Skip to main content

Ένα στοίχημα που χάνεται και ένα που κερδίζεται για την οικονομία

Στην Ελλάδα ο καθαρός δημόσιος πλούτος, υπό το βάρος του τεράστιου δημοσίου χρέους, υπολογίζεται σε -111% του ΑΕΠ. Ποια μάχη χάνεται, ποια κερδίζεται

Χάνεται οριστικά η μάχη του υπερπλεονάσματος. Μετά το ΔΝΤ και αναλυτές μεγάλων ξένων οίκων δεν βλέπουν περιθώριο για υπέρβαση του επίσημου στόχου 3,5% του ΑΕΠ, όπως αρέσκεται να υποστηρίζει αριστερά και δεξιά με την πρώτη ευκαιρία η κυβέρνηση.

Συγκεκριμένα, κοινή είναι πλέον η εκτίμηση ότι μπορεί έως και το 2022 η Ελλάδα να επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ όμως από το 2023 θα αρχίσει η υποχώρηση, καθώς ήδη υπολογίζεται σε 3% του ΑΕΠ. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, αρκεί να σημειωθεί ότι στο Μεσοπρόθεσμο ο πήχης του πλεονάσματος το 2022 ξεπερνούσε το 5% του ΑΕΠ ανοίγοντας δημοσιονομικό χώρο πάνω από 3,5 δισ. ευρώ. Κι άρα, οι παροχές που σχεδίαζε η κυβέρνηση ήταν ανάλογες, γεγονός που τώρα περιπλέκει την κατάσταση.

Το θετικό στοιχείο σε όλες αυτές τις αναλύσεις έχει να κάνει με το δημόσιο χρέος που, ακολουθώντας καθοδική τροχιά, από 188,1% του ΑΕΠ φέτος καταλήγει στο 151,1% του ΑΕΠ το 2023. Αυτή είναι μια πραγματική ανάσα για την χώρα, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς ότι το χρέος ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε την δεκαετή κρίση στη χώρα.

Για την ακρίβεια, ήταν η αιτία του κακού, για όσα προκλήθηκαν μετά. Αρκεί να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα ο καθαρός δημόσιος πλούτος, υπό το βάρος ενός τεράστιου δημοσίου χρέους υπολογίζεται σε -111% του ΑΕΠ όταν -για παράδειγμα- στη Νορβηγία φτάνει το (+) 348% του ΑΕΠ.