Skip to main content

Κεντροαριστερό υποψήφιο με καθολική ψηφοφορία προτείνει ο Αβραμόπουλος

Η πρόταση Αβραμόπουλου για τον υποψήφιο στον δήμο Θεσσαλονίκης - Κατηγορεί τον Μπουτάρη ότι «αφήνει πίσω του διοικητικά και πολιτικά συντρίμμια»

Να αναδειχθεί ο υποψήφιος της κεντροαριστεράς για το δήμο Θεσσαλονίκης, μέσα από καθολική ψηφοφορία στην οποία να έχει δικαίωμα συμμετοχής το σύνολο των ψηφοφόρων, προτείνει ο Παναγιώτης Αβραμόπουλος, μέλος της «Κίνησης των πέντε» δημοτικών συμβούλων και τέως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Σε ανάρτησή του στο fb σημειώνει μεταξύ άλλων ότι «η αναβίωση της κοινωνίας πολιτών και η ενίσχυσή της μπορεί να προέλθει μόνο από μία συμμετοχική, ανοιχτή, απολύτως δημοκρατική εκλογική διαδικασία, με τις απαραίτητες εγγυήσεις για την αξιοπιστία και τη διαφάνεια». Σύμφωνα με τον ίδιο αυτό μπορεί να γίνει «με βάση τους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Θεσσαλονίκης, την αυτοπρόσωπη παρουσία των πολιτών στην κάλπη, με την υποστήριξη της ψηφιακής τεχνολογίας και με τη ρητή δέσμευση όλων όσοι συμφωνήσουν να λάβουν μέρος σε αυτήν τη διαδικασία ότι το πρόσωπο που θα αναδειχθεί θα αποτελεί την πρόταση υποψηφίου δημάρχου και όλοι οι άλλοι θα συνταχθούν μαζί του και θα συμμετάσχουν στην κατάρτιση του εκλογικού συνδυασμού».

Στην ανάρτησή του ο κ. Αβραμόπουλος κατηγορεί τον Γιάννη Μπουτάρη ότι «αφήνει πίσω του διοικητικά και πολιτικά συντρίμμια. Η ανερμάτιστη και αυτοαναφορική άσκηση της εξουσίας του τα τελευταία χρόνια επέφερε την απαξίωση και, εν τέλει, τη διάλυση της παράταξης Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη η οποία τον ανέδειξε».

Επίσης, αφήνει σαφείς αιχμές, τόσο εναντίον του Σπύρου Βούγια, όσο και κατά της Καλυψώς Γούλα. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «οι διεκδικητές που έχουν μέχρι τώρα εμφανιστεί, είτε επανακάμπτουν από το παρελθόν έχοντας, στο μεταξύ, κλείσει έναν κύκλο στην κεντρική πολιτική σκηνή, είτε προβάλλουν ότι διαθέτουν μία ‘κληρονομιά’ η οποία, όμως, καταφανώς έχει σπαταληθεί και το κοινωνικό τους στίγμα είναι αδύναμο έως ανύπαρκτο».

Επικριτικός εμφανίζεται και απέναντι στην υποψηφιότητα της Κατερίνας Νοτοπούλου την οποία χαρακτηρίζει ως «καθαρόαιμη κομματική υποψηφιότητα, η οποία περιβάλλεται με το πολιτικό τέχνασμα της δημιουργίας δημοκρατικού μετώπου απέναντι σε μία ...επερχόμενη σκοτεινή απειλή ( ;)».

Τέλος, θεωρεί ατελέσφορη την προσπάθεια της διαπαραταξιακής Επιτροπής για την ανάδειξη κοινού υποψηφίου καθώς, όπως τονίζει, «υπονομεύεται από την πλειοψηφία των συμμετεχόντων σε αυτήν, οι οποίοι με αυταρέσκεια θεωρούν τους εαυτούς τους εκλεκτούς του λαού και ζητούν από τους υπολοίπους να τους ακολουθήσουν».

Το πλήρες κείμενο της ανάρτησης του Π. Αβραμόπουλου είναι το ακόλουθο:

«Οι δημοτικές εκλογές απέχουν αρκετά ακόμα. Άλλωστε, ο χρονικός προσδιορισμός τους για το Μάιο του 2019 (μαζί με τις Ευρωεκλογές), σε συσχετισμό με τη θέσπιση του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής για τη διεξαγωγή τους, τις εντάσσουν στις ευρύτερες επιδιώξεις των παικτών του κεντρικού πολιτικού παιχνιδιού.

Από την άλλη, οι πολίτες βυθισμένοι στα πολλά καθημερινά προβλήματά τους για την επιβίωση, σε καθεστώς οικονομικής δυσπραγίας, αδιαφορούν -σε μεγάλο βαθμό ακόμα- για το παιχνίδι της κατάληψης της δημοτικής εξουσίας που ήδη έχει αρχίσει.

Πολλοί φίλοι μου με καλούν να τοποθετηθώ και να ανακοινώσω τις σκέψεις μου για τις εκλογές και τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα αυτήν την περίοδο. Είπα, λοιπόν, να το κάνω.

Κατ´ αρχάς, θεωρώ ότι ο Γιάννης Μπουτάρης αφήνει πίσω του διοικητικά και πολιτικά συντρίμμια. Η ανερμάτιστη και αυτοαναφορική άσκηση της εξουσίας του τα τελευταία χρόνια επέφερε την απαξίωση και, εν τέλει, τη διάλυση της παράταξης Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη η οποία τον ανέδειξε.

Η παράταξη αυτή είχε εκφράσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα -ήδη από το 2005 και μέχρι τουλάχιστον τις εκλογές του 2014- το χώρο της κεντροαριστεράς και των φιλελεύθερων πολιτών της συντηρητικής παράταξης στη Θεσσαλονίκη.

Δεύτερον, τα πολιτικά κόμματα, εξυπηρετώντας νομοτελειακά τους πολιτικούς στόχους και τις επιδιώξεις τους, εκμεταλλεύονται τη διάσπαση της ενότητας της κοινωνίας πολιτών, η οποία είχε επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Προωθούν τους «εκλεκτούς» τους, προκειμένου να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους και να ακονίσουν τους μηχανισμούς τους εν όψει της επικείμενης μάχης των μαχών, δηλαδή τις βουλευτικές εκλογές.

Τρίτον, το σύστημα της απλής αναλογικής -ένα θέμα το οποίο δεν έχει αναλυθεί επαρκώς στους πολίτες για τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις του στην τοπική διακυβέρνηση- έχει, προς το παρόν, πυροδοτήσει πολιτικές φιλοδοξίες, με αποτέλεσμα ένα πλήθος υποψηφίων δημάρχων να έχει κάνει την εμφάνισή του μέχρι τώρα. Είναι προφανές ότι ο δήμαρχος που θα εκλεγεί, πρέπει να αποκτήσει γρήγορα -εάν δεν τη διαθέτει ήδη- κουλτούρα διαπραγματεύσεων, συναλλαγών και τήρησης ισορροπιών, προκειμένου να κυβερνήσει και να προωθήσει δημοτικό έργο.

Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ένα μείζον θέμα: Μπορεί να εκφραστεί με ένα πρόσωπο ο ευρύτερος χώρος της λεγόμενης κεντροαριστεράς ο οποίος, μέχρι τις εκλογές του 2014, είχε συσπειρωθεί γύρω από την Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη και την είχε στηρίξει; Και, μάλιστα, κοντά σε αυτόν, να προσελκυθεί και ο χώρος του πολιτικού φιλελευθερισμού και των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, ώστε να συγκροτηθεί πλειοψηφία ικανή να εκλέξει το νέο της δήμαρχο;

Τα πράγματα, κατά την άποψή μου, είναι δύσκολα. Η συντριμματική κατάσταση που αφήνει πίσω του ο Γιάννης Μπουτάρης επέφερε απογοήτευση και φυγόκεντρες τάσεις στην κοινωνία πολιτών.

Οι διεκδικητές που έχουν μέχρι τώρα εμφανιστεί, είτε επανακάμπτουν από το παρελθόν έχοντας, στο μεταξύ, κλείσει έναν κύκλο στην κεντρική πολιτική σκηνή, είτε προβάλλουν ότι διαθέτουν μία «κληρονομιά» η οποία, όμως, καταφανώς έχει σπαταληθεί και το κοινωνικό τους στίγμα είναι αδύναμο έως ανύπαρκτο.

Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, προωθεί μία καθαρόαιμη κομματική υποψηφιότητα, η οποία περιβάλλεται με το πολιτικό τέχνασμα της δημιουργίας δημοκρατικού μετώπου απέναντι σε μία ...επερχόμενη σκοτεινή απειλή ( ;).

Η Διαπαραταξιακή Επιτροπή, η οποία έχει αναλάβει να καταλήξει σε ένα πρόσωπο και σε ένα κοινό πρόγραμμα, υπονομεύεται από την πλειοψηφία των συμμετεχόντων σε αυτήν, οι οποίοι με αυταρέσκεια θεωρούν τους εαυτούς τους εκλεκτούς του λαού και ζητούν από τους υπολοίπους να τους ακολουθήσουν.

Με τον τρόπο αυτόν και εν αναμονή του εναπομείναντος χρίσματος -δηλαδή αυτού του ΚΙΝ.ΑΛ.- η επίτευξη ευρύτερης πλειοψηφίας δεν είναι ορατή.

Στο σημείο αυτό πρέπει, για ακόμη μία φορά, να ξεκαθαρίσω (όπως και κατά το παρελθόν έχει χρειαστεί να κάνω) ότι, στη δημοκρατία τα κόμματα είναι οι φορείς της πολιτικής εξουσίας και της βούλησης των πολιτών. Συνεπώς, δεν διαπράττουν κάποιας μορφής πολιτικό αδίκημα όταν υποδεικνύουν υποψηφίους δημάρχους ή δηλώνουν ότι τους στηρίζουν. Μερικές όμως φορές, οι αποφάσεις τους μπορεί να συγκρούονται με τη βούληση της κοινωνίας των πολιτών ή τις ανάγκες και τις επιθυμίες της τοπικής κοινωνίας. Το έργο αυτό το έχουμε δει πολλές φορές κατά το παρελθόν στη Θεσσαλονίκη.

Πιστεύω ότι η αναβίωση της κοινωνίας πολιτών και η ενίσχυσή της μπορεί να προέλθει μόνο από μία συμμετοχική, ανοιχτή, απολύτως δημοκρατική εκλογική διαδικασία, με τις απαραίτητες εγγυήσεις για την αξιοπιστία και τη διαφάνεια. Με βάση τους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Θεσσαλονίκης, την αυτοπρόσωπη παρουσία των πολιτών στην κάλπη, με την υποστήριξη της ψηφιακής τεχνολογίας και με τη ρητή δέσμευση όλων όσοι συμφωνήσουν να λάβουν μέρος σε αυτήν τη διαδικασία ότι το πρόσωπο που θα αναδειχθεί θα αποτελεί την πρόταση υποψηφίου δημάρχου και όλοι οι άλλοι θα συνταχθούν μαζί του και θα συμμετάσχουν στην κατάρτιση του εκλογικού συνδυασμού. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί συμμερίζονται μία τέτοια άποψη.

Η κίνηση των πέντε δημοτικών συμβούλων που συγκροτήθηκε από την περασμένη άνοιξη, έχει συνεισφέρει μέχρι σήμερα στην αναζήτηση μίας τέτοιας διεξόδου. Η μέχρι τώρα στάση μας δικαιώνει την ενωτική μας προσπάθεια.

Το τι θα συμβεί, όμως, τελικά θα καθορισθεί από τις εξελίξεις.

Εν τέλει, πιστεύω ότι, ο νέος δήμαρχος της Θεσσαλονίκης πρέπει να διαθέτει εμπεδωμένη κοινωνική συνείδηση και ευαισθησία, προσήλωση στην πόλη και τις αναπτυξιακές της δυνατότητες, αντίληψη των καθημερινών αναγκών και προβλημάτων των πολιτών και αναμφισβήτητη εργατικότητα».