Skip to main content

Συνεργατική φορολογική συμμόρφωση και ασκήσεις ισορροπίας

Η αλληλεπίδραση και η δυναμική των δύο παραμέτρων που καθορίζουν εάν έχουμε εθελοντική ή καταναγκαστική φορολογική συμμόρφωση.

του Γιάννη Μάρκοβιτς*

Η σύσταση που υπάρχει προς τις φορολογικές αρχές και σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζεται από σχετικές εμπειρικές έρευνες είναι ότι για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής πρέπει να υπάρχουν εκτεταμένοι έλεγχοι και σημαντικά πρόστιμα ώστε να διαμορφώνουν κίνητρα συμμόρφωσης και να εκλογικεύονται οι αποφάσεις των φορολογουμένων προς την κατεύθυνση της συμμετοχής τους στα φορολογικά βάρη.

Η κλασσική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής τη βλέπει ως μια απόφαση σε περιβάλλον αβεβαιότητας. Όσο περισσότερες συνθήκες αβεβαιότητας διαμορφώνει το κράτος για τους πολίτες αναφορικά με την κατάσταση της φορολογίας και της κατανομής των φορολογικών βαρών σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις που θα έχουν οι πολίτες εάν κυλήσουν στη φοροδιαφυγή, τόσο το καλύτερο για την καταπολέμησή της.

Στην κλασσική θέση, οι φορολογούμενοι ωθούνται από το κίνητρό τους για μεγιστοποίηση του ατομικού τους οφέλους, σταθμίζοντας σε κάθε απόφαση τα υπέρ και τα κατά που θα έχει αυτή στην τσέπη τους. Με άλλα λόγια, η κλασσική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, υποστηρίζει ότι εάν η πιθανότητα ανακάλυψης της φοροδιαφυγής μέσω των ελέγχων είναι μικρή και τα επιβαλλόμενα πρόστιμα δεν είναι υψηλά, τότε η φορολογική συμμόρφωση βρίσκεται στα χειρότερά της. Δυστυχώς, οι σχετικές εμπειρικές μελέτες σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες δεν έδειξαν ότι υπάρχει τέτοια σχέση. Πέραν των άλλων, έχει φανεί ότι η τιμωρία της παράνομης συμπεριφοράς μπορεί να έχει πολλά μη αναμενόμενα αρνητικά αποτελέσματα, όπως είναι η αντίσταση και η πολιτική αντίδραση. Από την άλλη πλευρά, η αντικειμενική και ολοκληρωμένη γνώση της φορολογικής νομοθεσίας από τους πολίτες και η αντιλαμβανόμενη δικαιοσύνη και αξιοπιστία που έχουν προς τις φορολογικές αρχές και τις αποφάσεις που λαμβάνει αυτή ειδικά για την κατανομή του εισοδήματος και τις φορολογικές επιβαρύνσεις, είναι καθοριστικοί παράγοντες στη φορολογική συμμόρφωση.

Οι πρόσφατες μελέτες και θεωρήσεις, έδειξαν ότι η φορολογική συμμόρφωση επηρεάζεται από τη δύναμη που έχουν οι φορολογικές αρχές και από τον βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτές. Η αλληλεπίδραση και η δυναμική αυτών των δύο παραμέτρων καθορίζει εάν έχουμε εθελοντική ή καταναγκαστική φορολογική συμμόρφωση. Η δύναμη θεωρείται ότι είναι υψηλή εάν οι έλεγχοι είναι συχνοί και αποτελεσματικοί και εάν τα πρόστιμα που επιβάλλονται είναι αυστηρά. Η εμπιστοσύνη στις φορολογικές αρχές επηρεάζεται από ψυχολογικές παραμέτρους, όπως είναι η γνώση και οι στάσεις, οι προσωπικές και κοινωνικές αξίες και η αντιλαμβανόμενη δικαιοσύνη και ισονομία.

Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η ενίσχυση της συμμόρφωσης επιτυγχάνονται μέσω της αύξησης της δύναμης και της εμπέδωσης της εμπιστοσύνης. Η αύξηση της δύναμης στοχεύει στην καταναγκαστική συμμόρφωση, ενώ η εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην εθελοντική συμμόρφωση. Η επικέντρωση στη δύναμη έχει υψηλό δημοσιονομικό κόστος καθώς στοχεύει στην εντατικοποίηση των ελέγχων, ενώ η επικέντρωση στην εμπιστοσύνη απαιτεί αλλαγή κοινωνικών προτύπων, αξιών και συμπεριφορών, που έχουν κόστος τόσο οικονομικό (επένδυση στην εκπαίδευση), όσο και χρονικής καθυστέρησης (οι αλλαγές φαίνονται μόνο μακροπρόθεσμα). Εάν έχουμε χαμηλή δύναμη και εμπιστοσύνη, τότε οι πολίτες στοχεύουν στη μεγιστοποίηση των ατομικών τους ωφελημάτων μέσω της φοροδιαφυγής, οπότε η συμμόρφωση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η αύξηση και στις δύο διαστάσεις είναι η λύση του προβλήματος.

Επίσης, το συνεργατικό κλίμα μεταξύ φορολογικών αρχών και πολιτών είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της φορολογικής συμμόρφωσης. Για παράδειγμα, στην Αυστρία και στην Ολλανδία, οι φορολογικές αρχές επένδυσαν στην επιμόρφωση και ενημέρωση των νέων επιχειρηματιών αναφορικά με το φορολογικό καθεστώς και τις υποχρεώσεις των φορολογουμένων, αφήνοντας παράμερα τους φορολογικούς ελέγχους και τα πρόστιμα. Από την άλλη πλευρά, οι Δανικές αρχές υιοθέτησαν το σύστημα της «οριζόντιας παρακολούθησης» των επιχειρήσεων, θεωρώντας ότι μια θετική σχέση των πολιτών, των επιχειρήσεων και των φορολογικών αρχών στηριζόμενη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μειώνει το κόστος που απαιτούν οι εκτεταμένοι φορολογικοί έλεγχοι, οι ατέρμονες αντιδικίες για το δίκαιο ή το άδικο του φορολογικού συστήματος και η αποτελεσματικότητα ή όχι των προστίμων και ποινών αναφορικά με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Κλείνοντας, η έμφαση στη σημαντικότητα της εμπιστοσύνης είναι μια καθοριστική προϋπόθεση για την εθελοντική συμμόρφωση και οι φορολογικές αρχές πρέπει να προσπαθούν να βρίσκουν κάθε φορά, ποια είναι η σωστή ισορροπία μεταξύ της παροχής υποστηρικτών υπηρεσιών στους πολίτες και στις επιχειρήσεις (η έννοια της εμπιστοσύνης) και στην επιβολή μιας σιδηρούς πειθαρχίας μέσω των φορολογικών ελέγχων (η έννοια της δύναμης). Η ισορροπία πρέπει να είναι τέτοια, ώστε η ζυγαριά να μη γυρνάει ούτε προς τη μία, ούτε προς την άλλη πλευρά.