Skip to main content

Γιατί οι νέοι προτιμούν social media και influencers για να κάνουν καταγγελίες

Μία κοπέλα που τρέχει ένα ακτιβιστικό account, η διαχειρίστρια των «Υπέροχων Γυναικών» αλλά και μία καθηγήτρια Δημοσιογραφίας μιλούν στη Voria.gr.

Η πολύκροτη υπόθεση βιασμού της 24χρονης, Γεωργίας Μπίκα, σε σουίτα ξενοδοχείου στη Θεσσαλονίκη τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, εκτός από το μείζον κεντρικό ζήτημα, έφερε ξανά στο προσκήνιο ένα σημαντικό θέμα: τη δημοσιογραφία από επαγγελματίες του κλάδου αλλά την παρουσίαση καταγγελιών και στοιχείων από influencers και από ακτιβιστικά accounts στα social media.

Εύλογα γεννάται το ερώτημα του κατά πόσο μπορούν και πρέπει οι πολίτες να εμπιστεύονται για την ενημέρωσή τους πληροφορίες που δεν είναι αποτέλεσμα δημοσιογραφικής έρευνας αλλά αναρτήσεις κοινωνικών προφίλ και πολύ περισσότερο ο λόγος για τον οποίον ειδικά νέοι στρέφονται στα social media. Tο μόνο σίγουρο είναι πως η πληροφορία διαχέεται όλο και περισσότερο πλέον μέσω των social και αυτά έχουν όλο και πιο σημαντική θέση στην καθημερινότητά μας, όπως αποδείχθηκε και με την καταγγελία βιασμού της 24χρονης.

Μετά το επίμαχο ποστ του μετρ της καφετέριας στην Παραλιακή, η υπόθεση βιασμού άρχισε να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις με τις δημοσιεύσεις στο instagram του ακτιβιστή, Ηλίας Γκιώνη. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μία χιονοστιβάδα αποκαλύψεων και στα σχόλια διάφοροι χρήστες, κυρίως κοπέλες, προχώρησαν σε αναρτήσεις, δίνοντας ονόματα, επιχειρηματικές δραστηριότητες και άλλες λεπτομέρειες που αφορούν τους διοργανωτές του πάρτι, αλλά και όσους συμμετείχαν σε αυτό.

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να ανοίξει μία συζήτηση για τους λόγους που τα νέα κυρίως άτομα στρέφονται σε κοινωνικά και ακτιβιστικά accounts για να μιλήσουν, να καταγγείλουν αλλα και για να ενημερωθούν. Για τον λόγο αυτό και η Voria.gr επικοινώνησε με μία κοπέλα που τρέχει ένα ακτιβιστικό account, με την ιδρύτρια της πλατφόρμας «Υπέροχες Γυναίκες» αλλά και με την καθηγήτρια του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ προκειμένου να γίνει μία προσέγγιση στο ζήτημα.

Κρίση εμπιστοσύνης

Για την επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννα Κωσταρέλλα, αυτή η στροφή του κόσμου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην εμπιστοσύνη που ορισμένοι επιδεικνύουν στους influencers αποτυπώνει μία γενικεύμενη έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς εν γένει και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης συγκεκριμένα. «Η εμπιστοσύνη του κόσμου στα μίντια είναι σε ιστορικά χαμηλά, καθώς πάνω από ένας στους δύο -το 57%- θεωρούν ότι τα μέσα δεν είναι αξιόπιστα και αυτό δίνει μία πρώτη απάντηση στο γιατί ορισμένοι πολίτες και ιδιαίτερα οι νέοι επιλέγουν να ακούσουν την πληροφορία και πολύ περισσότερο να τη μοιραστούν σε ακτιβιστικά accounts», τονίζει χαρακτηριστικά. Όμως, εύλογα γεννάται το ερώτημα αν θα εκχωρηθεί στη δημοσιογραφία των πολιτών ο χώρος που θα όφειλαν να έχουν οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. «Είναι πολύ σημαντικό που ο κόσμος ξεκίνησε να μιλάει αλλά εξίσου βασικό είναι τη στιγμή εκείνη να αναλάβουν έμπειροι δημοσιογράφοι που θα κάνουν έρευνα, θα παραθέσουν στοιχεία και τη θέση της κάθες πλευράς, θα απαντήσουν στο γιατί και στο πώς», σημειώνει χαρακτηριστικά στη Voria.gr.

Η κ. Κωσταρέλλα, παραθέτοντας τα λόγια του Mark Dews ο οποίος χαρακτήρισε τη δημοσιογραφία των πολιτών «τυχαίες δημοσιογραφικές πράξεις», αναφέρεται στη σημασία της σωστής και έγκριτης δημοσιογραφίας η οποία από εκεί που και πέρα θα ασχοληθεί με το γιατί, θα δημοσιεύσει όλες τις πλευρές και θα ασχοληθεί με το aftermath, με το τι ακολουθεί.

Άλλωστε, σύμφωνα με την καθηγήτρια, το κομμάτι της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς γενικότερα, που οδηγεί με τη σειρά της στο να παρακάμπτονται οι αρχές και να καταγγέλλονται υποθέσεις στις κάμερες, δεν είναι ένα νέο φαινόμενο, απλώς τώρα έχει αλλάξει μορφή. «Κατά την έναρξη και την άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης μία μόνιμη ατάκα που ακουγόταν ήταν το "θα σε βγάλω στα κανάλια" και όχι πως θα σε καταγγείλλω στις αρχές. Έτσι, γινόμασταν μάρτυρες στιγμών απείρου κάλλους στην ελληνική τηλεόραση όπου γνωστοί τηλεοπτικοί σταρ έπαιρναν άτυπα τον ρόλο των αρχών και ο κόσμος μοιραζόταν πράγματα πριν καν τα καταγγείλει στην αστυνομία», υπογραμμίζει η ίδια και λέει πως σήμερα βλέπουμε πως αρκετά άτομα θα προτιμήσουν να κάνουν μία καταγγελία σε κάποιον influencer ή στα social ευρύτερα, καθώς έτσι παίρνει άμεσα διαστάσεις το θέμα. «Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι που ελλοχεύουν. Πολλές φορές τα hastags αντικαθίστανται άμεσα από τα επόμενα, και στο τέλος της ημέρας η πληροφορία είναι τόσο διάχυτη που δεν παίρνει κάποια συγκεκριμένη μορφή. Εκεί είναι που καλείται να το αναλάβει ένας έμπειρος δημοσιογράφος», σημειώνει.

Καταλήγοντας αναφέρει πως ζητούμενο δεν είναι να λειτουργήσουμε αφοριστικά με τις νέες μορφές διάχυσης των πληροφοριών. «Είναι όμορφο που ο κόσμος ενδιαφέρεται, ευαισθητοποιείται και μοιράζεται εμπειρίες αλλά οφείλει να λειτουργεί επικουρικά με την ειλικρινή δημοσιογραφία και πρωτίστως με τις αρχές», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Τι λέει η διαχειρίστρια ενός ακτιβιστικού - κοινωνικού προφίλ στο Instagram 

Η «Abstract Girl», που τρέχει εδώ και έναν περίπου ένα ακτιβιστικό - κοινωνικό προφίλ στο Instagram αναφέρεται από την πλευρά της στους λόγους για τους οποίους η ίδια δέχεται ολοένα και περισσότερες καταγγελίες στο προφίλ της αλλά και τη στάση την οποία κρατάει. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, οι κοπέλες που μοιράζονται μαζί της εμπειρίες, άσχημα βιώματα μέχρι και βιασμούς πληθαίνουν μέρα με τη μέρα, ιδιαίτερα όταν το θέμα βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας. «Τις τελευταίες ημέρες, μετά την υπόθεση βιασμού της Γεωργίας, λάμβανα μηνύματα που μου εξομολογούνταν παρόμοιες ιστορίες, των ίδιων των θυμάτων ή του κοινωνικού του περιγύρου. Παράλληλα, όταν γνωστοποιήθηκε η υπόθεση του Στάθη Παναγιωτόπουλου τα μηνύματα ήταν εμφανώς περισσότερα», αναφέρει η ίδια.

Προσπαθώντας να δώσει τη δική της εξήγηση στο φαινόμενο, η «Abstract Girl» θεωρεί πως αρκετές φορές τα θύματα τα οποία δεν έχουν κάνει ακόμα καταγγελία θέλουν απλώς να μοιραστούν το βίωμά τους και προτιμούν να το επικοινωνήσουν σε άτομα της ηλικίας τους που βρίσκονται πίσω από ένα προφίλ, παρά να το καταγγείλουν στις αρχές, ανασύροντας έτσι το τραύμα τους και ξεκινώντας μία μεγάλη διασικασία με ανακρίσεις, για τις οποίες ίσως δεν είναι ακόμα έτοιμες. «Είναι συχνό φαινόμενο τα θύματα να μην είναι έτοιμα για την επίσημη διαδικασία και θέλουν απλώς ένα άτομο να τα ακούσει και να τους πει "σε πιστεύω"», υπογραμμίζει. Μάλιστα, όπως λέει, ακόμα και στις περιπτώσεις που έχει προηγηθεί καταγγελία στις αρχές, με τη δημοσιοποίησή της στα σόσιαλ και σε κοινωνικά προφίλ νιώθουν ότι παίρνουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους. «Είναι σημαντική η δυναμική του κόσμου και πλέον φαίνεται πως όλο και λιγότεροι είναι αυτοί που μένουν άπραγοι σε σημαντικές καταγγελίες», τονίζει.  

Η ίδια δεν δημοσιεύει όλες τις καταγγελίες που δέχεται αλλά βρίσκεται κοντά στα θύματα μέσω του προφίλ της. «Δεν είμαι εδώ για να πιέσω κανέναν να απευθυνθεί στις αρχές αλλά ούτε και να παρέχω επίσημη ψυχολογική υποστήριξη. Είμαι εδώ για να τις ακούσω, πολλές φορές ως μία απλή δέκτης μηνυμάτων», σημειώνει, υπογραμμίζοντας πως πρόσφατα έτυχε μία κοπέλα να της στείλει μήνυμα, όπου μίλησε για τον βιασμό της που είχε κρύψει μέσα της εδώ και επτά χρόνια. «Δεν μπορώ από την πλευρά μου να την υποχρεώσω να μιλήσει, θα ήταν ακραίο», τονίζει. «Ίσως αυτός είναι και ένας λόγος που ο κόσμος προτιμά κάποιες φορές να μιλήσει μέσω των social και όχι σε δημοσιογράφους, καθώς θέλει απλά να ακουστεί και όχι να αποδείξει», προσθέτει.

Στο μεταξύ, η «Abstract Girl» ξεκαθαρίζει πως δεν αυτοπροσδιορίζεται ως influencer αλλά ως ένα άτομο που τρέχει ένα κοινωνικό προφίλ. «Προσπαθώ να αποφεύγω τον χαρακτηρισμό influencer καθώς σχετίζεται μερικές φορές και με εμπορικές συνεργασίες, στις οποίες εγώ δεν προχωρώ. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να ανοίγω συζητήσεις αναφορικά με τον σεξισμό, την κακοποίηση και κάθε μορφής βία ούτως ώστε να προλαμβάνουμε και όχι μόνο να θεραπεύουμε», αναφέρει.

Η θέση της ιδρύτριας της πλατφόρμας «Υπέροχες Γυναίκες»

Τη δική της θέση για το ζήτημα δίνει στη Voria.gr και η Νεφέλη Χατζηιωαννίδου, η ιδρύτρια της πλατφόρμας «Υπέροχες Γυναίκες» που εδώ και τρία περίπου χρόνια λαμβάνει σχεδόν καθημερινά καταγγελίες παρενόχλησης, κακοποίησης και βιασμών. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει μία αίσθηση κοινότητας σε επιμέρους ομάδες, όπου και ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του ο καθένας τα ακολουθεί είτε για να λάβει μία πρώτη πληροφόρηση είτε ακόμα και για να διαμορφώσει μία άποψη μετά από αναρτήσεις ατόμων με παρόμοια θέση», σημειώνει ενώ δηλώνει πως «ο κόσμος νιώθει πιο άνετα να εκφραστεί σε μία αντίστοιχη κοινότητα που είναι εκεί 24/7 καθώς δεν ξέρεις πότε θα νιώσει την ανάγκη κάποιος να μιλήσει».

Σοκαριστική είναι η απάντησή της Νεφέλης αναφορικά με τον αριθμό των καταγγελιών που δέχεται καθημερινά η πλατφόρμα. Όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια, δεν περνάει ημέρα που να μην δέχεται έστω και ένα μήνυμα για κάποιο περιστατικό και ο αριθμός αυτός δεκαπλασιάζεται όταν βρίσκεται στο προσκήνιο κάποια υπόθεση κακοποίησης είτε βιασμού. «Τις 17 μαύρες ημέρες των γυναικοκτονιών μπορεί να λαμβάναμε ακόμα και 40 καταγγελίες ημερησίως, γεγονός που αποδεικνύει την έντονη ανάγκη που είχαν τα θύματα ή οι συγγενείς τους να μιλήσουν». Η Νεφέλη αναφέρει παράλληλα πως σε πολύ υψηλό επίπεδο ήταν και οι καταγγελίες τις ημέρες που βγήκε στο φως η υπόθεση βιασμού ανήλικης από τον 37χρονο ιερέα, όμως λιγότερες ήταν αυτές τις ημέρες που η κοινή γνώση ασχολείται με την υπόθεση βιασμού της 24χρονης Γεωργίας.

Η βασική αρχή της Νεφέλης και των «Υπέροχων Γυναικών» είναι όχι τόσο η δημοσίευση των καταγγελιών αλλά η συζήτηση με τα άτομα και η βοήθεια που προσφέρει ούτως ώστε αυτά να στραφούν σε γραμμές υποστήριξης αλλά και σε δομές φιλοξενίας. «Θεωρώ πρωταρχικό κομμάτι να βοηθάμε τα άτομα να βρουν δικαίωση αλλά και να ξεφύγουν από τον κύκλο κακοποίησης. Έχει τύχει αρκετές φορές να καλέσουμε εμείς σε γραμμές υποστήριξης είτε στην ΕΛΑΣ για μία πρώτη εικόνα και μετά παραπέμψαμε τα θύματα στοχευμένα», ανέφερε καθώς η όποια επικοινωνία μπορεί να γίνεται μόνο από το ίδιο το θύμα.  

«Δεν θέλουν όλα τα θύματα να δημοσιευτεί η καταγγελία τους, κυρίως οι μεγαλύτερης ηλικίας. Παρατηρείται, άλλωστε, πως μικρότερες κοπέλες στρέφονται περισσότερα σε κοινωνικά accounts καθώς δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν αλλά νιώθουν και περισσότερο οικεία», όπως αναφέρει. Παράλληλα, δηλώνει πως τις περισσότερες φορές που μία γυναίκα θέλει να δημοσιευτεί επώνυμα η ιστορία της είναι όταν επιθυμεί να βρει και άλλα θύματα από τον ίδιο θύτη είτε παρόμοιο τρόπο δράσης  και αναζητούν δικαίωση.

Αναμφίβολα, σύμφωνα με τη Νεφέλη, προκειμένου ένα θέμα να πάρει μεγαλύτερες διαστάσει, πρέπει μετά να ξεκινήσει μία συζήτηση στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και να ασχοληθούν και επαγγελματίες δημοσιογράφοι. «Ακόμα ένα βασικό μέσο διαμοιρασμού της πληροφορίας είναι η τηλεόραση για πολλά ελληνικά σπίτια, οπότε είναι σημαντικό να επικοινωνηθεί και εκεί», τονίζει.

Στο μεταξύ, κάνοντας λόγο για τα... λαϊκά δικαστήρια που στήνονται μετά από τέτοιου είδους υποθέσεις, τονίζει πως πολλές φορές έτσι απομακρύνεται η συζήτηση από τα κύριο ζήτημα. «Η κοινή γνώμη εστιάζει αρκετές φορές στο να διχαστεί και ένα θέμα που αφορά έναν βιασμό γίνεται ταξικό και πολιτικό, κάτι που στην τελική παρά μόνο το θύμα ζημιώνει», σημειώνει.

Σημαντικό είναι πάντως αυτό που παρατηρεί η ερευνήτρια Ruth A. Harper: Ακόμη και μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον με τα ρευστά όρια ανάμεσα στους επαγγελματίες και τους μη επαγγελματίες, όπου οι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων θα λειτουργούν ως ρεπόρτερ, η αξία και η συμβολή των δημοσιογράφων παραμένει πολύ σημαντική, καθώς οι τελευταίοι δεν θα ασχολούνται τόσο με τη διάδοση της πληροφορίας, όσο με την εξακρίβωση της αλήθειας της πληροφορίας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ίδια, «αν θες να δεις τι λένε οι πολίτες ότι συμβαίνει τώρα μπες στο twitter, αν θες να δεις ποια είναι όντως η αλήθεια και τι μπορεί να είναι ψευδές, τσέκαρε το CNN ή τους New York Times».