Skip to main content

Ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια για τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ

Εάν αυτό δεν μας αρέσει, εάν είναι βαρύ το αντάλλαγμα, τότε η άλλη λύση είναι να πούμε ξεκάθαρα προς τη διεθνή κοινότητα ότι δεν επιθυμούμε λύση.

Τώρα που κατακάθισε κάπως ο κουρνιαχτός, τώρα που οι «προδότες» και οι «πατριδοκάπηλοι» έχουν αποσυρθεί προσωρινά στα ενδότερα, είναι ευκαιρία να επιχειρήσουμε μια, ει δυνατόν, ψύχραιμη αποτίμηση της κατ’ αρχήν συμφωνίας μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων για το χρονίζον ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους. Αναφέρομαι σε «κατ’ αρχήν» συμφωνία, καθώς οριστική θα καταστεί μόνον μετά την κύρωσή της από τις δύο χώρες.

Κατ’ αρχάς, στο ερώτημα «είναι καλή ή κακή η συμφωνία;» η απάντηση είναι, πως «είναι και τα δύο»∙ διότι είναι προϊόν ενός συμβιβασμού, άρα εκατέρωθεν υποχωρήσεων. Αυτή είναι η μοίρα των συμφωνιών οι οποίες συνάπτονται σε καιρό ειρήνης. Κάτι δίνεις, κάτι παίρνεις. Τα παίρνεις όλα, μόνον έπειτα από πόλεμο και υπό την προϋπόθεση ότι θα είσαι εσύ ο νικητής. Η Ελλάδα πήρε τη «σύνθετη ονομασία» και το «erga omnes» και παραχώρησε μακεδονική ιθαγένεια και μακεδονική γλώσσα.

Εάν αυτό δεν μας αρέσει, εάν είναι βαρύ το αντάλλαγμα -που πράγματι είναι- της κατ’ ουσίαν αναγνώρισης «μακεδονικού έθνους», τότε η άλλη λύση είναι να πούμε ξεκάθαρα και προς τους γείτονες και προς τη διεθνή κοινότητα ότι εμείς δεν επιθυμούμε να διευθετηθεί η εκκρεμότητα. Διότι, απόψεις που λένε πως κάποια άλλη κυβέρνηση θα μπορούσε να φέρει συμφωνία χωρίς τον όρο «Μακεδονία» στην ονομασία του γειτονικού κράτους και χωρίς τις παραχωρήσεις σε ιθαγένεια και γλώσσα, είναι μόνον για εσωτερική κατανάλωση. Κι αυτό γιατί, αφενός καμία κυβέρνηση τα τελευταία 27 χρόνια δεν κατάφερε να το επιτύχει και αφετέρου, καμία κυβέρνηση στη γειτονική χώρα δεν θα προσυπέγραφε ποτέ μια συμφωνία από την οποία δεν θα έπαιρνε ουσιαστικά τίποτε.

Πολιτική υπεκφυγή συνιστά επίσης, η θέση ότι «θα πρέπει το επόμενο διάστημα και έως την κύρωση της συμφωνίας να προσπαθήσουμε να απαλείψουμε τα αρνητικά σημεία για τη χώρα μας». Όμως, οι πάντες γνωρίζουν ότι η συμφωνία αυτή είτε γίνεται αποδεκτή ως έχει, είτε δεν υφίσταται. Επιπλέον, οι όποιες αλλαγές θα μπορούσαν θεωρητικά να γίνουν θα αφορούσαν ήσσονος σημασίας ζητήματα τα οποία είναι έτσι κι αλλιώς ανοιχτά σε συζήτηση. Όμως αυτές δεν πρόκειται να αλλάξουν το «μίγμα» της συμφωνίας.

Η συμφωνία δεν είναι το αποτέλεσμα μιας κακής διαπραγμάτευσης εκ μέρους της Αθήνας. Όχι πως δεν έγιναν λάθη. Όμως, οι σημερινές παραχωρήσεις είναι αποτέλεσμα της επί δεκαετίες λανθασμένης προσέγγισης πολλών κυβερνήσεων. Με την παθητικότητά της σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους, η Ελλάδα αναγνώρισε ουσιαστικά την ύπαρξη της «Μακεδονίας», έστω ως ομοσπονδιακής οντότητας αρχικά και αφυπνίστηκε μόνον όταν αυτή κατέστη ανεξάρτητο κράτος. Όμως, ούτε και τότε υπήρξε κυβέρνηση η οποία συνέλαβε εγκαίρως τη σπουδαιότητα της ταυτότητας και της γλώσσας. Η μάχη για το όνομα αφορούσε μόνον την επίσημη ονομασία του γειτονικού κράτους και την απαίτηση αυτή να είναι «για όλες τις χρήσεις».

Η άποψη ότι «σήμερα τα Σκόπια ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά με την πλάτη στον τοίχο, άρα θα μπορούσαμε να τους επιβάλουμε όλους τους όρους μας», είναι επίσης για εσωτερική κατανάλωση. Κατ’ αρχάς, η ευνοϊκότερη συγκυρία για τη χώρα μας ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν η ανεμική «Ομοσπονδιακή Μακεδονία» προσπαθούσε να καταστεί ανεξάρτητο κράτος στα φλεγόμενα τότε Βαλκάνια. Όμως και τότε η Αθήνα διάβασε λάθος τα δεδομένα και επιδόθηκε σε ασυγχώρητους μαξιμαλισμούς που την οδήγησαν σε αδιέξοδο και εν τέλει σε περιθωριοποίηση καθώς στο μεταξύ το γειτονικό κράτος, πέτυχε τη διεθνή αναγνώρισή του ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Επιπλέον, όσα μεσολάβησαν αυτά τα 27 χρόνια, δημιούργησαν παγιωμένες καταστάσεις οι οποίες είναι πλέον αδύνατον να αλλάξουν. Άλλωστε, η ιστορία το έχει διδάξει πολλές φορές: κάθε επόμενο σχέδιο συμφωνίας είναι χειρότερο από το προηγούμενο∙ και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν κοιτάξει κανείς πίσω του, στο 1992 και στο 2008, θα διαπιστώσει ότι αυτό ισχύει τόσο για την Αθήνα όσο και για τα Σκόπια.

Στη σημερινή κυβέρνηση, αν κάτι έχει να καταλογίσει κανείς, δεν είναι τόσο το περιεχόμενο του συμβιβασμού με την FYROM, όσο η εσωτερική πολιτική διαχείριση καθ’ όλη την περίοδο της πολύμηνης διαπραγμάτευσης. Τα σοβαρά εθνικά θέματα, για να κλείσουν, προϋποθέτουν ευρεία συναίνεση για την οποία την κύρια ευθύνη φέρει πάντοτε η εκάστοτε κυβέρνηση. Εν προκειμένω, όμως, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να κινηθεί μόνος του, μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών, αφήνοντας στο σκοτάδι, όχι μόνον την αντιπολίτευση, αλλά ακόμη και την ίδια την κυβέρνησή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμφωνία υπεγράφη χωρίς καν να συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο.

Αντί να επιδιώξει συναινέσεις ο πρωθυπουργός κινήθηκε προς την αντίθεση κατεύθυνση. Επιχείρησε να εργαλειοποιήσει τη συμφωνία, στοχεύοντας σε μικροκομματικά οφέλη, καθώς εκτίμησε ότι η υπόθεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική διάσπαση τη Νέα Δημοκρατία. Η τακτική αυτή του κ. Τσίπρα ενεργοποίησε πράγματι τα αντανακλαστικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης η οποία εγκατέλειψε το Βουκουρέστι και διολίσθησε σταδιακά στη γραμμή Σαμαρά.

Και όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, τη νύφη την πληρώνουν τελικά τα βατράχια, εν προκειμένω οι ΑΝΕΛ και το Κίνημα Αλλαγής. Όμως, ο πραγματικός χαμένος είναι η ίδια η χώρα γιατί καμία συμφωνία, ακόμη και η καλύτερη δυνατή, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς πολιτική και κοινωνική συναίνεση.