Skip to main content

Επαναστατισμοί και ψευτο-επαναστατισμοί από το 1821 έως σήμερα

Οι ανατολικές αυταπάτες δεν εκριζώθηκαν ουσιαστικά ποτέ από την νεοελληνική συνείδηση και περιλαμβάνουν την ύπαρξη δήθεν αυτόματων λύσεων.

της Παναγιώτας Παπανάγνου, διδάκτορος Ιατρικής Αθηνών

Κατά την ολοκλήρωση της διαγραφής της καμπύλης της Γαλλικής Συνταγματικής ιστορίας, το εξαιρετικά φιλελεύθερο Σύνταγμα Επιδαύρου–Άστρους σηματοδότησε τον μετασχηματισμό του εγχειρήματος του αγώνα των εξεγερμένων Ελλήνων από αμιγώς στρατιωτικό σε πολιτειακό γεγονός. Παράλληλα όμως με την χάραξη της δικής του Συνταγματικής πορείας, το επαναστατημένο Ελληνικό έθνος μόχλευσε Βρετανικά δάνεια ώστε να προσδώσει σάρκα και οστά στην οργάνωσή του και να ανταπεξέλθει στην κάλυψη των αναγκών που επιτάσσει η σύσταση ενός κράτους de novo. Αυτό προσέδωσε στη γέννηση του νεοελληνικού κράτους από τη μία τον επιπρόσθετο χαρακτήρα του επενδυτικού γεγονότος και του οικονομικού διακυβεύματος και οπό την άλλη συνέδεσε την Ελληνική κρατική υπόσταση με την επιλογή μίας δυτικής φιλοσοφίας στην διαχείριση εκτάκτων καταστάσεων, στον αντίποδα της υιοθέτησης ανατολικών ψευδαισθήσεων. Οι ανατολικές αυτές αυταπάτες δεν εκριζώθηκαν ουσιαστικά ποτέ από την νεοελληνική συνείδηση και περιλαμβάνουν την ύπαρξη δήθεν αυτόματων λύσεων δια της επίκλησης μιας υποτιθέμενης υπεροχής των Ελλήνων έναντι των άλλων λαών ή την υιοθέτηση τακτικών ολοκληρωτισμού.

Σε αυτή τη δυτική επιλογή που πιστώνεται στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και που έγινε πρώιμα και σε μεγάλο βαθμό ερήμην του μη ενοποιημένου ακόμα λαού, είναι που οφείλει την γένεσή του το συντεταγμένο Ελληνικό κράτος. Συνολικά ο αγώνας χαρακτηρίζεται οπό την Α΄ Εθνοσυνέλευση ως καθαρά εθνικοαπελευθερωτικός, χωρίς καθόλου ταξικά στοιχεία και σε αντιδιαστολή με το καρμποναρικό κίνημα στην Ευρώπη που αναπτύχθηκε με όρους συνωμοτικούς. Σε αντίθεση με τις καρμποναρικές αδερφότητες που τις ένωνε η πεποίθηση πως ανήκουν σε ένα ξεχωριστό, ανώτερο κόσμο, ο αγώνας των Ελλήνων ήταν εξαρχής δυτικότροπος και σύμφυτος με τον ρεαλισμό παρά τον επαναστατικό ρομαντισμό που κυριάρχησε τη δεκαετία μετά το Βατερλώ.     

Αυτή ακριβώς την φιλοδυτική πολιτική του Μαυροκορδάτου συνέχισε η ευρωπαϊκή προμετωπίδα της Ελλάδας, ο Κώστας Σημίτης, για την επίτευξη της εισόδου στην ΟΝΕ και την προώθηση της ανάπτυξης. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιστράτευσε τους πιο ευφάνταστους ταξικούς συμβολισμούς, από ρήσεις του Μάο μέχρι κάδρα του Βελουχιώτη και θρηνωδίες για τον θάνατο του Κάστρο, για να διχάσει τον λαό και να ασκήσει μία αναχρονιστική πολιτική σκευωριών και ψευδοεπαναστατισμού, και τελικά να υπαναχωρήσει σε όσα είχε καταγγείλει υπογράφοντας ένα διαρκές μνημόνιο 3 plus που χωρίς τους λεονταρισμούς του θα ήταν αχρείαστο.

Όταν το 2010 έντονα διαφάνηκε το πρόβλημα της διαχείρισης της κρίσης της ανατροφοδότησης του Ελληνικού χρέους η Ευρωζώνη, δομημένη επί της Συνθήκης του Μάαστριχτ ώστε να λειτουργεί μόνο υπό συνθήκες κανονικότητας, δεν διέθετε μηχανισμούς ανάσχεσης κρίσεων. Με δεδομένη την απαγόρευση του δανεισμού των κρατών-μελών από την ΕΚΤ και τη διάσωση τραπεζών, το λεγόμενο «bail-in» , χρειάστηκε τροποποίηση του άρθρου 136 της Συνθήκης για την ΕΕ (ΣΕΕ) με σκοπό την τελική διαμόρφωση του ΕFSF/ESM που είναι και ο βασικός πιστωτής της χώρας μας. Χάρη στους εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους δανεισμού του ΕFSF/ESM και στην δραστική διπλή παρέμβαση στο χρέος με το PSI/OSI το 2012, η χώρα επιβίωσε και πορεύεται ως τώρα και για θα πορεύεται για πολλά χρόνια ακόμα ενώ το ίδιο το δημόσιο χρέος μετατράπηκε από τροχοπέδη του παρελθόντος σε κλειδί για την μελλοντική ανάπτυξη της χώρας. Χωρίς αυτή τη δίδυμη παρέμβαση στο χρέος του 2012 η Ελλάδα δεν θα ήταν παρά μία μαύρη οπή στο χάρτη της ΕΕ.  

Έτσι, επ’ ευκαιρία του Ελληνικού προβλήματος και με τη χώρα να λειτουργεί ως ερευνητικό εργαστήριο, όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί «Εργαστήριον η Ελλάς» τα σχεδόν ανύπαρκτα αντανακλαστικά διαχείρισης κρίσεων, η «δυσρεφλεξία» της ΕΕ ισχυροποιήθηκαν προς κοινό όφελος όλων των κρατών-μελών. Όπως θα έλεγε αν ζούσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ως Σύμβουλος Επικρατείας του Όθωνα αναφορικά με την επίπονη αλλά ωστόσο αναγκαία στήριξη των αγωνιζόμενων Ελλήνων από ισχυρούς παράγοντες της εποχής, «πονούσε το μπαρμπέρισμα εις του κασίδη το κεφάλι, μα είχαμε και αυτουνών την ανάγκη». Η πεποίθηση αυτή του πρωταγωνιστή του ’21 είναι η ύψιστη μορφή συνταγματικού πατριωτισμού που σημαίνει πολλά περισσότερα από τον εθνικό πατριωτισμού γιατί ενέχει την διαχρονική πίστη στο Σύνταγμα πριν καν αυτό διαμορφωθεί και σε όλες τις αναθεωρημένες του μορφές. Γιατί χωρίς το PSI/OSI η χώρα όδευε στην ασύντακτη χρεοκοπία. Όλα αυτά, αναστοχαζόμενη η Άνγκελα Μέρκελ κατά την αποχώρησή της από την Καγκελαρία τα συνεκτίμησε κάνοντάς την σοφότερη απ’ ότι ήταν στην ανάληψη των καθηκόντων της πριν 16 χρόνια και πριν τις ασκήσεις διαχείρισης οικονομικής κρίσης επί του Ελληνικού εργαστηριακού πάγκου που συνέβαλλε τα μέγιστα στην έκδοση κοινού χρέους, τη γενική ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και το ταμείο Νέας Γενιάς ως απόδειξη των γρήγορων αυτή τη φορά αντανακλαστικών της ΕΕ στην οικονομική κρίση λόγω COVID-19.