Skip to main content

Δέκα χρόνια κάτω από τον Λευκό Πύργο με σβηστές φωτιές

Οι πλατείες άρχισαν πάλι να γεμίζουν. Διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, συναυλίες. Μόνο που το νόημα δεν είχε, πλέον, τίποτα απ’ τις φωτιές.

«Η πλατεία ήταν γεμάτη  / με το νόημα που είχε κάτι / απ’ τις φωτιές» έγραφε και τραγουδούσε ο Σαββόπουλος σε μια εποχή που τα πράγματα ήταν πυρακτωμένα. Και είχαν νόημα, που ο ίδιος είχε το ταλέντο να το αντιληφθεί, να το αποκωδικοποιήσει και να το επιστρέψει πίσω εξελιγμένο, προωθημένο, αισθητικά άψογο. Στην ουσία καλύτερο. Η διαλεκτική λειτουργούσε και σε αυτό το επίπεδο. Οι δημιουργοί «έπιαναν» την ατμόσφαιρα και τα αιτήματα των καιρών και ανταποκρίνονταν άμεσα τροφοδοτώντας την κίνηση των ιδεών και των συναισθημάτων. Προσφέροντας κίνητρα για ακόμη περισσότερες συνεπείς -και ως εκ τούτου ηρωικές -πράξεις, που αναβάθμιζαν την καθημερινότητα. Άλλωστε όλοι –επώνυμοι κι ανώνυμοι και γενικώς, όπως λέει ο Δήμος Μούτσης- ήταν μια παρέα. Δίπλα δίπλα στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στο πεζοδρόμιο, στο αστικό, στην ταβέρνα. Στο πάρτι του Κηλαηδόνη στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Και στην πλατεία ασφαλώς.

Μετά ήρθε η... ανάπτυξη. Η καλοπέραση. Το τζιπ και η μεζονέτα, αγορασμένα συνήθως με δανεικά κι αγύριστα υπό τους ήχους του Ρέμου, του Πλούταρχου, της Βανδή, του Σφακιανάκη, της Βίσση. Ενίοτε και κάποιας συμφωνικής ορχήστρας στο Μέγαρο Μουσικής και στο Ηρώδειο, για… ξεκάρφωμα. Καλό το Θέατρο Τέχνης, αλλά ο Μητροπάνος είναι… κόλαση. Ακολούθησε –μοιραία- η κρίση. Το σοκ και το δέος. Οι πλατείες άρχισαν πάλι να γεμίζουν. Διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, συναυλίες. Μόνο που το νόημα δεν είχε, πλέον, τίποτα απ’ τις φωτιές, που έτσι κι αλλιώς είχαν σβήσει πολύ πριν από την κρίση. Βέβαια την εποχή των… αγανακτισμένων κάποιοι ανάμεσά μας πίστεψαν ότι επειδή η πλατεία Λευκού Πύργου και το Σύνταγμα γέμισε από επαναστατικά συνθήματα και καταγγελίες για τα σκληρά οικονομικά μέτρα η κοινωνική συνείδηση ανέκτησε την ταυτότητά της. Ήταν οι ίδιοι οι αγανακτισμένοι που τις τελευταίες δεκαετίες ήταν απλοί θεατές στην ίδια τους τη ζωή. Είναι αυτοί που επέτρεψαν στους επιτήδειους να κάνουν πάρτι μόνο και μόνο για να προσπαθήσουν οι ίδιοι να φτάσουν μέχρι τη εξώπορτα και να δουν στα κλεφτά με τα ίδια τους τα μάτια τους επίσημους προσκεκλημένους και τις… μοντέλες.

Είναι οι ίδιοι που την ώρα –δηλαδή τα χρόνια- της λεηλασίας ικανοποιούνταν με ένα διορισμό, άντε και μ’ έναν δεύτερο διορισμό, μια αργομισθία, μια απόσπαση, ένα επιδοματάκι, μια μιζούλα, λίγη φοροδιαφυγή, ένα αυθαίρετο, κάποιον ημιυπαίθριο, λίγες υποσχέσεις, ένα βράδυ στα μπουζούκια, έναν καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Όταν, λοιπόν, ξαφνικά και βίαια το σκηνικό άλλαξε- η τρόικα ήρθε απ’ έξω και το μεταξύ μας… παπατζιλίκι απέκτησε κριτές- αγανάκτησαν. Αποφάσισαν να βγουν στους δρόμους. Μόνο που το έκαναν αμήχανα, χωρίς να ξέρουν ούτε τι ακριβώς να υπερασπιστούν, ούτε με ποιον τρόπο να το υπερασπιστούν. Δεν μπορούσαν ούτε καν να τραγουδήσουν. Παρέμεναν κολλημένοι στην ηρωική μεταπολίτευση, που ίσως να μην υπήρξε και ποτέ. Αφού τα συνθήματα τους το 2014 έλεγαν «Να φύγει η χούντα» και τα τραγούδια τους «Πότε θα κάνει ξαστεριά» τότε μάλλον το 1974 δεν υπήρξε. Και μετά ψήφισαν. Τον Αλέξη και τον Γιάνη. Όχι τόσο για να αλλάξουν τα πράγματα, όσο για να… σκίσουν τα μνημόνια. Αλλά –κυρίως- για να καταργήσουν τον ΕΝΦΙΑ και να «κουρέψουν» τα τραπεζικά δάνεια. Τα δικά τους δάνεια. Κι όταν απογοητεύτηκαν από την… Αριστερά το ξαναγύρισαν και το 2019 ψήφισαν τον Κυριάκο, ώστε να γίνουν συμμέτοχοι στην «Ανάπτυξη για όλους» που εκείνος υποσχέθηκε ότι θα φέρει. Αν τη φέρει έχει καλώς. Εάν όχι θα τον καταγγείλουν. Σε κάθε περίπτωση δεν έχουν να χάσουν και πολλά. Είχαν προλάβει, βέβαια, να βγουν και πάλι στους δρόμους για τη Μακεδονία, που εκφράζει τα ιερά και τα όσια μιας πατρίδας, που οι ίδιοι κακοποιούν καθημερινά, πρωτίστως με τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που διαπράττουν και δευτερευόντως με τη φοροδιαφυγή και τη συνολική έκπτωση που επιδίδονται καθημερινά.  



Αυτή η ψυχολογική και συναισθηματική πορεία με τα πολλά ζικ ζακ που ακολουθούν οι νεοέλληνες τα τελευταία χρόνια –τουλάχιστον πολλοί από αυτούς- είναι μάλλον αδιέξοδη. Αφενός διότι δεν οδηγεί πουθενά, αφού η επιθυμία δεν αρκεί για να πάνε τα πράγματα καλά. Και αφετέρου επειδή δεν μπορούν να την αποβάλλουν, αφού αν το κάνουν θα βρεθούν να μετεωρίζονται στο κενό και συγχρόνως να βλέπουν στον καθρέφτη ένα αγωνιώδες πρόσωπο που δεν θα τους αρέσει και πολύ. Φυσικά σε αυτή την πορεία πολλοί ανάμεσά μας ανένηψαν. Είδαν το φως το αληθινό. Έλαβαν πνεύμα επουράνιο, αν και αυτό είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο. Συνειδητοποίησαν ότι με τα ψέματα δε φτιάχνεις αλήθειες. Όπως ακριβώς με τα παραμύθια δεν αλλάζεις ούτε την πραγματικότητα, ούτε την ιστορία. Αλλά πρέπει να γίνει ακόμη πολύ δουλειά, μέχρι η νεοελληνική κοινωνία να αντιληφθεί το σημείο που βρίσκεται. Τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματα που εμπεριέχει, ώστε να βρει τρόπο να προχωρήσει συντεταγμένα. Χρειάζεται χρόνος, αλλά κι αυτός από μόνος του δεν αρκεί.

ΥΓ. Αν, όντως, μιά κάποια επιστροφή στο παρελθόν συνιστά μία κάποια λύση ας μη γυρίσουμε στη μεταπολίτευση, αλλά στη δεκαετία του 1950. Τότε που η σύγχρονη Ελλάδα βρισκόταν στην αφετηρία και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού γεννιόταν το ροκ εντ ρολ. Τότε που οι άνθρωποι εύχονταν «ευτυχισμένο το 1955» και προετοιμάζονταν –έστω και χωρίς να το γνωρίζουν- να ζήσουν τη μαγεία της δεκαετίας του 1960. Μη το γελάτε καθόλου. Για την Ελλάδα πρόκειται. Για έναν τόπο που εδώ και χιλιάδες χρόνια πιστεύει στα θαύματα και περιμένει να σωθεί από τον κάθε «από μηχανής Θεό», από τους…βαρβάρους, που «ήταν μια κάποια λύσις».