Skip to main content

Η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει 18 δισ. ευρώ από την ενεργειακή αναβάθμιση

Απαιτούνται κεφάλαια ύψους 18,1 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 για τον εναρμονισμό με τον ευρωπαϊκό στόχο εξοικονόμησης ενέργειας

Οι Έλληνες ξοδεύουν ετησίως περίπου τα ίδια με τους Γερμανούς για ενέργεια (2.720 ευρώ έναντι 2.950 ευρώ). Ωστόσο, ο λόγος ΑΕΠ/κατοίκων στη Γερμανία είναι διπλάσιος σε σχέση με την Ελλάδα, με αποτέλεσμα στη χώρα μας να καταγράφεται διπλάσιο ενεργειακό κόστος (0,162 ανά ευρώ του ΑΕΠ) απ' ότι στη Γερμανία (0.085 ανά ευρώ του ΑΕΠ).

Τα παραπάνω στοιχεία παρουσίασε ο πρόεδρος του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ), Βασίλης Τσολακίδης, κατά την ομιλία του στην ημερίδα με θέμα «Εξοικονόμηση ενέργειας και εκμετάλλευση οργανικών απορριμάτων στην ελληνική βιομηχανία τροφίμων» που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.

Σύμφωνα με τον κ. Τσολακίδη, από το 2007 και μέχρι το 2012 η κατανάλωση ενέργειας κινήθηκε πτωτικά στην Ελλάδα - σε όλους τους τομείς - ενώ έκτοτε και μέχρι το 2016 παρουσιάζει ανοδική πορεία, εκπληρώνοντας ωστόσο τον εθνικό στόχο, ακόμη και αυτόν που έχει θέσει η ΕΕ για το 2020, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και ύφεσης, που οδήγησε σε σημαντική μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης. Ωστόσο, η ανοδική πορεία που καταγράφεται θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων για το 2020.

Μάλιστα, ο πρόεδρος του ΚΑΠΕ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την ενεργειακή κατανάλωση την περίοδο 2020-2030 υπογραμμίζοντας την ανάγκη υιοθέτησης ενός εθνικού προγράμματος εξοικονόμησης. Όπως είπε, κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο ούτως ώστε να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας, η οποία εισάγει το 80% της ενέργειας που καταναλώνει (κυρίως πετρέλαιο). Για να επιτευχθούν οι στόχοι εξοικονόμησης του 2030 (άρθρο 7 της Κοινοτικής Οδηγίας 2012/27/ΕΕ) απαιτούνται επενδύσεις της τάξης των 18,1 δισ. ευρώ, οι οποίες ωστόσο μπορούν να αποφέρουν όφελος άνω των 36,3 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξοικονομηθούν συνολικά 18,1 εκατ. MWh από το 2019 μέχρι το 2030.

«Η κατανάλωση ενέργειας θα μπορούσε, με μέτρα εξοικονόμησης και περιορισμού της σπατάλης, να μειωθεί κατά 50%, και έως και 60%-70% σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως ο οδοφωτισμός και η παραγωγή πόσιμου νερού. Η υποχρέωση για ενεργειακή μετάβαση αποτελεί ισχυρό κίνητρο για την Ελλάδα, διότι ταυτίζεται με τις δικές της ενεργειακές και οικονομικές ανάγκες για απεξάρτηση από τα ορυκτά και κυρίως εισαγόμενα καύσιμα, με σκοπό τη σταδιακή βελτίωση όλων των υφιστάμενων αρνητικών ενεργειακών δεικτών. Και αυτό διότι, με εξαίρεση τον λιγνίτη, η χώρα δεν διαθέτει άλλες συμβατές πηγές ενέργειας, παρά μόνο άφθονο δυναμικό σε ΑΠΕ», είπε ο κ. Τσολακίδης.