Skip to main content

Αγνοήσαμε τις βιαιότητες στην Κωνσταντινούπολη και ζητήσαμε… συγγνώμη

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955 έπεσε μια κροτίδα στο χώρο του τουρκικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη που, όπως αποδείχθηκε, ήταν προβοκάτσια.

Αναφέρθηκα εχθές, αλλά και παλαιότερα, στην πρωτόγνωρη γκάφα της ελληνικής διπλωματίας, να αποδεχθεί την πρόσκληση για Τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο με Βρετανούς και Τούρκους, αναγνωρίζοντας στους τελευταίους το δικαίωμα να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για την Κύπρο, την οποία μέχρι τότε αγνοούσαν.

Δυστυχώς, δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Την επομένη, υπήρξε και συνέχεια. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955 έπεσε μια κροτίδα στο χώρο του τουρκικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, που όπως αποδείχθηκε αργότερα επρόκειτο για προβοκάτσια των Τούρκων. Με αυτό ως αφορμή, επιτέθηκαν με βαρβαρότητα οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων στην ΚΠολη, γεγονός που πρόβαλαν τα διεθνή μέσα.

Την 7η Σεπτεμβρίου το πρωί, στο Λονδίνο συνεχίστηκε η Τριμερής Διάσκεψη. Ο Φατίν Ρουστού Ζορλού (υπουργός προεδρίας και αναπληρωτής υπουργός επί των εξωτερικών) επετέθη κατά της Ελλάδος για την έκρηξη στο τουρκικό προξενείο. Αναρωτήθηκε δε, τι νόημα είχε η συνέχιση των συζητήσεων όταν συμβαίνουν τέτοια θλιβερά γεγονότα εις βάρος της χώρας του. Για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τους ομοφύλους του σιώπησε επιμελώς.
Ο Στ. Στεφανόπουλος, ο οποίος εκπροσωπούσε την Ελλάδα, δεν έκρυψε την έκπληξή του και δήλωσε: «Η αντιπροσωπεία μας δεν έχει λάβει καμία επίσημη πληροφορία (...) πρόκειται αναμφίβολα περί μιας εγκληματικής ενέργειας ανεύθυνων ατόμων που ουδεμία σχέση έχουν με την Ελληνική Κυβέρνηση. Εξ ονόματος της Κυβερνήσεώς μου εκφράζω επισήμως την θλίψη μου»!

Ο Μαχμούτ Ντικερντέμ (διπλωμάτης, μέλος της τουρκικής αντιπροσωπείας) γράφει στο βιβλίο του: «Κοιταχτήκαμε. Από την καταιγίδα που αναμέναμε είχαμε γλυτώσει πολύ φτηνά».

Η ελληνική αντιπροσωπεία είχε πλήρη άγνοια των τουρκικών βαρβαροτήτων της 6ης Σεπτεμβρίου! Ούτε θεώρησε απαραίτητο να ζητήσει ολιγόλεπτη διακοπή για να ενημερωθεί από την Αθήνα. Αντί να κατακεραυνώσει τους Τούρκους και να βρει αφορμή προς αποκλεισμό τους από την Τριμερή Διάσκεψη... ζήτησε συγγνώμη.

Ο έτερος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παν. Κανελλόπουλος έστειλε στις 6 το πρωί τηλεγράφημα στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου, το οποίο δόθηκε μεν εγκαίρως στο Στ. Στεφανόπουλο, αλλ’ αυτός δεν το άνοιξε. Δικαιολογήθηκε πως δεν του επέδειξε η Πρεσβεία να το λάβει αμέσως υπ' όψη. Η Πρεσβεία υποστήριξε πως δεν το έπραξε διότι το τηλεγράφημα ήταν "ανοικτό" (δηλαδή, κοινό, άρα μη επείγον και σημαντικό), ενώ ο Παν. Κανελλόπουλος επέμενε πως το τηλεγράφημα εστάλη "κρυπτογραφικό". Φαιδρότητες.

Η ανευθυνότητα και η ανικανότητα σε όλη της τη διάσταση. Περιττό να τονιστεί ότι η παγκόσμια κοινή γνώμη ήταν ενήμερη για τα γεγονότα από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων που τα μετέδωσαν. Όλη η ανθρωπότητα γνώριζε τα συμβάντα, πλην της ελληνικής αντιπροσωπείας και των διπλωματών μας στο Λονδίνο.

Ως παρεπόμενο, να προστεθούν και τα επόμενα. Είδαμε, στο χθεσινό σημείωμα, ότι οι Βρετανοί ενοχλήθηκαν από τη στάση που τήρησε η Ελλάδα κατά τον απελευθερωτικό αγώνα των παιδιών της στην Κύπρο. Πλην των πολλών άλλων μέτρων που έλαβαν για την κατάπαυσή του, δεν παρέλειψαν να απαιτήσουν από τη χώρα μας να αποσύρει την προσφυγή που έκανε στον Ο.Η.Ε., με το επιχείρημα ότι το θέμα θα έπρεπε να λυθεί εντός του πλαισίου της Συμμαχίας. Δεν θα ήταν ωραία η εικόνα να προσφεύγει ο ένας σύμμαχος εναντίον του άλλου σε διεθνή όργανα.

Κατά τον Ιω. Ν. Σωσσίδη, που μετείχε στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου, οι Βρετανοί ζήτησαν τη συνδρομή του Στ. Στεφανόπουλου επ' αυτού, αλλά δεν βρήκαν θετική ανταπόκριση. Εκείνο, όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία στη διήγηση αυτού του περιστατικού είναι το σχόλιο του Κύπριου δημοσιογράφου Σπύρου Παπαγεωργίου, ο οποίος το περιγράφει, ως προς την άρνηση του Στ. Στεφανόπουλου να ενδώσει στις βρετανικές πιέσεις. Γράφει ο Σπ. Παπαγεωργίου: «Ο Στέφανος Στεφανόπουλος είχεν καταφανώς αποτύχει εις τας εξετάσεις που εκλήθη να δώση, όπως ακριβώς θα απετύγχανεν οιοσδήποτε αξιοπρεπής και πατριώτης Έλλην».

Γι’ αυτό, προσθέτω εγώ, και δεν έγινε πρωθυπουργός μετά το θάνατο του Παπάγου. Στη θέση του προτιμήθηκε ο Κ. Καραμανλής.