράξουμε από πολλούς εταίρους. Δεν επιτρέπεται να χάνουμε στο πιο προνομιακό για μας πεδίο.

Πώς βλέπετε τη διεύρυνση της ΕΕ προς τους βόρειους γείτονές μας;

Η σημερινή αδυναμία της ΕΕ οφείλεται στην εγγενή αδυναμία της κάθε κράτος-μέλος να μπορεί να μπλοκάρει (όχι πάντα θεαματικά και με βέτο) ό,τι «δεν του πάει». Η Μάλτα πχ μπορεί λοιπόν και μόνη της και για τους δικούς της λόγους να μπλοκάρει ακόμη και μια απλή φραστική καταδίκη της Τουρκίας— ιδίως αν κι εσύ δεν παίξεις αποτελεσματικά το κοινοτικό παιχνίδι. Γίναμε όμως πάρα πολλοί στην ΕΕ και η κοινή θέση γίνεται καθημερινά και πιο δύσκολη. Προσθέστε τώρα και τη μελλοντική διεύρυνση στα Δυτ. Βαλκάνια που νομίζω κακώς προωθούμε χωρίς όρους.

Πρώτον δυσκολεύουμε ακόμη περισσότερο τη λήψη αποφάσεων της ΕΕ. Δεύτερον είναι φτωχότερες χώρες, άρα ανταγωνιστές στα κοινοτικά κονδύλια που θα λιγοστέψουν. Τρίτον και κυριότερο, αν η Αλβανία γίνει μέλος της ΕΕ έχουμε καμιά αμφιβολία για το πώς θα ψηφίζει στα ελληνοτουρκικά; Όταν σήμερα που μας έχει ανάγκη προκλητικά αψηφά την ευρωπαϊκή λογική και τις απόψεις μας και παίρνει αντίθετα γραμμή από τον Ερντογάν, πιστεύουμε πραγματικά ότι η ένταξή της μας συμφέρει; Ανάλογα ισχύουν και για το πώς θα συμπεριφερθεί η Βόρεια Μακεδονία που πέραν των γνωστών θεμάτων γέμισε κι αυτή από τουρκικά τζαμιά. Μια σοβαρή εθνική στάση που βλέπει μακρύτερα από την μύτη της θα τους έθετε ευθέως το ερώτημα: θέλετε πραγματικά να γίνετε ισότιμοι Ευρωπαίοι ή προτιμάτε τον ρόλο του φερέφωνου της Τουρκίας; Επιτέλους πρέπει να παραμερίσουμε τις ρομαντικές ιδεοληψίες ότι καθένας δικαιούται να γίνει μέλος της ΕΕ για να την διαλύσει και χωρίς πρώτα κυρίως να αποδείξει ότι ανήκει στον ευρωπαϊκό (πολιτικό και γενικότερο) πολιτισμό.