Skip to main content

Εκτός ελέγχου το τσουνάμι της γραφειοκρατίας στη Θεσσαλονίκη

Η καθημερινότητα της γραφειοκρατικής Θεσσαλονίκης σε αντιδιαστολή με τις φωτεινές περιπτώσεις που δοξάζουν το όνομα της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Τις τελευταίες ημέρες στο newsroom –στην αίθουσα σύνταξης δηλαδή- της voria.gr οι δημοσιογράφοι ζουν μια πραγματικότητα τόσο αληθινή, που καταντάει εφιαλτική.

Καταστάσεις που προφανώς συμβαίνουν καθημερινά σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας και τις υφίστανται πολλοί πολίτες παίρνουν διαφορετική δυναμική όταν συμπίπτουν σε μια δημοσιογραφική ομάδα, που δουλειά της είναι να καταγράφει την πραγματικότητα, προσέχοντας –όσο είναι δυνατόν- να αποφύγει την περιπτωσιολογία, που συχνά διαστρεβλώνει την πραγματική εικόνα. Σημειώστε:

Ο ένας συνάδελφος πήγε τη μητέρα του για προγραμματισμένες εξετάσεις σε δημόσιο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, με ραντεβού κλεισμένο εδώ και μήνες. Ο υπάλληλος του τμήματος που καθόταν πίσω από το κλασικό τζάμι με το ημικυκλικό κενό για να υπάρχει συνεννόηση, πήρε στα χέρια του το παραπεμπτικό –μία κόλλα Α4 τυπωμένη και στις δύο πλευρές- και πριν δείξει που θα γίνει η εξέταση έβαλε μόνος του επτά (αριθμός 7) σφραγίδες και υπογραφές στις δύο όψεις του χαρτιού. Ένας Θεός ξέρει τι σφραγίδες ήταν αυτές. Ένας Θεός και ο υπάλληλος.

Ο δεύτερος συνάδελφος πήγε σε κάποια αποκεντρωμένη υπηρεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης, κάπου στα ανατολικά, για να πληρώσει μία κλήση για παρκάρισμα. Έφτασε μπροστά σε ένα γραφείο, ο αρμόδιος υπάλληλος πήρε την κλήση, συμπλήρωσε ένα έντυπο στον υπολογιστή και έστειλε τον… πελάτη στον επάνω όροφο για να πάρει την εκτύπωση και μία ακόμη υπογραφή, ώστε αφού κάνει το κάτω – πάνω – κάτω δρομολόγιο να επιστρέψει στο ίδιο σημείο για να πληρώσει. Φανταστείτε να είχε να πληρωθεί.

Ο τρίτος συνάδελφος στην προσπάθεια του να καταθέσει αίτημα για να περάσει συγγενικό του πρόσωπο από επιτροπή για πιστοποίηση αναπηρίας, παρά την προεργασία που είχε κάνει με τη βοήθεια ενός γνωστού από το ΕΦΚΑ της Τούμπας, κινήθηκε επί διήμερο μεταξύ Αριστοτέλους και Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), στην Πύλη Αξιού, δίπλα στα Δικαστήρια. Μεταξύ των θεμάτων που κλήθηκε να διευθετήσει είναι ότι στην θεωρημένη από τη Δημοτική Αστυνομία εξουσιοδότηση που είχε στην κατοχή του –καθώς το συγγενικό του πρόσωπο είναι κατάκοιτο- έγραφε ότι τον εξουσιοδοτεί να καταθέσει όποια δικαιολογητικά χρειάζονται για να αιτηθεί τον έλεγχο.

«Εδώ δε γράφει ότι μπορείτε να υπογράψετε» είπε με σοβαρό ύφος ο νεαρός και ευγενής υπάλληλος. «Μα λέει να κάνω ότι χρειάζεται για να καταθέσω την αίτηση» απάντησε ο συνάδελφος. «Εγώ δεν βλέπω εξουσιοδότηση για υπογραφή, πηγαίνετε στην προϊσταμένη, γραφείο Χ». Ευτυχώς η προϊσταμένη είχε ευρύτερη αντίληψη της ελληνικής γλώσσας, αλλά και του περιεχομένου και της σημασίας της εξουσιοδότησης, έβαλε μια σφραγίδα και μια υπογραφή και ο συνάδελφος επέστρεψε στον υπάλληλο, ο οποίος αισθάνθηκε ασφαλής με τη σφραγίδα και την υπογραφή της προϊσταμένης του και προχώρησε τη διαδικασία. Όταν τελείωσε η… διήμερη περιπέτεια και ολοκληρώθηκε η κατάθεση της αίτησης η τελευταία υπάλληλος στην ατέλειωτη σειρά των υπαλλήλων και των προϊσταμένων, του ζήτησε έναν αριθμό κινητού, διότι η ειδοποίηση για το ραντεβού με την Επιτροπή θα έρθει με sms. Ούτε καν με τηλεφώνημα. Στην εύλογη απορία, τι θα γίνει εάν για κάποιο λόγο η συγκεκριμένη ημέρα που θα ορίσει η Επιτροπή –κάπου ανάμεσα σε έναν και πέντε μήνες- δεν βολεύει, η απάντηση ήταν εξίσου εύλογη. Ένα σήκωμα των ώμων, που στην καλύτερη περίπτωση σημαίνει «θα δούμε» και στη χειρότερη «φροντίστε να βολεύει».

Ο τέταρτος συνάδελφος στη Voria.gr πήγε στη ΔΕΗ να διευθετήσει ένα απλό θέμα, άλλαξε πάροχο ηλεκτρικού ρεύματος και ήθελε να διακανονίσει τους λογαριασμούς, να δώσει ή να πάρει. Στο χαρτάκι προτεραιότητας, αυτό που έχουν τοποθετήσει πολλές δημόσιες υπηρεσίες και ΔΕΚΟ για να μην υπάρχουν ουρές και να μη μαλώνουν για την προτεραιότητα όσοι θέλουν να εξυπηρετηθούν, η ένδειξη δίπλα από τη φράση «χρόνος αναμονής» ήταν μία μόνο λέξη: απροσδιόριστος. Όταν, λοιπόν, η ώρα είναι 9.30, το γραφείο άνοιξε στις 7.30, βρισκόμαστε στο Νο14 και στο χέρι σου κρατάς το Νο36 τι κάνεις; Απλά περιμένεις στην ουρά, κρατώντας, πάντως, κι ένα χαρτάκι με νούμερο προτεραιότητας, κάτι σαν ενθύμιο.

Ο πέμπτος συνάδελφος στην προσπάθεια του να κάνει ένα ρεπορτάζ τηλεφωνεί σε μια αυτοδιοικητική υπηρεσία στη Θεσσαλονίκη, δηλώνει την ιδιότητα του και ζητάει τρεις γενικούς και ανώνυμους αριθμούς για κάποιους ελέγχους και κάποιες βεβαιώσεις παραβάσεων. Ούτε ονόματα, ούτε λεπτομέρειες, ούτε προσωπικά δεδομένα, ούτε κάτι απόρρητο. Στοιχεία που κανονικά η υπηρεσία όφειλε να δημοσιοποιεί σε τακτικά χρονικά διαστήματα, αφού αφορούν την αγορά, δηλαδή την κοινωνία. Αντιλαμβανόμενος την αμηχανία του υπαλλήλου, ρωτάει «εάν δεν μπορείτε να μου τα δώσετε, πού και πώς μπορώ να υποβάλλω σχετικό αίτημα;». Αντί άλλης απαντήσεως ακούει έκπληκτος ότι η υπηρεσία πρέπει να ρωτήσει τη νομική υπηρεσία, αλλά έτσι κι αλλιώς ο συγκεκριμένος υπάλληλος δεν είναι αρμόδιος, για την ακρίβεια είναι μόνο ένας απλός προϊστάμενος, και καλό θα ήταν ο δημοσιογράφος να απευθυνθεί στην διευθύντρια, την κα Τάδε, η οποία, όμως, λείπει με κανονική –παρακαλώ να υπογραμμιστεί η συγκεκριμένη λέξη: κανονική- άδεια. Στην ερώτηση του συναδέλφου «Όταν λείπει ο διευθυντής δεν υπάρχει κάποιος να τον αναπληρώνει;» η απάντηση ήταν εύλογη και τυπικώς λογική: «Βεβαίως, ο κ. Δείνα». Από εκείνη τη στιγμή και για μία τουλάχιστον ώρα, η τηλεφωνική γραμμή του κ. Δείνα ήταν κατειλημμένη. Προφανώς έπεσε πολύ δουλειά. Και στον αναπληρωτή του διευθυντή, αλλά και στον συνάδελφο, ο οποίος κάποια στιγμή σταμάτησε να καλεί.

Την ώρα που η συζήτηση για όλα αυτά, μεταξύ σοβαρού και αστείου, αλλά και μεταξύ πλάκας και απελπισίας, βρισκόταν σε εξέλιξη στο newsroom, μπήκε ένας άλλος, ο έκτος στη σειρά, συνάδελφος, και διηγήθηκε το εξής αμίμητο, κανονικό… κερασάκι στην τούρτα. «Σήμερα το πρωί μπήκα στο αστικό λεωφορείο και στην επόμενη στάση η μεσαία πόρτα σταμάτησε να ανοιγοκλείνει, παρέμεινε ανοιχτή. Ο οδηγός προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να την επαναφέρει. Τι έκανε, λοιπόν; Είπε στους επιβάτες να προσέχουν να μην πέσουν και συνέχισε το δρομολόγιο, ώστε –όπως είπε μέσα από τα δόντια του- να μην αργήσουν οι άνθρωποι στις δουλειές τους.

Μια απόφαση με ρίσκο που δικαιώθηκε, υπό την έννοια ότι το δρομολόγιο ολοκληρώθηκε χωρίς κάποιο άλλο απρόοπτο ή χωρίς κάποιος δυσάρεστο γεγονός. Μια απόφαση, που υπό μίαν έννοια είναι άξια συγχαρητηρίων. Ας αφήσουμε κατά μέρος τα πρωτόκολλα κυκλοφορίας και ασφαλείας. Ευτυχώς δεν έχουν πιάσει ακόμη τα κρύα.

Όλα αυτά –και πολλά άλλα παρόμοια και ανάλογα- συμβαίνουν καθημερινά στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα. Για να δικαιώσουν και το στίχο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος για να υπογραμμίσει την ένταση της απελπισίας από την ερωτική απόρριψη χρησιμοποίησε το παράδειγμα της ισοπεδωτικής αίσθησης του ανυπεράσπιστου που δημιουργεί η γραφειοκρατία στους ανθρώπους. «Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι / ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους / σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά / πίσω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο / κι εκλιπαρούνε με μια αίτηση στο χέρι», έγραψε.

Την ίδια στιγμή, βρισκόμαστε παραμονές του 2020, η Ελλάδα συνηθίζει να συζητάει σε καφενεία, τηλεπαράθυρα και social media για τα… θαυμαστά και ηρωικά παιδιά της, που εξακολουθούν να δοξάζουν το όνομά της στα πέρατα του κόσμου. Τον Στέφανο Τσιτσιπά, τον Γιάννη Αντετοκούμπο, τους άνδρες της ΕΜΑΚ που σώζουν ζωές –μόλις χθες στην Αλβανία- κάποιους επιστήμονες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα που δίνουν τα φώτα τους. Μόνο που –όσο κι αν μας πληγώνει η διαπίστωση- αυτές οι φωτεινές περιπτώσεις δεν είναι η Ελλάδα, είναι οι εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ο Τσιτσιπάς, ο Αντετοκούμπο και τ’ άλλα παιδιά δούλεψαν κι εξακολουθούν να δουλεύουν με κίνητρο την προσωπική τους προκοπή και προφανώς την αγάπη των δικών τους ανθρώπων. Η Ελλάδα δεν δικαιούται κανένα ποσοστό από τις επιτυχίες τους, εκείνοι της κάνουν αφιερώσεις επειδή είναι γενναιόδωροι. Ο κορυφαίος βιολιστής Λεωνίδας Καβάκος, ο οποίος τα τελευταία χρόνια επέλεξε συνειδητά να εγκατασταθεί μονίμως στην Ελβετία –όπως για δεκαετίες είχε επιλέξει παραμείνει στην Ελλάδα- στην τελευταία του συνέντευξη πριν από λίγες ημέρες τα είπε όλα –ή σχεδόν όλα- σε δύο φράσεις:

Πρώτον, αν βγείτε στον δρόμο και ρωτήσετε τους περαστικούς, όλοι θα πουν ότι εμείς δώσαμε τα φώτα μας στην ανθρωπότητα. Σαχλαμάρες! Όχι γιατί δεν είναι αλήθεια, αλλά γιατί τέτοια λόγια βγαίνουν και από το στόμα ανθρώπων που δεν έχουν μελετήσει ούτε μια στιγμή στη ζωή τους.

Δεύτερον, το μεγαλύτερο λάθος που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι «βγαίνουμε από την κρίση χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτα. Μια κρίση κυρίως ηθική, αξιών, που θα έπρεπε να μας έχει φέρει μπροστά στο ερώτημα πώς μπορούμε να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινωνία, την αντιμετωπίσαμε απλώς ως κρίση οικονομική, αριθμών».