Skip to main content

Έρευνα Cedefop: Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στην εκπαίδευση των ενηλίκων

Πάνω από το 85% των Ελλήνων ερωτηθέντων δηλώνουν πως η εκπαίδευση ενηλίκων αποφέρει πραγματικά οφέλη και βοηθά τα άτομα να βρουν εργασία

Τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ενηλίκων σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ συμφωνούν ότι η κυβέρνησή τους πρέπει να επενδύσει κατά προτεραιότητα στην εκπαίδευση των ενηλίκων. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του Cedefop, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 92% και είναι μεταξύ των υψηλότερων της ΕΕ.

Το επιχείρημα υπέρ του καθορισμού της εκπαίδευσης και της κατάρτισης των ενηλίκων ως προτεραιοτήτων ενισχύεται από το ότι το 47% του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού δήλωσε πως δεν διαθέτει ορισμένες τεχνικές δεξιότητες και το 38% πως δεν διαθέτει ορισμένες βασικές δεξιότητες τις οποίες χρειάζεται για να μπορεί να εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα στο απαιτούμενο επίπεδο, σε σύγκριση με το 28% και το 22% αντίστοιχα κατά μέσο όρο στην ΕΕ.

Οι ενήλικες στην Ελλάδα έχουν θετική άποψη για την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Πάνω από το 85% των ερωτηθέντων δηλώνουν πως αποφέρουν πραγματικά οφέλη και βοηθούν τα άτομα να βρουν εργασία, να εξελιχθούν επαγγελματικά και να αυξήσουν τις αποδοχές τους. Το 79% πιστεύει επίσης πως η εκπαίδευση και η κατάρτιση των ενηλίκων μπορούν να μειώσουν την ανεργία.

Οι απόψεις διαφέρουν όσον αφορά την ποιότητα. Το 53% των ενηλίκων στην Ελλάδα, και το 69% στην ΕΕ, θεωρούν πως η ποιότητα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης των ενηλίκων είναι γενικά «καλή» ή «αρκετά καλή». Ωστόσο, το 94% των ενηλίκων που συμμετείχαν σε οργανωμένη εκπαίδευση και κατάρτιση κατά το προηγούμενο έτος αξιολόγησαν την ποιότητα των μαθημάτων ως «καλή» ή «αρκετά καλή». Το ποσοστό αυτό ξεπερνά κατάτι το μέσο όρο της ΕΕ (93%).

Το 72% των ενηλίκων στην ΕΕ, έναντι του 66% στην Ελλάδα, συμφωνούν ότι υπάρχουν πολλές ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης στη χώρα τους. Σύμφωνα με την έρευνα, κατά τους προηγούμενους 12 μήνες το 41% των ενηλίκων στην Ελλάδα αναζήτησαν πληροφορίες για ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης, ποσοστό το οποίο προσεγγίζει το συνολικό μέσο όρο της ΕΕ (44%). Σημαντικό είναι το γεγονός ότι το 85% των ενηλίκων στην Ελλάδα, έναντι του 66% στην ΕΕ, ανέφεραν πως βρήκαν εύκολα τις πληροφορίες που αναζητούσαν.

Στις 22 από τις 30 ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα, οι ενήλικες απάντησαν πως ο βασικός λόγος για τον οποίο επιλέγουν να μη συμμετέχουν σε προγράμματα εκπαίδευσης ή κατάρτισης είναι επειδή δεν τα χρειάζονται. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας. Ο κυριότερος λόγος που επικαλέστηκε το 45% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να συνδυάσουν την κατάρτιση με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις τους. Το 75% υποστηρίζει σθεναρά την υιοθέτηση μέτρων παροχής οικονομικής βοήθειας και το 81% την παροχή βοήθειας σε σχέση με τη φροντίδα των παιδιών. Και τα δύο ποσοστά ξεπερνούν κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος ανέρχεται στο 58% και για τα δύο μέτρα.

Η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες για μεγαλύτερη συμμετοχή των ενηλίκων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση αλλά, παρόλο που το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί στο 11% περίπου, παραμένει κάτω από τον πανευρωπαϊκό στόχο που είχε θέσει η ΕΕ (15%) με ορίζοντα το 2020. Πολλά κράτη μέλη δεν κατάφεραν να πετύχουν το στόχο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, όπου η συμμετοχή ανέρχεται στο 4,5% περίπου.

Από την έρευνα προκύπτει, ωστόσο, ότι στην Ελλάδα η έλλειψη συμμετοχής δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι ενήλικες είναι αρνητικοί απέναντι στην εκπαίδευση. Δεδομένου ότι το 84% δηλώνει ότι είναι υποχρεωμένο να επικαιροποιεί συνεχώς τις δεξιότητές του προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα, η έρευνα αποτελεί τη βάση για να καταστεί η εκπαίδευση και η κατάρτιση ενηλίκων επενδυτική προτεραιότητα και να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή περισσότερων ενηλίκων.