Skip to main content

Ελληνική οικονομία και Brexit στο επίκεντρο του Economist

Το «παρών» στο συνέδριο του Economist έδωσαν ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ο Ντέκλαν Κοστέλο, ο Φραντσέσκο Ντρούντι και η Ντέλια Βελκουλέσκου.

Ξεκίνησε σήμερα το διήμερο συνέδριο του Economist, λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του ελληνικού προγράμματος και υπό τη σκιά του αυριανού Βρετανικού δημοψηφίσματος, όπου έχουν πλέον στραφεί όλα τα βλέμματα.

Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Διευθύνων σύμβουλος, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, ο  επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα, Ντέκλαν Κοστέλο, ο επικεφαλής της ομάδας της ΕΚΤ για την Ελλάδα, Φραντσέσκο Ντρούντι και η  επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ για την Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση σε σχέση με πέρυσι τον Ιούνιο, όταν πρωταγωνιστούσαν τα capital controls, η συζήτηση περί Grexit και οι διενέξεις μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, παρατήρησε η ανώτερη αναλύτρια και περιφερειακή διευθύντρια Ευρώπης του Economist Intelligence Unit, Γιοαν Χοι, η οποία σχολίασε πάντως ότι έναν χρόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας δεν έχει ολοκληρωθεί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όπως -για παράδειγμα-  στην αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, διατήρησε την πρόβλεψη για συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας φέτος, αν και «αναμένουμε μια ανάκαμψη στο β` εξάμηνο σε σχέση με την περίοδο που ακολούθησε τα capital controls».

Σε ερώτημα κατά πόσον το πρόγραμμα μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη ώστε να μετριαστεί το βάρος των μέτρων, η Γιοαν Χοι σχολίασε ότι υπάρχουν ακόμη πολλά ερωτηματικά.

«Η Βουλή νομοθέτησε, αλλά υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις ακόμη και μέσα στο κυβερνών κόμμα. Έχουμε δει αντιδράσεις για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το λιμάνι του Πειραιά, ενώ οι λιμενεργάτες μέχρι πρότινος ήταν σε απεργία», ανέφερε. Η ίδια παρουσίασε τις προβλέψεις του EΙU που αναφέρουν μεγάλη πιθανότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

Σχολίασε επίσης ότι η αξιωματική αντιπολίτευση προηγείται στις δημοσκοπήσεις, αλλά σημείωσε ότι οι εξελίξεις θα καθοριστούν από το αν ο Αλέξης Τσίπρας θα καταφέρει να διατηρήσει ενωμένο το κόμμα του. «Η μεσομακροπρόθεσμη πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,5% θα επηρεαστεί από την πιθανότητα πρόωρων εκλογών», πρόσθεσε.

Σχετικά με την πιθανότητα εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, ανέφερε ότι η εξήγηση βρίσκεται στο σύνθημα «take control», δηλαδή «αναλάβετε τον έλεγχο», υπογραμμίζοντας πως «η μετανάστευση είναι ένα οικονομικό ζήτημα που επηρεάζει μια σειρά τομείς». «Όμως δεν είναι μόνο η μετανάστευση. Πολλοί νομίζουν ότι δεν έχουν τον έλεγχο της τύχης τους. Πολλοί υποστηρικτές της εξόδου εκφράζουν επίσης ένα αίσθημα κορεσμού, αισθανόμενοι να διοικούνται από ανθρώπους που δεν δίνουν λόγο στον βρετανικό λαό», συμπλήρωσε.

Από το 1992 το οικονομικό και πολιτικό project της EE δεν προχώρησε όπως το εμπορικό, οπότε διαπιστώνεται ότι πολλοί «δεν έχουν δώσει και την ψυχή τους» στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ανέφερε χαρακτηριστικά ο σύμβουλος εκδόσεων του Economist, Τζον 'Αντριους, μέσα από την 20ή Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση.

Όπως είπε, η ψήφος για έξοδο της Βρετανίας από την Ένωση δείχνει ότι υπάρχει έντονος ταξικός διαχωρισμός και πως το εργατικό κόμμα, που είναι υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ, δεν έχει καταφέρει να αγγίξει τα αισθήματα των πολιτών στην ηπειρωτική χώρα, καθώς υπάρχει μομέντουμ υπέρ της εξόδου στις κατώτερες τάξεις.

«Πιστεύω ότι θα μείνουμε στην ΕΕ. Το σλόγκαν «αναλάβετε τον έλεγχο» δεν έχει νόημα. Ό,τι και να συμβεί, αν η Βρετανία φύγει, αυτό θα προκαλέσει σοκ. Σκεφτείτε αυτά που λέγαμε για την Ελλάδα να συμβούν στην Βρετανία. Αυτoί που θέλουν να φύγουν μιλούν για «ελπίδα», αλλά εγώ πιστεύω ότι ο παράγοντας φόβος είναι πιο ισχυρός», είπε οΤζον 'Αντριους, επισημαίνοντας ότι το Brexit συνιστά μεγαλύτερη απειλή για την ΕΕ, σε σχέση με το Grexit.

Εξέφρασε επίσης την άποψη πως αν ψηφιστεί η παραμονή, «τα πράγματα θα συνεχιστούν όπως είναι. Διαφορετικά, θα υπάρξει σταδιακή αποσύνθεση της ΕΕ».

«Αν υποθέσουμε ότι η Βρετανία αποφασίσει να αποχωρήσει από την ΕΕ, δεν ξέρω πώς θα επιβιώσει ο Κάμερον με αυτήν την εξέλιξη. Θα έχουμε νέα κυβέρνηση», ανέφερε από το βήμα του Economist o πρώην πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Τζον Μπρούτον.

Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο πλήρους αποχώρησης, σημείωσε ότι η Βρετανία είναι μέλος του ΠΟΕ ως μέλος της ΕΕ και ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να γίνει μέλος ως ανεξάρτητη χώρα. Επίσης μίλησε για το ενδεχόμενο διενέξεων με την ΕΕ, με πιθανή εμπλοκή και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στην περίπτωση που η Βρετανία επιλέξει να μην υιοθετήσει κάποιους ευρωπαϊκούς νόμους.

«Υπάρχει κυριαρχία σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο;», αναρωτήθηκε ο κ. Μπρούτον, για να επισημάνει: «Φυσικά και δεν υπάρχει. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι κυρίαρχο μόνο στον βαθμό που δεν επηρεάζει άλλες χώρες. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα».

Aναφερόμενος ειδικότερα στην Ελλάδα, ο κ. Bruton σχολίασε: «Έχετε κάνει μεγάλη πολιτική προσπάθεια, μεγαλύτερη από εμάς. Βέβαια δεν έχουν ολοκληρωθεί οι μεταρρυθμίσιες και χρειάζεται ακόμη να γίνουν πολλά. Χρειάζεστε νομική μεταρρύθμιση και κτηματολόγιο. Η Ελλάδα θα επιτύχει ανάπτυξη όταν θα υπάρξει αξιόπιστος μηχανισμός επίλυσης διαφορών, όταν ο καθένας θα γνωρίζει την ιδιοκτησία του, όταν θα αναπτυχθεί περαιτέρω ο τομέας των εξαγωγών. Τότε θα είναι που θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις και κυρίως από τον απόδημο Ελληνισμό».

Στην περίπτωση Brexit, που θα συνεπάγεται 1-2 χρόνια μεγάλης αστάθειας, αποτελεί  ζητούμενο για την επόμενη ημέρα το πού θα βρίσκεται το οικονομικό κέντρο της Ευρώπης, το οποίο σήμερα εδρεύει στο Λονδίνο, επισήμανε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα μιλώντας στην 20ή Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economist.

«Ευθύς εξ αρχής θα υπάρξει διάσταση απόψεων μεταξύ ευρωπαϊκών αρχών και αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πουν: καμία συζήτηση, ξεκινάμε διαζύγιο. Τυχόν Brexit θα επιφέρει επίσης αστάθεια στις αγορές κι όταν υπάρχει αστάθεια οι χώρες με μεγάλα χρέη θα έχουν προβλήματα», είπε μεταξύ άλλων ο κ. Λέτα, τονίζοντας ότι ανησυχεί και για την Ιταλία. Εξέφρασε πάντως την εκτίμηση ότι οι Βρετανοί ψηφοφόροι θα στηρίξουν την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ.

«Σήμερα το κέντρο του κόσμου δεν είναι η Ευρώπη όπως άλλοτε. Είναι η Κίνα. Πρέπει να λοιπόν να παραμείνουμε ενωμένοι προκειμένου να έχουμε την κρίσιμη μάζα, να κοιτάζουμε τους Κινέζους και τους Αμερικανούς στα μάτια και να συζητάμε για το μέλλον του κόσμου», είπε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, συνοψίζοντας τα τρία ζητήματα που κατά τη γνώμη του πρέπει να επιλυθούν: Έλλειψη λαϊκής υποστήριξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και πρόβλημα διακυβέρνησης.

«Oτιδήποτε συμβεί αύριο, θα υπάρχουν επιπτώσεις», τόνισε από το βήμα του Economist ο Πάολο Σκαρόνι αναπληρωτής πρόεδρος του Rothschild Group, παρουσιάζοντας τις πιθανές παρενέργειες ενός  Brexit από τη σκοπιά των επιχειρήσεων.

«Οι δημοσκοπήσεις δίνουν ισοδυναμία και των δύο πλευρών, κανένα αποτέλεσμα όμως δεν θα είναι θετικό για την Ευρώπη. Το Brexit θα ωθήσει κι άλλες χώρες να ζητήσουν την έξοδο. Επίσης, βλέπουμε αύξηση του λαϊκισμού στην Ευρώπη», ανέφερε ο κ. Σκαρόνι.

«Το πιθανότερο είναι να έχουμε αρνητικές επιπτώσεις. Ακόμη κι αν η Βρετανία ψηφίσει να μείνει, θα μείνει «με κρύα καρδιά». Αυτό που θέλει η Ευρώπη είναι πλήρης δέσμευση όλων των μελών. Μόνον έτσι θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις», σημείωσε, τονίζοντας ότι μετά το δημοψήφισμα «δεν θα βλέπουμε όλοι τη Βρετανία με το ίδιο μάτι». Μάλιστα, παρομοίωσε τις εξελίξεις με το διαζύγιο δύο συζύγων, όπου ο ένας έχει ετοιμάσει βαλίτσες: «Μετά από αυτό, τίποτα δεν θα είναι ίδιο».

Ο κ. Σκαρόνι σημείωσε ότι έχει επιτευχθεί κάποια πρόοδος στην ευρωπαϊκή οικονομία, με ενδεικτική τη βελτίωση του ΑΕΠ σε πολλές χώρες (π.χ. Ισπανία και Γαλλία). Aναφέρθηκε επίσης στην ανταγωνιστικότητα, σημειώνοντας ότι οι τιμές έχουν μειωθεί και δεν είναι οι διπλάσιες από αυτές της Αμερικής.

Σε συζήτηση όπου τέθηκε το θέμα της εξέλιξης των τιμών του πετρελαίου, εκτίμησε ότι δεν αναμένεται αύξηση πάνω από 60-65 δολ. το βαρέλι τα επόμενα δύο χρόνια.  

Την πεποίθηση ότι χρειάζεται ισχυρότερη ιδιοκτησία του προγράμματος από την ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε από το βήμα του Economist ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος επισήμανε πως «αν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις», θα υπάρξει περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Σημείωσε δε πως «ο ελληνικός προϋπολογισμός εξοικονόμησε πέρυσι 8 δις ευρώ βάσει των ευνοϊκών όρων δανεισμού από τον ESM».

Σύμφωνα με τον κ. Ρέγκλινγκ, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, η οποία απελευθέρωσε και την εκταμίευση της πρώτης δόσης -7,2 δις- σηματοδοτεί την «αναγνώριση ότι η Ελλάδα σημειώνει πρόοδο στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της και πως η Ευρώπη δεν θα αφήσει μόνη την Ελλάδα».

Ο ίδιος επισήμανε ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης πήρε περισσότερο από το αναμενόμενο, 9 αντί για 3 μήνες, γεγονός που επιβάρυνε την ελληνική οικονομία και πρόσθεσε ότι το πρόγραμμα διακόπηκε από τις πολιτικές εξελίξεις το 2015, εν μέσω capital controls στις τράπεζες, γεγονός που αναίρεσε πολλά από όσα είχε κάνει η Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια.

«Η Ελλάδα θα πρέπει να πάρει στα χέρια της αυτό το πρόγραμμα προσαρμογής, να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση τον Σεπτέμβριο και να δημιουργήσει ένα πιο θετικό περιβάλλον, φιλικό για επενδύσεις», ανέφερε ο κ. Ρέγκλινγκ, ο οποίος υπογράμμισε ότι θα πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη τα επόμενα δύο χρόνια, φέρνοντας το παράδειγμα των προωθούμενων αλλαγών στο εργασιακό δίκαιο.

«Έχουμε ελληνική κρίση νούμερο 2», ανέφερε χαρακτηριστικά στην εισήγησή τουυ στην 20ή Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση του Economist,ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης, εντοπίζοντας τη στασιμότητα ως το status quo στην Ελλάδα.

«Η πρόκληση είναι αν θα βγούμε από αυτήν», σημείωσε, μιλώντας για την ανάγκη δημοσιονομικού «αέρα», τον οποίο κατά τη γνώμη του η Ελλάδα θα διασφαλίσει από την Ευρώπη, αν πείσει ότι διαθέτει την ιδιοκτησία του προγράμματος.

Ο ίδιος εκτίμησε ότι η Ευρώπη δεν ενδιαφέρεται σήμερα για την Ελλάδα στον βαθμό που το έκανε τα προηγούμενα χρόνια, καθώς δεν υπάρχει πλέον ο κίνδυνος του ντόμινο.

«Οι Ευρωπαίοι μπορούν να κάνουν και χωρίς εμάς. Είμαστε μόνοι μας. Θα πρέπει να φτιάξουμε τη χώρα μας», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, στην Ελλάδα, σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ από το 2007 έως 2017, υπάρχει μόνιμο κενό 20 δις (2.000 ευρώ ανά άτομο). Επίσης, το ονομαστικό χρέος θα έχει «χειροτερέψει» κατά περίπου 50 δις (30% του ΑΕΠ).

Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι η ανάκαμψη δεν θα πρέπει να αναμένεται από τις τράπεζες, οι οποίες πρώτα περιμένουν την οικονομία να ανακάμψει και μετά να δώσουν νέα δάνεια.

Η οικονομική ανάκαμψη θα έρθει αλλά δεν θα είναι βιώσιμη, αν δεν προσελκύσουμε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, επισήμανε από το βήμα του Economist ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, μιλώντας για την ανάγκη ενός πιο φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα.

«Έχουμε νομοθετήσει όλες τις πολιτικές που είναι απαραίτητες για να υλοποιήσουμε τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος μέχρι το 2018 και διαπραγματευόμαστε ώστε να επιτύχουμε χαμηλότερα πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα», σημείωσε ο κ. Χουλιαράκης, ο οποίος εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η σταθερότητα έχει αποκατασταθεί» και «η επίτευξη των στόχων θα γίνει με τα μέτρα που έχουν ήδη αποφασιστεί».

«Σε ό,τι αφορά την ανακούφιση του χρέους, είμαστε ικανοποιημένοι με τη δέσμευση που ανέλαβε το Eurogroup προκειμένου να διατηρηθούν οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από το 50% μεσοπρόθεσμα», πρόσθεσε ο κ. Χουλιαράκης, ο οποίος μίλησε για την ανάγκη ευρύτερης φορολογικής βάσης. Ανέδειξε δε ως προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και τη βελτίωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

«Περιμένουμε από την ΕΚΤ να αναλάβει δράση για την επαναφορά του waiver», υπογράμμισε μεταξύ άλλων, και προέβη σε 4 παρατηρήσεις αναφορικά με τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης τα προηγούμενα χρόνια:

-Η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν αναγκαία, αλλά ο ρυθμός της έχει σημασία, και υποεκτιμήθηκε ο αντίκτυπος σε επίπεδο ύφεσης.

-Τα οφέλη της αναδιάρθρωσης χρέους το 2012 ήταν σημαντικά, αλλά ήρθαν αργά.

-Υπήρξε μεγάλη προσαρμογή στην αγορά εργασίας και πολύ λίγες παρεμβάσεις στη λειτουργία των αγορών προϊόντων.

-Οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών δεν συνδυάστηκαν με ευρύτερες αναδιαρθρώσεις και με διευθετήσεις των «κόκκινων» δανείων.

«To μήνυμα είναι η υλοποίηση», ανέφερε χαρακτηριστικά  από το βήμα του Economist ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας για την Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ντέκλαν Κοστέλο, ο οποίος μίλησε για ελλειμματική εφαρμογή των μέτρων, που έχει λειτουργήσει ως «αχίλλειος πτέρνα» της μεταρρυθμιστικής πορείας στην Ελλάδα.

«Η πρώτη αξιολόγηση ασχολήθηκε κυρίως με το δημοσιονομικό πακέτο, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την υιοθέτηση βασικής νομοθεσίας για το ταμείο επενδύσεων, τον ενεργειακό τομέα κ.ο.κ. Η δεύτερη αξιολόγηση δεν θα έχει να κάνει με παραμετρικές μεταρρυθμίσεις και με ζητήματα κεντρικής νομοθεσίας. Θα αφορά την υλοποίηση», επισήμανε ο κ. Κοστέλο, o οποίος επισήμανε το ρίσκο του «εφησυχασμού».

Στο πλαίσιο αυτό μίλησε μεταξύ άλλων για την ανάγκη κινητοποίησης της δημόσιας διοίκησης με ομάδες και project management, βελτίωσης της αξιοπιστίας του φορολογικού συστήματος και αναβάθμισης του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Προκειμένου το ΔΝΤ να αναλάβει νέα δάνεια προς την Ελλάδα, θα πρέπει να καταστεί σαφής η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, διεμήνυσε από το βήμα του Economist η επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ για την Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου, υπογραμμίζοντας ότι το Ταμείο δεν είναι μέλος της συμφωνίας χρηματοδότησης για την Ελλάδα, «αλλά έχουμε δεσμευτεί να παραμείνουμε αφοσιωμένοι στις συζητήσεις».

Η κ. Βελκουλέσκου μίλησε για την ανάγκη εξειδίκευσης των λεπτομερειών ενόψει των περαιτέρω παρεμβάσεων στο ζήτημα του ελληνικού χρέους και, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, εξέφρασε την ελπίδα αυτό να γίνει ακόμη και πριν από τις γερμανικές εκλογές.

Έχουμε δεχτεί ότι η νομοθέτηση των παρεμβάσεων δεν είναι αναγκαία πριν από το 2018, αλλά τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συνάδουν με τη μελέτη μας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και επιθυμούμε να τα συζητήσουμε πριν εμπλακούμε ξανά στο ελληνικό πρόγραμμα, εξήγησε κ. Velculescu.

Η ίδια μίλησε για την ανάγκη πιο ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων και παρατήρησε πως η αναβολή κάποιων μεταρρυθμίσεων ή αποφάσεων για θέματα όπως τα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια «δεν συνάδουν με τις φιλόδοξες προβλέψεις για ανάπτυξη».

«Τους τελευταίους δύο μήνες έχουμε δει μια σταθεροποίηση αλλά όχι και την επιστροφή των καταθέσεων, πόσω μάλλον μια πιστωτική επέκταση», ανέφερε κατά την εισήγησή του στην 20ή Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την ο επικεφαλής της ομάδας της ΕΚΤ για την Ελλάδα Φραντσέσκο Ντρούντι, περιγράφοντας το περιβάλλον στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Πρόσθεσε δε πως υπάρχει σημαντική βελτίωση της πρόσβασης στις χρηματοοικονομικές αγορές, άρα και μείωση της έκθεσης προς την Κεντρική Τράπεζα, υπό την επισήμανση πως «αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η δανειοδότηση είναι πλέον ασφαλής, αλλά υπάρχει κίνηση».
 
Αναφερόμενος στο «κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης» που προηγήθηκε στις ελληνικές τράπεζες, ο κ. Ντρούντι έκανε λόγο για «εκροή δισεκατομμυρίων ευρώ από καταθέσεις και υποβάθμιση του χαρτοφυλακίου που διήρκησε αρκετά χρόνια λόγω της παρατεταμένης συρρίκνωσης του ΑΕΠ και των μη εξυπηρετούμενων δανείων - έκθεση στο 50%, το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά την “πρωταθλήτρια” Κύπρο, η οποία δούλεψε πάρα πολύ στο θέμα αυτό».

Ειδικότερα ως προς τα «κόκκινα» δάνεια, μίλησε για την ανάγκη «μιας νομοθεσίας που θα συμβάλλει στην επίλυση ζητημάτων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και ενός κατάλληλου συστήματος απονομής δικαιοσύνης το οποίο θα συνδράμει τη νομοθεσία».

«Γι’ αυτό χρειάζεται κι ένας μηχανισμός κινήτρων, για την εξεύρεση λύσεων μεταξύ δανειστών και δανειζομένων», πρόσθεσε ο κ. Ντρούντι, καταλήγοντας:

«Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας στο τραπεζικό σύστημα και οφείλω να πω ότι -αν δούμε την εμπειρία της Κύπρου- είναι ένα κομβικό σημείο για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας μεταξύ των πολιτών και του κράτους».

«Η δέσμευση -για στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018- είναι να διατηρηθούν αυτά τα επίπεδα και μεσοπρόθεσμα. Μπορούμε βεβαίως να συζητήσουμε τι ακριβώς σημαίνει ‘μεσοπρόθεσμα’, αλλά δεν θέλω να θέλω να μπω σε αυτήν τη συζήτηση. Η δέσμευση πάντως έχει καταγραφεί τόσο για την περίοδο του προγράμματος όσο και για μετά τη λήξη του», ανέφερε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ESM για την Ελλάδα Νικόλα Τζιαμαριόλι.

Αναφορικά με το ζήτημα του ελληνικού χρέους, σημείωσε πως «υπάρχουν μέτρα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο ενός σαφούς οδικού χάρτη. Ως προς τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, δουλεύουμε πάνω σε αυτά, και θα ανακοινωθούν σύντομα, όπως συμφωνήθηκε».

«Υπάρχουν στόχοι μεσοπρόθεσμοι οι οποίοι δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί, αλλά έχουν προσδιοριστεί, οπότε ξέρουμε τι προσπαθούμε να κάνουμε», πρόσθεσε ο κ. Giammarioli, λέγοντας πως «τις επόμενες εβδομάδες θα εξετάσουμε με τους συναδέλφους μας στο ΔΝΤ τις μελέτες βιωσιμότητας για να δούμε ποια μέτρα ταιριάζουν καλύτερα ως προς την επίτευξη του στόχου».

«Έχουμε εκταμιεύσει 170 δις στην Ελλάδα, που σημαίνει πάνω από το 50% του συνόλου του ελληνικού χρέους. Ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν και οι όροι του δανεισμού -μακροπρόθεσμη περίοδος ωρίμανσης, χαμηλά επιτόκια και περίοδος χάριτος-  είναι πολύ σημαντικοί και επιβεβαιώνουν την αλληλεγγύη της Ευρώπης προς την Ελλάδα», παρατήρησε ο κ. Τζιαμαριόλι.

Περισσότερο από το 30% των μέτρων δεν έχει εφαρμοστεί στην Ελλάδα, συνεπώς θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη ώθηση στην υλοποίηση, παρατήρησε κατά την παρέμβασή του στην 20ή Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης του Economist, ο διευθυντής μελετών χωρών-μελών του Οικονομικού Τμήματος του ΟΟΣΑ, Αλβάρο Περέιρα, μιλώντας με τη σειρά του για την ανάγκη ιδιοκτησίας του προγράμματος από την ελληνική κυβέρνηση.

Ο ίδιος μίλησε για την ανάγκη οικοδόμησης ενός αφηγήματος βασισμένου «στις μεταρρυθμίσεις και όχι στη λιτότητα», προτρέποντας για την ιεράρχηση προτεραιοτήτων, καθώς «δεν μπορείς να τα κάνεις όλα την ίδια στιγμή». Επισήμανε δε ότι στην Ελλάδα χρειάζονται κοινωνικά προγράμματα και δράσεις ενίσχυσης δεξιοτήτων.

Ο κ. Περέιρα επισήμανε ότι η Ελλάδα κατέχει την 155η θέση ανάμεσα σε 199 χώρες σε επίπεδο Doing Business (Παγκόσμια Τράπεζα) και πρόσθεσε ότι, για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, χρειάζεται αφενός απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και τομέων όπως η ενέργεια, αφετέρου συναίνεση σε μεταρρυθμίσεις όπως η βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης.

Η κεφαλαιακή επάρκεια, πάνω από 18%, δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες μετά την ανακεφαλαιοποίηση έχουν επαρκή κεφάλαια και μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στην επανεκκίνηση της οικονομίας, ανέφερε η πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Λούκα Κατσέλη.

Η ίδια σημείωσε ότι η αναδιάρθρωση του χρέους είναι ένα πολύ σημαντικό «σήμα» για τους ξένους επενδυτές, ως προς τον τρόπο που προσεγγίζουν την ελληνική αγορά.

Η κ. Κατσέλη μίλησε για τέσσερις σημαντικές προκλήσεις του τραπεζικού συστήματος:

-Η αποκατάσταση της πίστης και της εμπιστοσύνης με άρση των συστημικών ασταθειών («η επιτυχημένη πρώτη αξιολόγηση είναι ένα πρώτο βήμα, που καλλιεργεί προσδοκίες»)

-Η μετατόπιση κεφαλαίων από μη παραγωγικές σε παραγωγικές επιχειρηματικές δραστηριότητες («πρέπει να αποφασίσουμε ποια δάνεια πρέπει να αναδιαρθωθούν και ποια να μεταβιβαστούν σε τρίτους»)

-Οι νέοι κανόνες στο πλαίσιο του ΕSM (π.χ. ενιαίος εποπτικός μηχανισμός, ενιαίος οργανισμός επίλυσης διαφορών)

-Ο ψηφιακός μετασχηματισμός

«H ελάφρυνση χρέους δεν σημαίνει ότι θα έρθουν και επενδυτές. Χρειάζεται ένα καλύτερο επιχειρηματικό κλίμα. Η Ελλάδα έχει χάσει τόσο πολύ από την εμπιστοσύνη των επενδυτών, που πρέπει να δουλέψει πάρα πολύ και να στείλει ένα πολύ ισχυρό μήνυμα στους ξένους επενδυτές», σχολίασε από το βήμα του Economist, o διευθυντής και επικεφαλής τμήματος M&A για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική της Deutsche Bank, Ουμπέρ Βανιέ.

«Όσο επιτυγχάνεται ανάπτυξη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώνονται», σημείωσε ο κ. Vannier, παρατηρώντας ότι οι τράπεζες της Ελλάδας έχουν φτάσει σε οριακό επίπεδο σε ό,τι αφορά τη χορηγηση δανείων, ωστόσο, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η κατάσταση βελτιώνεται.

Ο ίδιος αναφέρθηκε στο δικαστικό σύστημα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «για να εκτελεστεί ένα συμβόλαιο στην Ελλάδα χριεάζεται τετραπλάσιο χρόνο από τον μ.ό. σε άλλες χώρες του κόσμου κι αυτό δυσχαιρένει την κερδοφορία των τραπεζών».

«Υπάρχει λύση. Η οικονομική ανάπτυξη κι ένας νόμος που θα επιτρέπει τις επενδύσεις τρίτων. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν ακόμη να γίνουν», υπογράμμισε ο υψηλόβαθμος εκπρόσωπος της Deutsche Bank, ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Προβληματισμένος για τα πραγματικά οφέλη των επενδυτικών εταιρειών της ελληνικής αγοράς από τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων εμφανίστηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Magna Trust Securities, Bασίλης Τσαπρούνης.

«Αν μου έλεγε κάποιος να αγοράσω ένα «κακό» δάνειο θα ήμουν επιφυλακτικός. Τα προβλήματα είναι περισσότερα. Δεν είναι μόνο τα χρέη μιας εταιρείας αλλά και οι προοπτικές της που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όταν κανείς αξιολογεί το ενδεχόμενο να αγοράσει ένα δάνειο», σχολίασε ο κ. Τσαπρούνης.

Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι είναι δύσκολο να επιτύχει το εγχείρημα και μίλησε για την ανάγκη αλλαγής του μοντέλου ανάπτυξης του χρηματοοικονομικού κλάδου: «Χρηματοοικονομικός κλάδος δεν είναι μόνο οι τράπεζες. Eίναι οι χρηματιστηριακές εταιρείες, οι επενδυτικές εταιρείες, τα αμοιβαία κεφάλαια κ.ά».

Όπως είπε, το μοντέλο ανάπτυξης αυτής της αγοράς πρέπει να αλλάξει με τρόπο ώστε να υπάρχει εξωστρέφεια, και «να μην περιμένουν οι εταιρείες πότε θα ανέβει το χρηματιστήριο για να περάσουν σε κερδοφορία».

«Υπάρχει σαφής διάβρωση της μεσαίας τάξης που δείχνει την ανισομερή κατανομή του πλούτου, διεμήνυσε από το βήμα του Economist, ο Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γιώργος Κατρούγκαλος, λέγοντας πως η μεταρρύθμιση της κυβέρνησης εστιάζει στην αποκατάσταση του αναδιανεμητικού χαρακτήρα του συστήματος ασφάλισης.

«Eναρμονίσαμε τους ίδιους κανόνες για όλους, θεσπίσαμε την εθνική σύνταξη, θεσπίσαμε σύνταξη ανάλογη με τις εισφορές που έχει καταβάλει ο ασφαλισμένος. Δίνουμε υψηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης σε άτομα χαμηλού εισοδήματος. Προστατεύσαμε τις συντάξεις και μοιράσαμε πιο δίκαιο το βάρος της κοινωνικής ασφάλισης σε όλους», ανέφερε.

Μεταξύ άλλων υπογράμμισε πως «το ΙΚΑ έδινε συντάξεις με 930 διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού», σημείωσε ότι «η κρίση έπληξε την Ελλάδα περισσότερο από άλλες χώρες» και παρατήρησε ότι «το ελληνικό κράτος έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα σύστημα που δεν έδινε οφέλη, ενώ ταυτόχρονα οι συνθήκες επιδεινώνονταν».

«Την κατάρρευση του ασφαλιστικού δεν πρέπει να τη δούμε αποσπασματικά. Απαιτείται αλλαγή υποδείγματος. Το διεθνές περβάλλον γίνεται δυσχερές για μικρές και πτωχευμένες χώρες όπως η Ελλάδα», τόνισε ο κ. Τάσος Γιαννίτσης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων επιχειρώντας να παρουσιάσει τις μελλοντικές προκλήσεις.

Ο κ. Γιαννίτσης ναφέρθηκε στις πολιτικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει επί σειρά δεκαετιών στο ασφαλιστικό και οι οποίες -όπως είπε- αποσταθεροποιούν το σύστημα, ως σύστημα κοινωνικής συνοχής. Τόνισε ότι «το κόστος για την Ελλάδα συνδέεται με το κοινωνικό κόστος» και «η επιτυχία εξαρτάται από την πολιτική και την ικανότητά της να προωθήσει τη μείωση των ανισοτήτων».

«Αν αυτό δεν συμβεί, κάθε κυβέρνηση θα βρίσκεται εμπρός στην πρόκληση για λήψη νέων επώδυνων μέτρων», πρόσθεσε, και έκανε λόγο για πρακτικές που μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον, όπως η χρήση πόρων που ευνοεί τις πελατειακές σχέσεις.

Ο ίδιος εστίασε σε 4 πυλώνες κλειδιά για το μέλλον της ασφάλισης: την οργάνωση, την αναδιάρθρωση, τις συνεργασίες και την υπευθυνότητα.

«Υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αυξηθεί η συνολική αποταμίευση κατά τον εργασιακό βίο. Κι αυτό δεν ευνοείται από το αναδιανεμητικό σύστημα. Υπάρχει κίνδυνος ενός νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού και είναι ώρα να δούμε πώς θα αναδιανεμηθεί το ρίσκο», τόνισε ο Χριστόφορος Σαρδελής, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Ασφαλιστικής, ο οποίος παρέθεσε εισήγηση κατά την 20ή Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση.

Μιλώντας για την ευθύνη των κυβερνήσεων να διασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωση των ασφαλισμένων, σημείωσε ότι πρέπει να υπάρχει σύστημα τριών πυλώνων. «Πρέπει να υπάρχει συνδυασμός του δημόσιου διανεμητικού συστήματος κι ενός ιδιωτικού κεφαλαιοποιητικού συστήματτος. Έτσι το μελλοντικό εισόδημα θα συνδέεται περισσότερο με την ανάπτυξη», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ότι σε ένα τέτοιο σύστημα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διεθνείς τάσεις, όπως η «νέα κανονικότητα», με ένα περιβάλλον στο οποίο επικρατούν χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και χαμηλά επιτόκια.