Skip to main content

Βενιζέλος στη Voria: Το άλλοθι της Αθήνας κρύβει τις πολιτικές αδυναμίες της Θεσσαλονίκης

Συνέντευξη του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ευάγγελου Βενιζέλου για το χθες, το σήμερα και την επόμενη μέρα της Θεσσαλονίκης

Η Θεσσαλονίκη μετεωρίζεται μεταξύ φόβου και προσδοκίας, περιμένοντας να εκφραστεί με πιο πρωτότυπο τρόπο, τονίζει σε συνέντευξή του στη Voria.gr o πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος.

Με την ευκαιρία του σημερινού εορτασμού της Θεσσαλονίκης, ο κ. Βενιζέλος αναφέρεται με περιεκτικό τρόπο στο χθες, το σήμερα και το αύριο της πόλης. Τονίζει ότι η ίδια η Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να έχει καθοριστική συμμετοχή στις αποφάσεις για τα μεγάλα ζητήματα που την αφορούν (υποδομές, συγκοινωνίες κτλ) και πως η παραπομπή στην Αθήνα λειτουργεί πολλές φορές ως άλλοθι, κρύβοντας τοπικές πολιτικές αδυναμίες.

Ο κ. Βενιζέλος απαντά στην ερώτηση για τις ευθύνες του τοπικού πολιτικού προσωπικού, του οποίου και ο ίδιος υπήρξε εξέχον μέλος, επισημαίνει ότι οι εμβληματικές επενδύσεις έντασης κεφαλαίου στη Θεσσαλονίκη δεν αρκούν από μόνες τους και, σχολιάζοντας την κλιμακούμενη ένταση στο ΑΠΘ, υπογραμμίζει την ανάγκη ριζικών παρεμβάσεων στα ελληνικά πανεπιστήμια, με αιχμή την πλήρη αποκομματικοποίησή τους.

Είστε γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός και, παρότι για πολλά χρόνια τα πολιτικά καθήκοντά σας σας κρατούσαν στην Αθήνα, δεν χάσατε την επαφή σας με την πόλη. Πώς κρίνετε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Θεσσαλονίκη;

Έχω την αίσθηση μιας διάχυτης αμηχανίας. Η πόλη ως σύνθετη οντότητα, κοινωνική, οικονομική και πολιτική δίνει την εντύπωση ότι κάτι περιμένει, μετεωρίζεται μεταξύ φόβου και προσδοκίας. Η συζήτηση για τη Θεσσαλονίκη διεξάγεται με γενικό και αφηρημένο τρόπο και με πολλά στερεότυπα ενώ η κοινωνική διαστρωμάτωση του πολεοδομικού συγκροτήματος βρίσκεται υπό διαρκή μεταβολή. Υπάρχουν συνεπώς διαφορετικές και συγκρουόμενες προτεραιότητες. Για τον κάθε πολίτη και ιδίως για τους πιο αδύναμους οικονομικά προτεραιότητα είναι η επιβίωση με στοιχειωδώς αξιοπρεπή τρόπο. Πολλοί συμπολίτες μας αναζητούν μια απασχόληση. Κάποιοι βεβαίως αναζητούν επενδυτικές και γενικότερα επιχειρηματικές ή επαγγελματικές ευκαιρίες. Πάντα είναι κρίσιμα ζήτημα η ποιότητα της ζωής και η πολιτιστική ατμόσφαιρα της πόλης. Δεν αρκεί συνεπώς μια προσέγγιση αυτοδιοικητική ή συνδικαλιστική ή κομματική. Η Θεσσαλονίκη νομίζω ότι περιμένει να εκφραστεί με πιο πρωτότυπο τρόπο. Αυτό είναι το στοίχημα για όσους έχουν τη φιλοδοξία να την εκφράσουν πολιτικά, επιχειρηματικά, λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά και βέβαια στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών. Η συνοχή της τοπικής κοινωνίας είναι πάντα το πρώτο ζητούμενο.

Έχετε τονίσει ότι για τα προβλήματα της Θεσσαλονίκης δεν φταίει η Αθήνα και ότι οι Θεσσαλονικείς πρέπει να αποφεύγουμε τις συνωμοσιολογίες. Ωστόσο, ώς έναν βαθμό τουλάχιστον, δεν είναι δικαιολογημένο το αίσθημα αδικίας και μειονεξίας όταν -για παράδειγμα- ένα μεγάλο αναπτυξιακό έργο, όπως το μετρό, θα ολοκληρωθεί με πάνω από 10 χρόνια καθυστέρηση; Ή όταν εδώ και πολλά χρόνια οι πολίτες ταλαιπωρούνται στην καθημερινότητά τους με το κυκλοφοριακό και τα προβλήματα στον ΟΑΣΘ;

Ο κοινός παρονομαστής είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται πολιτικά και διοικείται μια πόλη της ιστορίας, της σημασίας και του μεγέθους της Θεσσαλονίκης. Η ίδια η πόλη έπρεπε να έχει καθοριστική συμμετοχή στις αποφάσεις πχ για τις υποδομές και τις λειτουργίες των αστικών συγκοινωνιών όλων των μορφών. Και οι κυβερνήσεις στις οποίες μετείχα έπρεπε να είναι πιο «αποκεντρωτικές» από την άποψη αυτή. Βέβαια στην κρίσιμη περίοδο 2009- 2015 υπήρχαν επιτακτικές εθνικές προτεραιότητες, έπρεπε η χώρα να μείνει όρθια, δημοκρατική και ευρωπαϊκή. Ακόμη και τώρα ό,τι αφορά την Αττική θεωρείται εξ ορισμού ζήτημα εθνικού ενδιαφέροντος, ενώ ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη ζήτημα τοπικού ή έστω περιφερειακού ενδιαφέροντος. Το γεγονός ότι οι κρίσιμες αποφάσεις πχ για το μετρό ή τον ΟΑΣΘ λαμβάνονται στην Αθήνα οφείλεται σε έναν βαθμό στο ότι οι αποφάσεις αυτές είναι τελικά δικαστικές και το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι ένα και εδρεύει στην Αθήνα. Σε επίπεδο πολιτικό όμως αν η ίδια η Θεσσαλονίκη ήθελε πράγματι να αποφασίσει αυτή στο δικό της επίπεδο, μπορούσε να το επιβάλλει. Η παραπομπή στην Αθήνα και σε αποφάσεις που λαμβάνονται κεντρικά λειτουργεί πολλές φορές ως άλλοθι, κρύβει τοπικές πολιτικές αδυναμίες.

Ποιες είναι οι ευθύνες του πολιτικού προσωπικού της Θεσσαλονίκης, του οποίου εσείς ήσασταν εξέχον μέλος έχοντας εκλεγεί και πρώτος βουλευτής, για τη στασιμότητα των τελευταίων δύο δεκαετιών στην πόλη;

Χρειάζεται πάντα όραμα, αποφασιστικότητα, αλλά και ικανότητα συνδιαμόρφωσης κρίσιμων αποφάσεων και σε εθνικό - κεντρικό επίπεδο. Δεν θέλω να αναφερθώ σε ευθύνες κυρίως λόγω αδράνειας ή παράλειψης του πολιτικού προσωπικού, γιατί αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι οι πολίτες της Θεσσαλονίκης κάνουν τις πολιτικές τους επιλογές και ψηφίζουν κόμματα και πρόσωπα χωρίς να δίνουν καμία σημασία τι έκανε πραγματικά και πρακτικά κάθε κόμμα και κάθε πολιτικό πρόσωπο για την πόλη. Οπότε δεν υπάρχει πολιτικό / δημοκρατικό κίνητρο. Υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που τα τιμά επί δεκαετίες το τοπικό εκλογικό σώμα χωρίς ποτέ να κληθούν να λογοδοτήσουν για το τι έκαναν για τη χώρα αλλά και για τη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που δεν ταυτίστηκαν με κανένα έργο και με κανένα στόχο και έχουν κάνει λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία στη Θεσσαλονίκη. Οπότε προέχουσα σημασία έχουν οι ευθύνες αυτών που ψηφίζουν με κριτήρια που δεν συνδέονται με τις ανάγκες και την προοπτική της Θεσσαλονίκης. Είμαστε όμως θεσμικά υποχρεωμένοι να σεβόμαστε τις δημοκρατικές επιλογές του εκλογικού σώματος. Έζησα, στο πλαίσιο αυτό, περιόδους στις οποίες η Χρυσή Αυγή είχε μεγαλύτερη απήχηση από το ΠΑΣΟΚ.

Επιστρέψατε μετά από 26 χρόνια στα ακαδημαϊκά σας καθήκοντα στο ΑΠΘ. Σε αυτά τα χρόνια το Αριστοτέλειο εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο, ωστόσο, τον τελευταίο χρόνο υπάρχει μία κλιμακούμενη ένταση, χωρίς ορατή διέξοδο, για την πανεπιστημιακή αστυνομία. Υπάρχει διέξοδος για την εκτόνωση της έντασης και ποια είναι αυτή;

Ποτέ δεν απομακρύνθηκα από το Πανεπιστήμιο ερευνητικά και συγγραφικά. Δυστυχώς έπρεπε, λόγω της σχετικής συνταγματικής απαγόρευσης, να τελώ σε αναστολή των διδακτικών μου καθηκόντων. Ήμουν όμως πάντα ενήμερος και ενεργός υποστηρικτής του έργου του ΑΠΘ. Χαίρομαι γιατί, μεταξύ άλλων, το 2000 ως Υπουργός Ανάπτυξης ίδρυσα το ΕΚΕΤΑ, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο έγκυρα πλέον ερευνητικά κέντρα της χώρας, διεθνώς ανταγωνιστικό, που συνδέεται με το τεράστιο επιστημονικό δυναμικό του ΑΠΘ. Η βία και οι δυσλειτουργίες που αυτή προκαλεί στα πανεπιστήμια, προϋποθέτει ριζικές παρεμβάσεις που ξεκινούν από την πλήρη αποκομματικοποίηση των πανεπιστημίων, από την οικειοθελή και ειλικρινή απόσυρση όλων των κομμάτων και των νεολαίων τους. Το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι δημοκρατικό και πολιτικοποιημένο, αλλά πρωτίστως αξιοκρατικό, λειτουργικό, απαιτητικό, διεθνώς ανταγωνιστικό. Αλλιώς θα αδικούνται όσοι φοιτούν στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, δηλαδή θα αδικούνται οι πολλοί έναντι των λίγων που έχουν την τύχη να ζουν την εμπειρία των καλών και ανταγωνιστικών αμερικανικών κυρίως αλλά και ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.

Στη Θεσσαλονίκη φαίνεται να διαμορφώνεται μία αντιφατική εικόνα. Από τη μία προσελκύονται μεγάλες επενδύσεις από πολυεθνικές αλλά από την άλλη οι ανισότητες, ειδικά με τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, φαίνεται ότι διευρύνονται. Πώς μπορούν αυτά τα στρώματα να αποτελέσουν μέρος της προσδοκώμενης αναπτυξιακής διαδικασίας, όταν αυτές οι μεγάλες εταιρείες, κυρίως νέων τεχνολογιών, ζητούν εξειδικευμένο και υψηλής μόρφωσης προσωπικό;

Οι εμβληματικές επενδύσεις έντασης κεφαλαίου π.χ στο πεδίο της φαρμακευτικής βιομηχανίας, των data centers ή των κινηματογραφικών παραγωγών έχουν σημασία όταν λειτουργούν ως κρίσιμη μάζα για επενδύσεις και σε τομείς έντασης εργασίας. Άρα δεν αρκούν από μόνες τους. Αυτό που θεωρώ αναγκαίο είναι μια άμεση χαρτογράφηση αυτών που έχει σχεδιαστεί να συντελεστούν και αυτών που μπορούν και πρέπει να συντελεστούν στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή με τη μόχλευση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, το νέο ΕΣΠΑ και τη νέα ΚΑΠ.