Skip to main content

Δεν θέλεις την πανεπιστημιακή αστυνομία; Απόδειξη!

Εάν η ακαδημαϊκή κοινότητα θεωρεί ότι μπορεί να περιφρουρήσει την ελεύθερη διακίνηση μελών της και των ιδεών στα ΑΕΙ πρέπει να το αποδείξει εμπράκτως

Ας ξεκινήσουμε κατ' αρχάς από το αυτονόητο ερώτημα: “μας αρέσει η κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα τα ελληνικά πανεπιστήμια;”. Εάν η απάντηση είναι “ναι”, τότε η συζήτηση τελειώνει εδώ και αλλάζουμε θέμα. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχουν πολλά που μπορεί να θίξει κανείς όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση· από τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια, τη δομή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τις ελλείψεις σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, την υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ, τον τρόπο λειτουργίας τους κ.ο.κ.

Το πρώτο και σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, με το οποίο θα έπρεπε να ασχοληθεί το υπουργείο Παιδείας από την επομένη κιόλας των εκλογών του Ιουλίου 2019 ήταν η αρχιτεκτονική της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δηλαδή να προχωρήσει το ταχύτερο στην αξιολόγηση όλων των πανεπιστημιακών τμημάτων ώστε σε εύλογο, αλλά σχετικά σύντομο χρόνο, να αναδιατάξει τον σημερινό χάρτη των ΑΕΙ. Να διορθώσει τις εγκληματικές επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης η οποία ισοπέδωσε τον τεχνολογικό κλάδο, αναγορεύοντας εν μία νυκτί τα ΤΕΙ σε πανεπιστήμια, χωρίς καμία απολύτως αξιολόγηση δομών και προσωπικού. Ενδεικτικό της μεγαλεπήβολης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Γαβρόγλου είναι το γεγονός ότι στα Ψαχνά Ευβοίας ιδρύθηκαν οκτώ (!) πανεπιστημιακά τμήματα μεταξύ των οποίων και αυτό της Αεροδιαστημικής Επιστήμης και Τεχνολογίας.

Παράλληλα με την αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει και σε γενναίες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ΑΕΙ. Αλλαγές οι οποίες θα αφορούν τη διοίκησή τους, τη διαρκή αξιολόγηση των δομών και του ανθρώπινου δυναμικού τους, την αναγκαία αύξηση της χρηματοδότησή τους ώστε να καλυφθεί μέρος από το χαμένο έδαφος της τελευταίας δεκαετίας, την περαιτέρω ενίσχυση της αυτονομίας τους κ.ο.κ.

Το νομοσχέδιο των υπουργείων Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη το οποίο ετέθη προς δημόσια διαβούλευση, χωρίς να καταπιάνεται με τα ανωτέρω κομβικής σημασίας ζητήματα, εντούτοις θίγει κάποια σοβαρά, λειτουργικής φύσεως κυρίως, θέματα τα οποία επηρεάζουν την καθημερινή λειτουργία των ΑΕΙ. Εξ όλων αυτών στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί το ζήτημα της λεγόμενης πανεπιστημιακής αστυνομίας, ωστόσο, πολύ σημαντικότερες είναι οι υπόλοιπες διατάξεις.

Καλώς θεσπίζεται ελάχιστη βάση εισαγωγής στα πανεπιστημιακά τμήματα. Μάλιστα ο τρόπος που προτείνεται, βάζοντας στο παιχνίδι και το κάθε τμήμα ξεχωριστά, αντί του οριζόντιου “10” που υπήρχε παλαιότερα, είναι ορθότερος. Με το μέτρο αυτό αναμένεται να μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων διότι προφανώς, όσο χαμηλή και εάν είναι η ελάχιστη βάση εισαγωγής, αποκλείεται να πέφτει κάτω από το έξι, επτά. Συνεπώς όσοι εισάγονταν στα ΑΕΙ με δύο και τρία, τώρα θα μένουν εκτός. Κι αυτό είναι καλό για τα πανεπιστήμια, αλλά λυτρωτικό και για τους ίδιους οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να αναζητήσουν σε άλλους τομείς το επαγγελματικό μέλλον τους. Σε τίποτε δεν βοηθάς χιλιάδες νέους, μαζί και τις οικογένειές τους, δημιουργώντας τους την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν αυτές τις δυνατότητες. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι περίπου το 30% των εισακτέων κάποια στιγμή εγκαταλείπει τις σπουδές και δεν παίρνει ποτέ πτυχίο.

Κι εδώ επανέρχεται εκ νέου το θέμα των λεγόμενων “αιώνιωνφοιτητών. Για ποιο λόγο τα πανεπιστήμια θα πρέπει να διατηρούν στα μητρώα τους ανθρώπους οι οποίοι εισήχθησαν σε αυτά πριν από δεκαετίες και έπαψαν εδώ και πολλά χρόνια να ενδιαφέρονται για τις σπουδές τους; Καλώς επανέρχεται το όριο φοίτησης, στα έξι έως εννέα χρόνια, αναλόγως του τμήματος. Υπό την προϋπόθεση ότι θα θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για φοιτητές οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται ή αντιμετωπίζουν άλλης φύσης προβλήματα.

Αντιθέτως, είναι μάλλον προβληματική η προτεινόμενη ρύθμιση για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού σε δύο φάσεις καθώς αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μείνουν εκτός πανεπιστημιακών τμημάτων συγκεκριμένοι υποψήφιοι και να έχουν εισαχθεί σε αυτά άλλοι με χαμηλότερη βαθμολογία.

Τέλος, όσον αφορά το επίμαχο θέμα της φύλαξης των πανεπιστημίων, θα πρέπει να γίνει μια ειλικρινής και εξαντλητική (αλλά όχι ατέρμονη) συζήτηση με την ακαδημαϊκή κοινότητα ώστε να βρεθεί η καταλληλότερη λύση. Κατ' αρχάς, δεν αντιμετωπίζουν όλα τα πανεπιστήμια σοβαρά ζητήματα φύλαξης και ασφαλούς λειτουργίας. Τέσσερα είναι κυρίως αυτά που πλήττονται (Μετσόβιο, ΕΚΠΑ, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ΑΠΘ) τα οποία βεβαίως, είναι και τα μαζικότερα.

Η κυβέρνηση έχει καταθέσει τις προτάσεις της επ' αυτού του ζητήματος (ίδρυση σε κάποια ΑΕΙ ειδικής Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος με ταυτόχρονη διατήρηση και των σημερινών ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης, καθιέρωση κάρτας εισόδου στις σχολές, θέσπιση πειθαρχικών ποινών κ.λπ.). Προτάσεις οι οποίες φαίνεται να απορρίπτονται από την πλειονότητα των ακαδημαϊκών οι οποίοι, ωστόσο, δεν έχουν παρουσιάσει, προς ώρας τουλάχιστον, τις δικές τους προτάσεις.

Εάν η ακαδημαϊκή κοινότητα, κυρίως αυτή των τεσσάρων μεγάλων πανεπιστημίων, πιστεύει ότι μπορεί να εγγυηθεί την ελεύθερη διακίνηση των μελών της και των ιδεών στους χώρους ευθύνης της, τότε δεν έχει παρά να το αποδείξει εμπράκτως. Με συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά και με πράξεις. Διαφορετικά θα είναι αυτή, αποκλειστικά υπεύθυνη για τη διαιώνιση της σημερινής απαράδεκτης κατάστασης.