Skip to main content

Διαταραχές ενδοκρινών αδένων και συνέπειες

Οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα είναι από τις πιο συχνές ενδοκρινολογικές παθήσεις και χιλιάδες άτομα στην Ελλάδα πάσχουν από αυτές.

Το ενδοκρινικό σύστημα είναι ένα σύνθετο σύστημα ενδοκρινών αδένων και αποτελείται από τον θυρεοειδή, τους παραθυρεοειδείς, το πάγκρεας, τις ωοθήκες, τους όρχεις, τα επινεφρίδια, την υπόφυση και τον υποθάλαμο. Οι ενδοκρινείς αδένες εκκρίνουν ουσίες, τις ορμόνες, που ελέγχουν και συντονίζουν πολλές δραστηριότητες του οργανισμού. Διαταραχές στην έκκριση των ορμονών μπορεί να οδηγήσουν στην κακή λειτουργία πολλών συστημάτων με επιπτώσεις από την καρδιά και τα αγγεία, τον μεταβολισμό του σακχάρου και των λιπιδίων, μέχρι την ανάπτυξη του παιδιού, την αναπαραγωγική ικανότητα ανδρών και γυναικών, διαταραχές της εμμηνορρυσίας, ακμή, διαταραχές των οστών, κλπ.

Το πεδίο της ενδοκρινολογίας είναι ευρύτατο και σε αυτό εμπίπτουν παθήσεις όπως:

-Παθήσεις του θυρεοειδούς
-Σακχαρώδης Διαβήτης (παιδιών, εφήβων και ενηλίκων)
-Υπερχοληστεριναιμίες
-Διαταραχές του Ασβεστίου
-Διαταραχές της εμμηνορρυσίας (εφηβείας, ενήλικων γυναικών και της κλιμακτηρικής περιόδου της ζωής της γυναίκας)
-Εμμηνόπαυση και Ορμονική Θεραπεία Υποκατάστασης
-Οστεοπόρωση
-Ακμή-Υπερτρίχωση (κοριτσιών, ενηλίκων γυναικών)
-Στειρότητα (ανδρός, γυναίκας)
-Διαταραχές εφηβείας (πρώιμη ή καθυστερημένη)
-Διαταραχές σωματικής ανάπτυξης (κοντό ανάστημα)
-Διαταραχές φύλου, κλπ.

Παθήσεις του θυρεοειδούς

Οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα είναι από τις πιο συχνές ενδοκρινολογικές παθήσεις. Χιλιάδες άτομα στην Ελλάδα και πάνω από 300.000.000 άτομα σε όλο τον κόσμο πάσχουν από αυτές. Η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα εμφανίζει διαταραχές που εκδηλώνονται είτε με την μορφή της υπολειτουργίας (υποθυρεοειδισμός) είτε με αυτή της υπερλειτουργίας (υπερθυρεοειδισμός). Ιδιόμορφη διαταραχή, η οποία μπορεί να θεωρηθεί και δυσλειτουργία, αποτελεί η απλή ή μη τοξική βρογχοκήλη, η οποία, όταν υπάρχουν όζοι, ονομάζεται οζώδης ή πολυοζώδης βρογχοκήλη. Οι ασθενείς με βρογχοκήλη είναι στην πλειονότητά τους ευθυρεοειδικοί και η κλινική συμπτωματολογία που εμφανίζουν οφείλεται στην τοπική διόγκωση του θυρεοειδούς, όταν αυτή πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η μεγάλη διόγκωση του αδένα μπορεί να προκαλέσει πιεστικά συμπτώματα, όπως δυσφαγία, αίσθημα πνιγμονής και δυσφωνία.

Ο υπερθυρεοειδισμός παρουσιάζει εξαιρετικά μεγάλη ποικιλομορφία. Τα σημεία και τα συμπτώματα της πάθησης εξαρτώνται από την ηλικία του ασθενή, τη διάρκεια της νόσου και τον βαθμό της περίσσειας της ορμόνης. Η νόσος εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως απώλεια βάρους, υπερίδρωση, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, δύσπνοια, αδυναμία, ευερεθιστικότητα και συχνές κενώσεις. Κατά την κλινική εξέταση διαπιστώνεται διόγκωση του θυρεοειδούς, ενώ αρκετοί ασθενείς μπορεί να εμφανίζουν και εξόφθαλμο.

Ο πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε αυτοάνοσο καταστροφή του θυρεοειδικού ιστού (θυρεοειδίτιδα Hashimoto), σε κάποια βλαπτική επίδραση στην ορμονική λειτουργία του αδένα (φαρμακευτική, ιατρογενής) ή σε συγγενή απλασία του θυρεοειδούς. Η υπολειτουργία του θυρεοειδούς ανάλογα με την ηλικία που εμφανίζεται παρουσιάζει ιδιαίτερη κλινική εικόνα και χαρακτηρίζεται ως υποθυρεοειδισμός των ενηλίκων, νεογνικός υποθυρεοειδισμός, παιδικός υποθυρεοειδισμός και γεροντικός υποθυρεοειδισμός.

Το φάσμα των κλινικών γνωρισμάτων του υποθυρεοειδισμού είναι συνάρτηση του βαθμού βαρύτητας και της ηλικίας στην οποία εμφανίζεται. Στον ενήλικα ο υποθυρεοειδισμός αναπτύσσεται συνήθως με τρόπο λανθάνοντα, με ενδεχόμενο να μείνει αδιάγνωστος για χρόνια. Τα πρωιμότερα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού είναι γενικά η καταβολή, η απάθεια, το αίσθημα κόπωσης, η αύξηση του σωματικού βάρους, η δυσκοιλιότητα και οι διαταραχές της εμμήνου ρύσης. Σε πιο προχωρημένο στάδιο τα συμπτώματα γίνονται προοδευτικά εντονότερα. Ο υποθυρεοειδισμός, όταν εμφανίζεται με πλήρη συμπτωματολογία, χαρακτηρίζεται από αλλοιώσεις του δέρματος, υποθερμία, μυϊκή αδυναμία, γαστρεντερικές διαταραχές, ψυχονοητικές διαταραχές, βραδυκαρδία, βραδύτητα της ομιλίας και βράγχος της φωνής.

Οστεοπόρωση

Η οστεοπόρωση είναι η νόσος του οστού που μεταφράζεται σε μείωση της οστικής μάζας. Στο οστεοπορωτικό κόκαλο παρατηρείται μεγάλη διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής κατασκευής του, που χαρακτηρίζεται από αραίωση της πυκνότητας του, «πορώδη» (σαν σπόγγος) σύσταση και διαταραχή της συνοχής των οστικών δοκίδων (εικ.1). Όλα αυτά οδηγούν στη μείωση της οστικής αντοχής στις φορτίσεις και στις δυνάμεις παραμόρφωσης που ασκούνται κάθε στιγμή, με συνέπεια τα οστά να γίνονται εύθραυστα και ως εκ τούτου να εκδηλώνονται κατάγματα σε διάφορα σημεία του σκελετού.

Η οστεοπόρωση θεωρείται «σιωπηλή νόσος», γιατί η οστική απώλεια προηγείται και εξελίσσεται αθόρυβα χρόνια πριν την τελική διαμόρφωση εκείνης της διαταραχής της ποιότητας του οστού που θα οδηγήσει το κόκαλο στα όρια του καταγματικού κινδύνου. Δυστυχώς το πρώτο σύμπτωμα είναι σχεδόν πάντα το κάταγμα, είτε αυτόματο, «σιωπηλό», χωρίς πόνο, της σπονδυλικής στήλης, που ανακαλύπτεται τυχαία σε μια απλή ακτινογραφία, είτε εξω-σκελετικό, όπως του καρπού, του ισχίου (λεκάνη) ή του ώμου. Οι ασθενείς που πάσχουν από οστεοπόρωση παρουσιάζουν επίσης σταδιακή ελάττωση στο ύψος τους, κρίσεις ζωστηροειδούς ραχιαλγίας ή και οσφυαλγίας, έως και κύφωση.


Στην Ελλάδα σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 500.000 γυναίκες και 50.000 άνδρες πάσχουν από βαριά οστεοπόρωση. Μάλιστα, Από πανελλήνια έρευνα που ξεκίνησε το 2003 και θα ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια, υπολογίζεται ότι το 35% των Ελληνίδων άνω των 50 πάσχει από οστεοπόρωση.

Η πιο συχνή μορφή οστεοπόρωσης, η μετεμμηνοπαυασιακή οστεοπόρωση, οφείλεται στην ένδεια ή η έλλειψη οιστρογόνων στη γυναίκα, όπως αυτή εκφράζεται μετά την εμμηνόπαυση. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ταχεία και μεγάλη απώλεια οστού χωρίς να προλαβαίνει η διαδικασία του επανασχηματισμού του να το αποκαθιστά. Η γεροντική οστεοπόρωση αναφέρεται στην τρίτη ηλικία και αφορά γυναίκες, αλλά και άνδρες. Στη γεροντική οστεοπόρωση, αν και το κόκαλο καταστρέφεται με βραδύτερους ρυθμούς, η διαδικασία αποκατάστασης λειτουργεί ακόμη πιο αργά, με συνέπεια η οστική απώλεια να μην μπορεί να αποκατασταθεί.

Για την καλύτερη εκτίμηση της οστικής πυκνότητας, η μέτρηση DXA οφείλει να γίνεται σε δύο περιοχές του σκελετού, εκείνες της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου. Τα δεδομένα της μέτρησης αυτής και οι πληροφορίες που δίδονται από τους δείκτες ανακατασκευής του οστού κατευθύνουν τον ιατρό για την απόφαση χορήγησης θεραπείας ή μη.

Παχυσαρκία

Η παχυσαρκία είναι χρόνιο νόσημα, αποτελεί συνέπεια αυξημένης πρόσληψης τροφής σε συνδυασμό με μειωμένη φυσική δραστηριότητα και παρατηρείται συνήθως σε άτομα με κληρονομική επιβάρυνση. Η περίσσεια της προσλαμβανόμενης ενέργειας με το φαγητό αποθηκεύεται στον οργανισμό με τη μορφή λίπους, η αυξημένη συσσώρευση του οποίου είναι επικίνδυνη για τον οργανισμό.

Το λίπος διακρίνεται σε υποδόριο και σπλαγχνικό. Το υποδόριο λίπος αποθηκεύεται κάτω από το δέρμα σχετικά κοντά στην επιφάνεια του σώματος. Το σπλαγχνικό λίπος αποθηκεύεται γύρω από σημαντικά όργανα στην κοιλιακή χώρα και συνεπάγεται κοιλιακή παχυσαρκία και είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος λίπους όσον αφορά στον καρδιομεταβολικό κίνδυνο.
Η συσσώρευση λίπους μπορεί με μηχανικό τρόπο να προκαλέσει διάφορα προβλήματα, όπως η αποφρακτική υπνική άπνοια, νοσήματα των αρθρώσεων, της σπονδυλικής στήλης και του δέρματος.

Οι αρθρώσεις των γονάτων και των αστραγάλων καταπονούνται εξαιτίας του αυξημένου φορτίου που έχουν να σηκώσουν και δημιουργούνται οστεοαρθρίτιδες. Στο δέρμα μπορεί να εμφανιστούν ραβδώσεις εξαιτίας της πίεσης του δέρματος από το αυξανόμενο λίπος και μελανίζουσα ακάνθωση, δηλαδή σκουρόχροη βελούδινη πάχυνση του δέρματος, στον αυχένα, στις μασχάλες, βουβώνες και αλλού, εξαιτίας της αντίστασης στην ινσουλίνη που συνοδεύει την παχυσαρκία.

Η κοιλιακή παχυσαρκία προδιαθέτει για καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, είτε γιατί συσχετίζεται με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία, είτε γιατί η ίδια η κοιλιακή παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου.

Οι παχύσαρκοι άνδρες έχουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του εντέρου, του ορθού και του προστάτη, ενώ οι γυναίκες του καρκίνου του ενδομητρίου και του μαστού έναντι των ατόμων με φυσιολογικό σωματικό βάρος. Επίσης, οι παχύσαρκες γυναίκες μπορεί να παρουσιάζουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών με διαταραχές εμμήνου ρύσεως, υπερτρίχωση, ακμή και υπογονιμότητα.

Η έμφαση πρέπει να δοθεί στον αυτοέλεγχο. Τα καλύτερα αποτελέσματα στην απώλεια βάρους επιτυγχάνονται στα παιδιά και τους εφήβους που δεν έχουν σταθεροποιήσει συνήθειες τους στον τρόπο ζωής. Η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι απαραίτητη, όταν ο ασθενής έχει δείκτη μάζας σώματος (το πηλίκο του βάρους σε κιλά διά του ύψους στο τετράγωνο) μεγαλύτερο του 40 ή πιο απλά όταν έχει τουλάχιστον 40 κιλά πάνω από το κανονικό του βάρος. Πολλά κλινικά οφέλη αποκομίζει ο παχύσαρκος ασθενής από τη χειρουργική θεραπεία, όταν έχει δείκτη μάζας σώματος πάνω από 35 και ταυτόχρονα πάσχει από τις επιπλοκές της παχυσαρκίας, όπως στεφανιαία νόσος, διαβήτης, οστεοαρθρίτιδα κλπ. Ωστόσο, ο υποψήφιος για εγχείρηση παχύσαρκος θα πρέπει να έχει προσπαθήσει να χάσει βάρος με τις μη επεμβατικές μεθόδους, όπως δίαιτα, άσκηση, φάρμακα, για τουλάχιστον ένα χρόνο, προτού καταφύγει στη χειρουργική οδό.

Διαταραχές λιπιδίων

Οι ασθενείς με διαταραχές λιπιδίων δυσκολεύονται να διατηρήσουν τα λίπη του οργανισμού σε φυσιολογικά επίπεδα. Μια από τις πιο συχνές διαταραχές των λιπιδίων είναι η υπερλιπιδαιμία -υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, LDL γνωστής ως «κακή» χοληστερίνη και τριγλυκεριδίων στο αίμα. Υψηλά επίπεδα αυτών των λιπιδίων συνδέονται με την καρδιακή και αγγειακή νόσο, με τα εγκεφαλικά επεισόδια και άλλες παθήσεις. Η υπέρταση είναι συχνή σε άτομα με διαταραχές λιπιδίων και ο συνδυασμός αυτών των καταστάσεων αυξάνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο της καρδιάς.

Ο ενδοκρινολόγος είναι εκπαιδευμένος να ανιχνεύσει τους παράγοντες που μπορεί να συνδέονται με διαταραχές λιπιδίων, όπως ο υποθυρεοειδισμός, χρήση φαρμάκων (στεροειδή) ή γενετικοί μεταβολικοί παράγοντες. Διαταραχές λιπιδίων υπάρχουν σε διάφορες καταστάσεις, όπως το μεταβολικό σύνδρομο, οι πολυκυστικές ωοθήκες και η παχυσαρκία.Ειδικές δίαιτες, άσκηση και φαρμακευτική αγωγή μπορεί να προταθούν για την αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας.

Info

Euromedica - Γενική Κλινική Θεσσαλονίκης

Τμήμα Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Σακχαρώδη Διαβήτη

Επιστημονικά Υπεύθυνοι

Dr. Tζαντ Μούσλεχ MD,PhD
Ενδοκρινολόγος
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ
Συνεργάτης Euromedica Γενική Κλινική Θεσσαλονίκης

Dr. Μαρία Σώμαλη MD, PhD
Ενδοκρινολόγος
Διδάκτωρ Σχολής Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών
Συνεργάτης Euromedica Γενική Κλινική Θεσσαλονίκης