Skip to main content

Από την υποτίμηση Μαρκεζίνη μέχρι την επένδυση Φον Μπάουν

Από Voria.gr
Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΒΕΘ είναι πραγματικό καθρέφτης των κοσμογονικών εξελίξεων της εποχής.

Η δεκαετία του 1950 καταγράφεται στην οικονομική ιστορία της χώρας ως περίοδος ανασυγκροτήσεως από τη μια και αναπτύξεως από την άλλη. Το ίδιο ισχύει και για τη Θεσσαλονίκη, κάτι που καταγράφεται στην έκδοση για τα 100 χρόνια του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, το οποίο συμμετέχει ενεργά στις αποφάσεις και στις εξελίξεις. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και της Διοικητικής Επιτροπής είναι πραγματικό καθρέφτης των κοσμογονικών εξελίξεων. Κατ’ αρχήν την περίοδο 1952 – 1955 βελτιώνεται το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, λόγω της αύξησης των εξαγωγών και των προσόδων από άδηλους πόρους. Την ίδια τριετία ο προϋπολογισμός του κράτους εμφανίζει σχετικών ισορροπημένη εικόνα, ενώ καταγράφεται αργή αλλά σταθερή ανάπτυξη της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, προώθηση των απαραίτητων έργων υποδομής, καθώς και οι πρώτες ξένες επενδύσεις.   

Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιούλιο του 1955 ο απερχόμενος τότε πρόεδρος του ΕΒΕΘ Στ. Αντωνιάδης αναφέρει στο ΔΣ για τις εξελίξεις τα ακόλουθα: «Κατά την περίοδον αυτήν ο εμποροβιομηχανικός κόσμος μετά μίαν μακράν περίοδον καταθλιπτικών περιορισμών και εμπειρικών ελέγχων, είδε καταργούμενον τον κρατικόν παρεμβατισμόν και αποκαθισταμένην την ελευθερίαν του εμπορίου. Οι μακροί συνεχείς και επίμονοι αγώνες του Επιμελητηρίου μας διά την ελευθερίαν του εμπορίου και διά την απελευθέρωσιν της επαρχιακής εμποροβιομηχανικής δραστηριότητος από τα παραλυτικά δεσμά του παρεμβατισμού και του συντρέχοντος προς αυτόν συγκεντρωτισμού εκαρποφόρησαν χάρις εις την νέαν οικονομικήν πολιτικήν ήτις εφηρμόσθη από του Απριλίου 1953. Τον Απρίλιον 1953 καθιερώθη, ως γνωστόν, η νέα συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού μας νομίσματος (σ.σ. υποτίμηση Μαρκεζίνη) και η ελευθέρα εισαγωγή εμπορευμάτων εκ του εξωτερικού, κατηργήθησαν δε αι περισσότεραι εκ των ποικίλων μορφών του κρατικού παρεμβατισμού εις το εμπόριον και την βιομηχανία. Θεωρώ καθήκον επιβεβλημένον εις το σημείον τούτο να αναμνησθώ τας μεγάλας θυσίας τας οποίας με προθυμίαν υπέστη ο εμποροβιομηχανικός κόσμος διά να στηρίξη με εμπστοσύνην και πειθαρχίαν την Κυβερνητικήν πολιτικήν κατά την πρώτην φάσιν της υποτιμήσεως».

Στην ίδια συνεδρίαση ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ εκφράζει τη δυσαρέσκεια του Επιμελητηρίου για τον τρόπο που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα ζητήματα της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, θέμα που τις επόμενες δεκαετίες θα επανέρχονταν ξανά και ξανά. «Επανειλημμένως δι’ υπομνημάτων μας και τηλεγραφημάτων εζητήσαμεν την ψήφισιν νόμου διά την καθιέρωσιν ειδικών και ουσιαστικών μέτρων προστασίας και ενισχύσεως της επαρχιακής βιομηχανίας προς τον σκοπόν αποτροπής της απειλουμένης καταρρεύσεως της εκτός συναγωνισμού της υπό καλυτέρους όρους εργαζομένης διά τους γνωστούς λόγους βιομηχανίας του Κέντρου» ανέφερε επί λέξει ο πρόεδρος Αντωνιάδης.
Την ίδια περίοδο αναστέλλει τη λειτουργία της η Νυχτερινή Επαγγελματική Εμπορική Σχολή του ΕΒΕΘ και στη θέση της ξεκινάει –το 1957- η Ανωτέρα Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, που στα χαρτιά είχε ιδρυθεί από το 1948. Δεκαετίες μετά η ΑΒΣΘ θα μετεξελιχθεί στο σημερινό κραταιό «Πανεπιστήμιο Μακεδονίας».

Ξένες επενδύσεις

Κατά τη διάρκεια της 24ης Διεθνούς Εκθέσεως τον Σεπτέμβριο του 1959 τη Θεσσαλονίκη επισκέφθηκε γερμανική αντιπροσωπεία. Οι Γερμανοί πρότειναν στο ΕΒΕΘ να φιλοξενήσει υπό τον όρο της αμαοιβαιότητας δύο Γερμανούς ειδικούς, οι οποίοι θα έρθουν σε επαφή με τον βιομηχανικό κόσμο της περιοχής και θα μελετήσουν από κοινού τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέων βιομηχανικών μονάδων και τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων. Για παράδειγμα ποιές βιομηχανίες ταιριάζουν στο παραγωγικό προφίλ της χώρας, αλλά και τι είδους επενδύσεις χρειάζεται η περιοχή για να αναπτυχθεί. Ένα χρόνο μετά έγινε γνωστό ότι τη Θεσσαλονίκη επισκέφθηκε ο Γερμανός βιομήχανος Φον Μπάουμ, ως εκπρόσωπος ομάδας Γερμανών επιχειρηματιών, ο οποίος αποφάσισε την αξιοποίηση της Ελευθέρας Ζώνης του λιμανιού για την ίδρυση μονάδας κατασκευής υποκαμίσων και άλλων ετοίμων ενδυμάτων. Οι πρώτες ύλες θα εισάγονται ατελώς και τα τελικά προϊόντα, που θα προορίζονται αποκλειστικά για το εξωτερικό, θα εξάγονται ατελώς. Το κέρδος για την Ελλάδα θα είναι οι 400 θέσεις εργασίας και φυσικά η τεχνογνωσία που θα αποκτηθεί. Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις, αλλά η τότε κυβέρνηση δια του υπουργού Βιομηχανίας Νικολάου Μάρτη στήριξε ενεργά και με θέρμη την πρωτοβουλία.