Skip to main content

Το κύμα ακρίβειας χτυπάει και τα φθηνά όσπρια στο ελληνικό τραπέζι

Τα άλλοτε ταπεινά όσπρια θα είναι φέτος.. τσιμπημένα. Περιορισμένη εγχώρια παραγωγή λόγω καύσωνα και ακριβές εισαγωγές ανεβάζουν την τιμή.

Μπορεί να θεωρούνται η τροφή του φτωχού, μπορεί να έσωσαν από την πείνα τους Έλληνες σε δύσκολες εποχές όπως η γερμανική κατοχή, ωστόσο στα χρόνια της πανδημίας και συγκεκριμένα το 2021 δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον κυκλώνα των ανατιμήσεων που χτυπά πάσης φύσεως προϊόντα.

Ο λόγος φυσικά για τα όσπρια, που δεν φαίνεται να αποτελούν εξαίρεση στη λίστα των προϊόντων που οι καταναλωτές θα κληθούν να πληρώσουν ακριβότερα το επόμενο διάστημα.

Τα φθηνά και προσιτά στην τσέπη του μέσου Έλληνα καταναλωτή όσπρια, φασόλια, φακές και ρεβύθια, θα ακριβύνουν λόγω ενός ντόμινο εξελίξεων που αφορούν τα συγκεκριμένα προϊόντα.

Ο καύσωνας... ξέρανε τα φασόλια στις Πρέσπες

Για τους φασολοπαραγωγούς στη δυτική Μακεδονία και τις ακριτικές Πρέσπες η φετινή χρονιά μόνο καλή δεν ήταν. Οι υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες που σημειώθηκαν κυρίως τον Ιούνιο και τον Ιούλιο οδήγησαν σε μεγάλη καταστροφή της παραγωγής, που σύμφωνα με τον πρόεδρο του Α.Σ. Φασολοπαραγωγών Εθνικού Δρυμού Πρεσπών Κώστα Ναλμπάντη έφτασε σε απώλειες της τάξης του 75%.

«Δυστυχώς η κλιματική αλλαγή επηρέασε μια καλλιέργεια που ευδοκιμεί σε ένα συγκεκριμένο υψόμετρο και δεν είχε δει ποτέ τέτοιες θερμοκρασίες», εξηγεί ο πρόεδρος του συνεταιρισμού στην Voria.gr.

Τα μεγαλόσπερμα πλακέ φασόλια και οι «γίγαντες – ελέφαντες» που καλλιεργούνται στην περιοχή και είναι Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης θα βρίσκονται φέτος σε έλλειψη, κάτι που σημαίνει πως για να βάλει στην κατσαρόλα του ο μέσος Έλληνας καταναλωτής το ονομαστό φασόλι Πρεσπών θα πρέπει να το πληρώσει ακριβότερα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, οι εισαγωγές οσπρίων, κυρίως από ΗΠΑ, Καναδά και Κίνα, που ήταν ήδη αυξημένες στη χώρα μας, αναμένεται να αυξηθούν ακόμα περισσότερο λόγω της έλλειψης εγχώριας παραγωγής και σύμφωνα με καλά γνωρίζοντες την αγορά μπορούν να φτάσουν έως και το 75%  από 65% σε ομαλές περιόδους.

Η λύση του ξένου οσπρίου βέβαια μόνο φθηνή δεν είναι, αφού η παγκόσμια άνοδος των τιμών στα ναύλα και τα κοντέινερ, όπως και στα καύσιμα, θα επιβαρύνει την τιμή των προϊόντων μέχρι να φτάσουν στα χέρια του καταναλωτή.

Αυτό βέβαια, σύμφωνα με τον Κώστα Ναλμπάντη, θα λειτουργήσει κατάτι ευεργετικά στον βραχνά των παράνομων ελληνοποιήσεων οσπρίων, κυρίως φασολιών.

«Στο παρελθόν βλέπαμε όλοι να βαπτίζουν “Πρεσπών”, φασόλια από την Κίνα πκαι από άλλες τρίτες χώρες, πουλώντας τα ακριβότερα. Φέτος ωστόσο το εισαγόμενο προϊόν θα είναι ακριβό και η λεγόμενη ελληνοποίηση δεν συμφέρει όσους εδώ και χρόνια επιχειρούν να εξαπατήσουν τους καταναλωτές», τονίζει.

Η εγκατάλειψη της φακής

Στο μέτωπο της φακής τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και εκεί υπάρχει μείωση της παραγωγής, όχι όμως λόγω των κλιματικών συνθηκών, όσο για το ότι αποδείχθηκε απαιτητική και πολλές φορές ασύμφορη καλλιέργεια.

Ο θεσσαλικός κάμπος είναι μια από τις περιοχές όπου οι φακές είναι το κύριο κομμάτι της ελληνικής παραγωγής. Ο συνεταιρισμός ΘΕΣΤΟ σε Λάρισα και Καρδίτσα μπήκε δυναμικά στην καλλιέργεια οσπρίων από το 2018 με περισσότερους από 100 παραγωγούς, 500 τόνους ετήσια παραγωγή και δέκα κωδικούς προϊόντων.

Όπως λέει στη Voria.gr ο διευθυντής του συνεταιρισμού Αστέριος Σαπουνάς «τα μέλη του συνεταιρισμού εγκατέλειψαν σε ένα μεγάλο ποσοστό την καλλιέργεια της φακής και στράφηκαν σε πιο προσοδοφόρες καλλιέργειες.

Ωστόσο, στη φετινή παραγωγή, αν και περιορισμένη λόγω ακραίων θερμοκρασιών, επετεύχθη άνοδος της τιμής που φτάνει μέχρι και το 20%, καθώς η ποιότητα του προϊόντος ήταν υψηλή.

Αντίο στην καλλιέργεια φακής είπαν και οι αγρότες του Συνεταιρισμού Βασιλικών στη Θεσσαλονίκη, που προ ολίγων ετών επιχείρησαν άνοιγμα στην αγορά των οσπρίων γενικότερα. Τα προβλήματα στην καλλιέργεια και η μη απόδοση κερδών έστρεψαν το ενδιαφέρον προς άλλα προϊόντα.

Στο πεδίο της τυποποιημένης φακής, οι μεγάλοι παίχτες της αγοράς προκειμένου να προλάβουν ένα ενδεχόμενο ράλι τιμών λόγω και των ακριβών εξαγωγών, είχαν ήδη προβεί στην αγορά ποσοτήτων πριν αρχίζει η άνοδος της αξίας ώστε να επιτύχουν συγκράτηση της τιμής του προϊόντος που φτάνει στο ράφι.