Skip to main content

Δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης το γραφείο πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη

Ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε το γραφείο, το φθινόπωρο του 2016, ήταν για να αποκτήσει το τότε κυβερνών κόμμα ένα κέντρο εξουσίας στην πόλη.

Η τύχη του γραφείου πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη δεν έχει κριθεί ακόμη καθώς, αυτές τις πρώτες ημέρες της νέας διακυβέρνησης το Μέγαρο Μαξίμου είχε άλλες, πιο επείγουσες προτεραιότητες και δεν πρόλαβε να ασχοληθεί με αυτό. Σε αντίθεση με πολλούς τοπικούς γαλάζιους πολιτευτές οι οποίοι πιέζουν για τη διατήρησή του καθώς αναζητούν ρόλους στη νέα κρατική – κυβερνητική δομή. Όμως αυτός δεν είναι ικανός λόγος για τη διατήρηση του γραφείου πρωθυπουργού.

Για την ακρίβεια δεν υπάρχει κανείς απολύτως λόγος για τη διατήρηση αυτής της παρακυβερνητικής δομής. Ο τελευταίος που υπήρχε εξέλειπε ήδη από τον Αύγουστο του 2018 όταν μετά τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα το ΥΜΑΘ πέρασε στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, είναι κοινό μυστικό, πως ο πραγματικός λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε το παράρτημα του πρωθυπουργικού γραφείου στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 2016 ήταν για να αποκτήσει το τότε κυβερνών κόμμα ένα κέντρο εξουσίας στην πόλη καθώς το ΥΜΑΘ είχε δοθεί λάφυρο στον κυβερνητικό εταίρο, στους ΑΝΕΛ, επιπλέον, η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ανήκε στη Νέα Δημοκρατία ο δε δήμος στον απρόβλεπτο Γιάννη Μπουτάρη.

Μετά τη μεταπήδηση της Κατερίνας Νοτοπούλου στο ΥΜΑΘ το γραφείο πρωθυπουργού πέρασε στο περιθώριο και απαξιώθηκε καθώς, όλο το κυβερνητικό παιχνίδι γινόταν –και ορθά- μέσω του υπουργείου. Ό,τι παρήγαγε η συγκεκριμένη άτυπη κυβερνητική δομή, το παρήγαγε όσο ήταν επικεφαλής σε αυτό η κ. Νοτοπούλου καθώς το Μέγαρο Μαξίμου ούτε μπορούσε, αλλά ούτε και ήθελε να έχει συνομιλητή του την υφυπουργό των ΑΝΕΛ Μαρία Κόλλια Τσαρουχά.

Στην αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πολιτικός διπολισμός δεν υφίσταται. Συνεπώς, δεν υφίσταται και κανείς λόγος για τη συνέχιση της λειτουργίας του γραφείου πρωθυπουργού. Επιπλέον, τυχόν διατήρησή του, χάριν της αποκατάστασης κάποιων πολιτευτών, θα συνιστούσε υποβάθμιση του υφυπουργείου Μακεδονίας Θράκης και του ίδιου του υφυπουργού. Εκτός αυτού, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια μόνιμη πηγή ενδοκυβερνητικών τριβών, κάτι που θα απέβαινε σε βάρος των συμφερόντων της πόλης.