Skip to main content

Αντέχει η Θεσσαλονίκη τον όρο «Σκοτεινός Τουρισμός»;

Άρθρο στη Voria.gr της υποψήφιας διδάκτορος Στρατιωτικής Ιστορίας Δέσποινας Χαρίτου για τον όρο του «Σκοτεινού Τουρισμού» στη Θεσσαλονίκη

Της Δέσποινας Χαρίτου*

Ο σκοτεινός τουρισμός αντιπροσωπεύει ταξίδια σε τοποθεσίες που σχετίζονται με τον τρόμο, τον θάνατο, τη δυστυχία και τη θλίψη. Οι «σκοτεινοί τουρίστες» όπως αποκαλούνται διεθνώς, ολοένα και περισσότερο αναζητούν προορισμούς που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και τις αναζητήσεις τους. «Εβδομήντα πέντε δολάρια για παράδειγμα κοστίζει το εισιτήριο για ένα ταξίδι τεσσάρων μόνο ωρών στο σημείο όπου ο κατά συρροή δολοφόνος Τσαρλς Μέισον σκότωσε το 1969 τη Σάρον Τέιτ, τότε σύζυγο του σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι» γράφει η Deutsche Welle με τίτλο δημοσιεύματος «Dark tourism - ο τουρισμός του τρόμου», στις 8 Αυγούστου του 2018. Μάλιστα πλήθος τουριστών συρρέουν ακόμα και σήμερα για να βγάλουν μια φωτογραφία στον τόπο του εγκλήματος.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά το νέο είδος εναλλακτικού τουρισμού που έρχεται και στη χώρα μας, ιδίως όταν επρόκειτο να συμπεριληφθούν σε αυτόν, οι τόποι μνήμης στρατιωτικών επιχειρήσεων και τα πεδία μάχης δίχως να εξεταστούν οι θέσεις αυτές υπό το μικροσκόπιο για να τους αποδοθεί ένας αδόκιμος όρος. Τη στιγμή που μιλάμε μεθοδεύεται αδίκως η ένταξη των πολεμικών- στρατιωτικών θέσεων σε τουριστικές οικονομικές ατζέντες που δεν έχουν σκοπό να τιμήσουν τον θάνατο αλλά το αντίθετο, να τον επικοινωνήσουν σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ευθύνης απέναντι σε όλους όσους θυσιάστηκαν στο πεδίο της μάχης.

Δυστυχώς, τα στρατιωτικά νεκροταφεία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούν στόχο ένταξης στο νέο εναλλακτικό είδος τουρισμού «Dark Tourism», τη στιγμή που έχουν αναλυθεί αρκετά για το μέγεθος τουs σε νεκρούς, για το μέγεθος του πολέμου και την εποχής τους, 20ος αιώνα, τις επιπτώσεις και το αντίκτυπο στην κοινωνία με κάθε ένα από αυτά να αντιπροσωπεύει σήμερα έναν (πιθανό) τουριστικό χώρο ακόμα κι έναν ιδιαίτερο θησαυρό για τον ταξιδιώτη που θέλει να τα επισκεφθεί: ερευνητή, ιστορικό, απόγονο πεσόντα (μαχητή- στρατιώτη), μαθητή, ταξιδιώτη πολεμικών και στρατιωτικών γεγονότων. Αξίζει να αναφέρουμε, ότι στην περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας σήμερα, σώζονται τουλάχιστον 7 επισκέψιμα στρατιωτικά κοιμητήρια με τάφους στρατιωτών, αξιωματικών, πεσόντων μάχης που πέθαναν στο καθήκον υπηρετώντας το Μέτωπο Θεσσαλονίκης.

Συνεπώς, ο όρος Dark πρέπει να διαχωριστεί διότι αναφέρεται σε περιοχές, όπου υπάρχει κακή ποιότητα ζωής, βιαιότητες και κυρίως θάνατος. Μία τέτοια περιοχή θα ήταν σήμερα σίγουρα το Αφγανιστάν με το είδος αυτό του τουρισμού να αποκτά και δημοσιογραφική διάσταση από τις διάφορες εκπομπές περιήγησης που μπορούν να γίνουν μέσω κινητού στη γενικότερη λογική ενός τουριστικού ταξιδιού... Eκτός αυτού όμως, ο όρος απευθύνεται και σε ιστορικές περιοχές με κληρονομιά, τη λεγόμενη «Dark Heritage», με μουσεία και χώρους, όπου εκτίθενται μαρτυρίες και τόποι θλιβερών για την ανθρωπότητα γεγονότων που μπορούν να μπουν στη σφαίρα των παράλογων πολεμικών επιχειρήσεων με εκτελέσεις πληθυσμών, γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας αλλά και σε φυσικά καταστροφικά γεγονότα πολιτειών, επιδημίες, πυρκαγιές, πλημμύρες επιφέροντας φόβο, φρίκη συνειδήσεων και αλόγιστες επιπτώσεις στον ψυχισμό των ανθρώπων. Επιπρόσθετα, οι σκοτεινές μελέτες (dark studies) σε σκοτεινούς τουριστικά προορισμούς (dark destinations) προσελκύουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον δίνοντας έμφαση στη θανατολογία ως βασικό θέμα, με τα πιθανά οφέλη μιας τέτοια μελέτης να αποσκοπούν στην αναζήτηση αξιών επιτρέποντας τη λογική, την ευημερία, την ειρηνική σύμπραξη και την παράδοση να αναπτυχθούν...

Την ίδια στιγμή που μιλάμε, αναδύονται πρακτικές σκοτεινής ιστορίας συνδεδεμένες με συγκεκριμένες υποκουλτούρες ή εξειδικευμένα χόμπι αρκετά δημοφιλή και πλήρως εμπορευματοποιημένα περιλαμβάνοντας μέρη με «μουσεία βασανιστηρίων» και πρακτικές ασυνήθιστες, όπως «βόλτες με φαντάσματα, κυνήγι φαντασμάτων ή βόλτες σε τοποθεσίες με στυγερά εγκλήματα». Επιπλέον, δεδομένου ότι πολλές τοποθεσίες σκοτεινής κληρονομιάς δεν αναφέρονται και δεν προστατεύονται ως κληρονομιά, περνούν άδικά στη σφαίρα επιρροής παγκοσμιοποιημένων οικονομιών παρέχοντας ευκαιρίες «χωρίς διαμεσολάβηση και εξέταση» τοποθετώντας όλες αυτές τις συναντήσεις σε κοινό “σάκο’’ με το σλόγκαν «από το παρελθόν στο παρόν» και «από το μουσείο στις in situ θέσεις πολέμου» με κίνδυνο τη διαστρέβλωση και το τσουβάλιασμα των ιστορικών γεγονότων με θέμα και μόνον τον θάνατο. Και αυτό θα έπρεπε να θεωρείται ένα επιπρόσθετο προβληματικό σημείο του συγκεκριμένου τουριστικού πρότζεκτ, διότι στην προκειμένη περίπτωση έρχεται να διαστρεβλώσει την κληρονομιά με τη βαριά ιστορική αξία που σώζει σε ελληνικό έδαφος, επιδιώκοντας άθελα ή ηθελημένα μια πραγματικά σκόπιμη καταστροφή, φθορά και βεβήλωση πολιτιστικών στοιχείων... τις ίδιες δηλαδή έννοιες πάνω στις οποίες η σκοτεινή κληρονομιά δημιουργήθηκε και εδραιώθηκε.

Και αν θελήσουμε να το αναλύσουμε αυτό ιστορικά, μπορούμε να θυμηθούμε πότε έγιναν προσπάθειες να εξαλειφθούν οι μνήμες και τα δικαιώματα μιας κοινωνικής ομάδας ως παράπλευρη απώλεια ή με αντίποινα, όπως σημειώθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά μέρη κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου με την πολιτική των Ναζί. Τώρα, αν θα θέλαμε να μιλήσουμε με σύγχρονα παραδείγματα δεν θα αποκλείαμε την ανατίναξη των Βούδων Μπαμιγιάν από την Αλ Κάιντα Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και την εκτεταμένη καταστροφή που προκλήθηκε από το ΙSIS, το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και Levant (ISIL/ISIS) στην Παλμύρα. Οι Τζιχατιστές κατέλαβαν το Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, το βεβήλωσαν και προχώρησαν στη δολοφονία του αρχαιολόγου Χάλεντ Ασαντ, με ένα στυγερό φρικιαστικό έγκλημα στα πλαίσια ενός παράλογου τρομοκρατικού πολέμου.

Εκτός από τα σύγχρονα παραδείγματα, Ιστορικά και Τουριστικά, αν θελήσει κανείς να ψάξει, δεν θα παραλήψει το Άουσβιτς (Αuschvits), το Τσέρνομπιλ (Chernobyl), τις Γενοκτονίες (Rwanda Genocides) ακόμα και το Ρόμπεν Νήσος (Robben Island) εκεί που η έννοια της «σκοτεινής κληρονομιάς» έχει αποκτήσει όλο το νόημά της. Ο όρος περιστρέφεται γύρω από χώρους θανάτου, ταλαιπωρία και καταστροφή, συγκέντρωση αμάχων σε στρατόπεδα, εκκαθαρίσεις ακόμα και τις περιβόητες περιοχές πυρηνικής καταστροφής (Τσερνομπίλ) ή ανθρώπινου εγκλήματος (δολοφονίες σε δάση και σκοτεινά απομακρυσμένα μέρη). Υπάρχει δηλαδή μια αυξημένη συνειδητοποίηση ότι η κληρονομιά αυτή (dark heritage) είναι επίσης ποικίλη με αρνητικές μορφές και έχοντας συγκεντρώσει σκοτεινούς τουριστικούς προορισμούς από το εξωτερικό, θα ήταν άδικο ιστορικά να προταθεί από ομάδα συμβούλων τουρισμού της Θεσσαλονίκης, η ένταξη της στρατιωτικής κληρονομιάς (νεκρόπολη του Ζέιτενλικ στη Σταυρούπολη, τόποι μνήμης πολεμικών επιχειρήσεων, οχυρώσεις και αμυντικά έργα της Ανταντ, όπως σώζονται στον δήμο Ωραιοκάστρου) στο πλαίσιο της σκοτεινής κληρονομιάς.

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ο όρος Σκοτεινός Τουρισμός είναι ασήκωτος, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επισκιάσει την ιστορία που έχει προδιαγραφεί, όταν έχουμε να κάνουμε με συγκρούσεις μεγάλων στρατιών σε ελληνικό έδαφος και μεγαλείο θυσίας σε έναν δίκαιο πόλεμο που είχε ως στόχο την ελευθερία και το τέλος ενός πολέμου. Η ένταξη λοιπόν του Ζέιτενλικ και του αμυντικού συστήματος Bird Cage στο νέο παγκοσμιοποιημένο είδος εναλλακτικού τουρισμού που αρχίζει να εδραιώνεται είναι αντιεπιστημονική και αντιεμπορική, διότι δεν έχουμε εκτελέσεις και βιαιότητες εδώ ούτε κάποια παράλογη πολιτική εξόντωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Μάλιστα, η πόλη μαζί με το λιμάνι της ήταν τα βασικά στοιχεία που ευόδωσαν στη δημιουργία ενός μετώπου (Salonika Front) ικανού να ενισχύει και να τροφοδοτεί επί σειρά ετών τον ντόπιο πληθυσμό και το ξένο στράτευμα που ολοένα και κατέφθανε στην πόλη από το 1914 για να βοηθήσει τους Σέρβους που μάχονταν στο Μέτωπο.

Ακόμα κι αν κάποιος ενδιαφέρεται να επισκεφθεί μέρη θανάτου και τραγωδίας στην πόλη μας, τα σημεία που θα μπορούσαν να προσελκύσουν τον σκοτεινό ταξιδιώτη για τη θλίψη ή τον τρόμο που αυτή θα του προξενήσει είναι περιορισμένα. Ιδιαίτερες πρότασεις θα ήταν οι άδικες εκτοπίσεις των Εβραίων με βαγόνι από τη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κεντρικής Ευρώπης, η θλιβερή διαχείριση των κοιμητηρίων της παλιάς πόλης με την οικοδόμηση δημόσιων κτηρίων πάνω από τα εβραϊκά κοιμητήρια επί της οδού Εθνικής Αμύνης ακόμα και η εξόντωση του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος στον Πεντάλοφο Ωραιοκάστρου το 1919. Ωστόσο, εδώ έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα περιστατικά που δεν μπορούν να επισκιάσουν το μέγεθος και τον καθοριστικό ρόλο που είχε η Θεσσαλονίκη στο πολεμικό σκηνικό του περασμένου αιώνα σημειώνοντας αδιαμφισβήτητά μια σπουδαία στρατιωτική ιστορική συνέχεια, ένα λαμπρό Έπος του ‘40 και μια δυνατή αντιστασιακή δράση που τη διηγούνται σήμερα με υλικό και βίντεο όλα τα εθνικά μουσεία της χώρας.



Οι θάνατοι των στρατιωτών ως επί το πλείστον ήταν αποτέλεσμα μάχης, θυσίας και αυταπάρνησης και όχι από εξόντωση ή από βίαιο παράλογο θάνατο. Αν και ορισμένοι θα ισχυριστούν πως σε πολλούς χώρους των συμμαχικών στρατιωτικών κοιμητηρίων, είναι θαμμένοι στρατιώτες που πέθαναν από πανδημία (spanish flu) και ελονοσία, επίσης είναι ένα επιχείρημα αδύναμο να σηκώσει την τουριστική προβολή τους στα πλαίσια του dark tourism αφού οποιαδήποτε αιτία θανάτου εν ώρα μάχης δεν είναι προβλεπόμενη άρα αποδεκτή στο πλαίσιο της αυταπάρνησης. Στον ίδιο παράγοντα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν τα κρυοπαγήματα, η έντονη ζέστη ακόμα και οι κακουχίες που και σε αυτή την περίπτωση το dark δεν υπερτερεί μπροστά στο στρατιωτικό θάρρος και το καθήκον απέναντι στην πατρίδα. Με την ίδια λογική θα πρέπει να μιλάμε με όρους σκοτεινούς και για την επανάσταση του 1821 και τις ταλαιπωρίες των αγωνιστών, τον Λευκό Πύργο, τα Βυζαντινά Τείχη της πόλης ακόμα και για το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου.

Aκόμα κι αν ο Λευκός Πύργος χτίστηκε στη θέση ενός παλαιότερου πύργου της βυζαντινής Θεσσαλονίκης και μετατράπηκε ως χώρος εκτελέσεων επί σειρά ετών επί οθωμανικής διοίκησης με βιαιότητες απέναντι στους κρατούμενους θανατοποινίτες (Πύργος του Αίματος έως το 1883), δεν πρέπει να λησμονηθεί πως αποτελούσε για πολύ περισσότερα χρόνια ένα αμυντικό φρούριο θαλάσσης (γνωστός ως Πύργος του Λέοντος τον 16ο αιώνα) που στη συνέχεια μετατράπηκε σε χώρο αρχαιολογικής μελέτης και αποθήκευσης αρχαίων ευρημάτων από τους στρατιώτες της Αντάντ το 1916 και πολύ αργότερα σε μουσειακό χώρο πολεμικής ιστορίας και σύμβολο ελευθερίας (Λευκός), το κοινό σε όλους landmark της Θεσσαλονίκης. Επιπρόσθετα, τα στρατιωτικά κοιμητήρια του Ζέιτενλικ έχουν τη δική τους μοναδική ιστορία να προσφέρουν αφού χάρη σε αυτούς τους στρατιώτες η Θεσσαλονίκη οχυρώθηκε, απέκτησε αμυντικό σύστημα, εξασφάλισε τα κεκτημένα των προηγούμενων πολέμων και τις εδαφικές προσαρτήσεις, θέτοντας βάσεις εκσυγχρονισμού, με την απόκτηση σιδηροδρόμου, οδικού δικτύου, νοσοκομείων και σοβαρών υποδομών, όπως αξίζουν σε μια πόλη στρατηγικής σημασίας. Ακόμη και όταν η πόλη έδειχνε πως καταστρέφεται ολοσχερώς από φυσικά αίτια, η πόλη μπόρεσε να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της κυριολεκτικά. Και εδώ για ακόμη μια φορά η συμβολή του Γαλλοβρετανικού στρατού για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, το 1917, που οδήγησε στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης με το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Ερνεστ Εμπράρ σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ήταν πολύτιμη και καθοριστική.

Ο όρος Dark αξίζει να κλείσει εδώ με τη γνωστή σε όλους φράση του Αδόλφου Χίτλερ, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο πατέρας της σκοτεινής κληρονομιάς, με την πολιτική που εφάρμοσε στο χθες να διαμορφώνει σήμερα πολεμικoύς μουσειακούς χώρους ικανούς να διηγηθούν μια σκοτεινή ιστορία για την ανθρωπότητα:

«Xάριν της Ιστορικής αλήθειας πρέπει να ομολογήσω πως μόνο οι Έλληνες από όλους τους αντιπάλους, πολέμησαν με απόλυτο θάρρος και μέγιστη αδιαφορία για τον θάνατο».

Είναι ο θάνατος τον οποίο αψήφησαν οι μαχητές θυσιάζοντας τη ζωή τους σε όλους τους πολέμους που υπηρέτησαν εδώ! Και η θυσία στη ελληνική στρατιωτική ιστορία δεν σημαίνει θάνατος αλλά μεγαλείο! Ας τα αναθεωρήσουμε λοιπόν όλα αυτά τα ζητήματα κι ας ξανά σκεφτούμε ποιό είδος τουρισμού επιθυμούμε για την ιστορία της πόλης μας...

*Η Δέσποινα Χαρίτου είναι Αρχαιολόγος- Ιστορικός Τέχνης και υπ. Διδάκτωρ Στρατιωτικής Ιστορίας, ΒΣΑΣ Πανεπιστημίου Μακεδονίας.