Skip to main content

Από τη νυχτερινή Εμπορική Σχολή του ΕΒΕΘ μέχρι το ΠΑΜΑΚ

Από Voria.gr
Η νυχτερινή Εμπορική Επαγγελματική Σχολή του Επιμελητηρίου ξεκίνησε τη λειτουργία της στο ημιϋπόγειο του Μεγάρου του ΕΒΕΘ την περίοδο 1930-1931.

Αυτές τις ημέρες, με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών εξετάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εκατοντάδες νέοι φοιτητές κατάφεραν να πετύχουν στα τμήματα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Ενός ιδρύματος που στα περίπου 26 χρόνια της λειτουργίας του από το 1990 έχει καταφέρει να καθιερωθεί ως ένα από τα πιο σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, με εξειδίκευση σε σχολές που έχουν στο επίκεντρό τους την οικονομία, τις επιχειρήσεις και την αγορά. Από τους νεοεισερχόμενους φοιτητές ενδεχομένως είναι λίγοι αυτοί που γνωρίζουν ότι το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας έχει τις ρίζες του στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.

Αποτελεί στην ουσία την μετεξέλιξη της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε το 1966 ως συνέχεια της Ανωτέρας Σχολής Βιομηχανικών Σπουδών, που είχε δεχθεί τους πρώτους φοιτητές της το 1957 και με τη σειρά της είχε προέλθει από την μετεξέλιξη της Εμπορικής Επαγγελματικής Σχολής του ΕΒΕΘ, η οποία είχε δημιουργηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930, προκειμένου να καλύψει το εκπαιδευτικό κενό των μελών του Επιμελητηρίου σε θέματα αγοράς. Άλλωστε το εκπαιδευτικό έργο αποτελεί μέχρι σήμερα βασικό μέλημα των διοικήσεων του ΕΒΕΘ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια το Επιμελητήριο οργανώνει αυτοχρηματοδοτούμενα σεμινάρια με διαδραστικές μεθόδους, έχοντας ως στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των μελών του Επιμελητηρίου, την υποστήριξη του ερευνητικού έργου των ΑΕΙ, τη συμμετοχή σε ερευνητικές ομάδες αλλά και την παροχή υποτροφιών. Σε αυτό τον τελευταίο κύκλο μέχρι σήμερα έχουν καταρτιστεί 3.600 άτομα, ενώ κάθε χρόνο στη σχετική λίστα προστίθενται άλλα 200.

Ξεκίνημα σε... ημιυπόγειο

Η νυχτερινή Εμπορική Επαγγελματική Σχολή του Επιμελητηρίου ξεκίνησε τη λειτουργία της στο ημιϋπόγειο του Μεγάρου του ΕΒΕΘ ήδη από την περίοδο 1930 - 1931. Τον Νοέμβριο του 1934, ο διευθυντής της Σχολής αναφέρει στη Διοικητική Επιτροπή ότι οι περισσότεροι μαθητές της πρώτης τάξης, λόγω μη επαρκούς μορφώσεως, αδυνατούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα και ιδίως τα Λογιστικά και προτείνει το σχηματισμό ιδιαίτερης τάξης, στην οποία θα διδάσκεται ξεχωριστά το συγκεκριμένο μάθημα.

Όπως αναφέρει η έκδοση για τα 100 χρόνια του ΕΒΕΘ, τον Ιούνιο του 1935 το Επιμελητήριο εγκρίνει τον κανονισμό της Σχολής, ο οποίος προβλέπει τα ακόλουθα:

1. Σκοπός της Νυκτερινής Σχολής του ΕΒΕΘ είναι η παροχή δωρεάν εμπορικής μορφώσεως εις τους εμποροϋπαλλήλους Θεσσαλονίκης.

2. Η Σχολή τελεί υπό την άμεση εποπτεία της ΔΕ του ΕΒΕΘ.

3. Η φοίτηση στη Σχολή είναι τριετής. Το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων ορίζεται ως εξής:

Α΄ τάξη: Θεωρητική Λογιστική (2 ώρες), Εμποριολογία (2), Εμπορικά μαθηματικά (3), συνολικά 7 ώρες την εβδομάδα.

Β΄ τάξη: Θεωρητική Λογιστική (1), Πρακτική Λογιστική
τήρησης βιβλίων (1), Εμποριολογία (1), Εμπορικά μαθηματικά (2), Εμπορευματολογία (2), Γαλλικά (3), συνολικά 10 ώρες την εβδομάδα.

Γ΄ τάξη: Πρακτική Λογιστική τήρησης βιβλίων (4),
Εμπορική Γεωγραφία (1), Εμπορευματολογία (2), Γαλλικά (4), συνολικά 11 ώρες την εβδομάδα.

Το Σεπτέμβριο του 1936 το ΕΒΕΘ αποφασίζει τη μετατροπή της τριετούς Νυχτερινής Σχολής σε τετραετή.

Ένα μήνα αργότερα, στις 19 Οκτωβρίου 1936, ο προεδρεύων στο Διοικητικό Συμβούλιο Αλ. Κράλλης θέτει θέμα αναγνώρισης της Νυχτερινής Σχολής και εισηγείται τα ακόλουθα: «Ως γνωστόν η από του έτους 1930 μέχρι σήμερον λειτουργούσα και συντηρουμένη υπό του Επιμελητηρίου Νυκτερινή Εμπορική Σχολή μετετράπη εφέτος εις 4τάξιον, εξομοιωθείσα προς Δημοσίαν Εμπορικήν Σχολήν. Ο αριθμός μάλιστα των μαθητών της κατά το τρέχον έτος ανήλθεν εις τους 280 και συνεπώς αι αίθουσαι των παραδόσεων είναι ανεπαρκείς. Γεννάται ήδη ζήτημα Σχολής. Εκείνο το οποίον πρέπει επίσης να επιτύχωμεν είναι η εκ μέρους του Δημοσίου αναγνώρισίς της, δεδομένου ότι ανεγνωρίσθησαν παρόμοιαι Σχολαί εις Σπάρτην και Καλάμας, βάσει δε του οργανισμού των οποίων κατηρτίσθη και ο ημέτερος. Διά της αναγνωρίσεως της Σχολής η επαγγελματική κατάρτισις των εργαζομένων εις εμπορικάς επιχειρήσεις ως και των επιθυμούντων να εργασθώσι αποτελεί σημαντικόν προσόν».

Μεγάλη ζήτηση, λίγες θέσεις

Όπως δείχνουν τα στοιχεία η Σχολή κάλυψε πραγματικές ανάγκες της εποχής. Στο τέλος της περιόδου 1939 – 1940, τον Ιούνιο του 1940, εμφανίστηκαν για να γραφτούν 540 σπουδαστές, αλλά λόγω ελλείψεως χώρων έγιναν δεκτοί μόνο οι 279 από αυτούς. Όσο για το κόστος λειτουργίας της το έτος 1939 – 1940 διαμορφώθηκε σε 270.000 δρχ., εκ των οποίων τις 225.000 δρχ. εισέφερε το Επιμελητήριο και τις υπόλοιπες 45.000 δρχ. το υπουργείο Εθνικής παιδείας και Θρησκευμάτων.