Skip to main content

Zootechnia: Βγαίνουν τα «μαχαίρια» για την ελληνικότητα του γύρου

Κατατίθεται την Κυριακή νέα πρόταση για την πιστοποίηση του ελληνικού γύρου, στο πλαίσιο της διεθνούς έκθεσης για την κτηνοτροφία

Κόντρες και αντιθέσεις έχει φέρει στην ελληνική αγορά κρέατος η προσπάθεια κατοχύρωσης του ελληνικού χοιρινού γύρου διεθνώς.

Μετά τον φάκελο που κατέθεσε στα τέλη του 2018 ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Επεξεργασίας Κρέατος (ΣΕΒΕΚ) για την πιστοποίηση του δημοφιλούς εδέσματος ως ΕΠΙΠ (Εγγυημένο Παραδοσιακό Ιδιότυπο Προϊόν), την Κυριακή... σερβίρεται νέα πρόταση στη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα, η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος (ΕΔΟΚ), διοργανώνει εκδήλωση στο πλαίσιο της 11ης Zootechnia, όπου θα επιχειρήσει να καταρρίψει τα επιχειρήματα του ΣΕΒΕΚ, καταθέτοντας παράλληλα τη δική της πρόταση για κατοχύρωση του γύρου ως ΠΓΕ (Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης).

Η βασική διαφορά των δύο προσεγγίσεων είναι η εξής: από τη μία πλευρά το σήμα ΕΠΙΠ αφορά την πιστοποίηση του τρόπου παραγωγής ενός προϊόντος, δηλαδή τη μοναδική συνταγή του, ανεξάρτητα από την προέλευση της πρώτης ύλης. Από την άλλη, με το σήμα ΠΓΕ, πιστοποιείται η γεωγραφική προέλευση του προϊόντος, εν προκειμένω του χοιρινού κρέατος.

Τα επιχειρήματα τόσο του ΣΕΒΕΚ όσο και της ΕΔΟΚ έχουν βάση, αλλά και αδυναμίες. Ειδικότερα, αφενός η συνταγή του ελληνικού γύρου τον κάνει να ξεχωρίζει σε σχέση με «ανταγωνιστές» του, όπως το τουρκικό ντονέρ, ωστόσο με την κατοχύρωση της συνταγής του «χάνει» σε ό,τι αφορά την ελληνικότητά του, καθώς σημαντικό μέρος του χοιρινού γύρου που πωλείται στην Ελλάδα εισάγεται από το εξωτερικό, ακόμη και τυποποιημένο, κυρίως από την Ολλανδία και την Ισπανία. Άλλωστε, η χώρα μας κάθε άλλο παρά αυτάρκης είναι στο χοιρινό κρέας, καθώς, η εγχώρια παραγωγή καταφέρνει να ικανοποιήσει μόλις το 35% της ζήτησης.

Από την άλλη πλευρά, η πρόταση για κατοχύρωση του γύρου ως ΠΓΕ ναι μεν πιστοποιεί το προϊόν ως ελληνικό, με πρώτη ύλη εγνωσμένης ποιότητας, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα στην αγορά της λιανικής, λόγω του μεγάλου όγκου εισαγωγών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Τα παραπάνω ζητήματα θα τεθούν επί τάπητος από το προεδρείο της ΕΔΟΚ στη συζήτηση που είναι προγραμματισμένη να ξεκινήσει στις 15:30 την Κυριακή, στο συνεδριακό κέντρο Νικόλαος Γερμανός (περίπτερο 8 του εκθεσιακού κέντρου). Μάλιστα, έχει προσκληθεί και κατά πάσα πιθανότητα θα συμμετάσχει εκπρόσωπος του ΣΕΒΕΚ, για να υπερασπιστεί την πρόταση του Συνδέσμου.

«Το ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί για την πιστοποίηση του γύρου δεν είναι μόνο να δώσουμε ένα πιστοποιημένο όνομα στο προϊόν, αλλά να θέσουμε στο επίκεντρο τη χρήση της δικής μας πρώτης ύλης.  Είναι γεγονός ότι η ελληνική χοιροτροφία μπορεί να ικανοποιήσει μόνο το 35% των αναγκών της χώρας. Εάν ο γύρος κατοχυρωθεί ως ΠΓΕ το παραπάνω πρόβλημα θα εξακολουθήσει να υφίσταται, ωστόσο η πρότασή μας έχει δύο ισχυρά πλεονεκτήματα: υποχρεώνει τη χρήση μόνο ελληνικής πρώτης ύλης ώστε να λάβει το προϊόν την πιστοποίηση και αποτελεί παράλληλα μοχλό ανάπτυξης της χοιροτροφίας, η οποία πρέπει να αναστηθεί», τόνισε ο γενικός διευθυντής της ΕΔΟΚ, καθηγητής Ανδρέας Γεωργούδης.

Από την πλευρά του, ο εντεταλμένος σύμβουλος του ΣΕΒΕΚ, Γιώργος Οικονόμου, υποστήριξε ότι η πρόταση της ΕΔΟΚ παρουσιάζει προβλήματα, καθώς δεν λαμβάνει υπόψιν τον μεγάλο όγκο των εισαγωγών τυποποιημένου γύρου. «Ο χοιρινός γύρος που πωλείται στην Ελλάδα έχει μία ξεχωριστή συνταγή και διαφοροποιείται από ανάλογα προϊόντα του εξωτερικού. Για παράδειγμα, το τουρκικό ντονέρ εκτός του ότι δεν είναι χοιρινό, πραγματοποιείται με ένα είδος κιμά, ενώ ο ελληνικός γύρος κατασκευάζεται με ολόκληρα κομμάτια χοιρινού κρέατος, το ένα πάνω στο άλλο, με περιορισμένη λιποπεριεκτικότητα. Με την πρότασή μας για κατοχύρωση του γύρου ως ΕΠΙΠ επιχειρούμε να προασπίσουμε τον παραδοσιακό τρόπο κατασκευής του ελληνικού γύρου από τον αθέμιτο εισαγόμενο ανταγωνισμό», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Να αναφέρουμε πως ο φάκελος του ΣΕΒΕΚ βρίσκεται από τις αρχές του έτους σε δημόσια διαβούλευση, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη Μαρτίου. Το επόμενο βήμα είναι να σταλεί προς έγκριση στις Βρυξέλλες, από όπου η απόφαση εκτιμάται πως θα βγει σε ένα διάστημα 1-1,5 έτους.