Skip to main content

Γιατί οι αποφάσεις που θα ανακοινωθούν για την ακρίβεια είναι εξ ορισμού άδικες

Οι αδικίες δεν θα αποφευχθούν όχι επειδή η κυβέρνηση θέλει να ευνοήσει κάποιους αλλά διότι το οικονομικό σύστημα της χώρας έχει πολλές στρεβλώσεις

Η δουλειά του υπουργού Οικονομικών στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ εύκολη. Αφενός η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, σε συνδυασμό με το σημαντικό μέγεθος της μαύρης οικονομίας και της αδήλωτης εργασίας, και αφετέρου το μεγάλο, δυσκίνητο και σε αρκετές περιπτώσεις ακριβό κράτος, αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν δύσκολο γρίφο. Φυσικά τα τελευταία δέκα χρόνια της χρεοκοπίας οι υπουργοί Οικονομικών έζησαν εφιαλτικές στιγμές, με τους Ευρωπαίους εταίρους να πιέζουν για περικοπές και τους αγανακτισμένους διαφόρων αποχρώσεων στις πλατείες, στα κοινωνικά δίκτυα, στα τηλεοπτικά παράθυρα και στο Κοινοβούλιο να καίνε ότι υπάρχει και δεν… υπάρχει.

Αυτές τις ημέρες ο Χρήστος Σταϊκούρας, ως υπουργός Οικονομικών, καλείται να διαχειριστεί τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται από την καλή –τηρουμένων των αναλογιών- πορεία της οικονομίας στο β΄ τρίμηνο της χρονιάς, αλλά και την εξίσου καλή πορεία του τουρισμού το φετινό καλοκαίρι. Μέχρι πριν από λίγους μήνες ήταν δεδομένο ότι όποια περιθώρια δημιουργούσε η ανάπτυξη οδηγούσαν σε μείωση της άμεσης φορολογίας, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των φυσικών προσώπων, που στη χώρα μας είναι μεγάλη και σαφώς αντιαναπτυξιακή.

Τις τελευταίες εβδομάδες, όμως, η επέλαση της ακρίβειας στην ελληνική αγορά –όπως και σε όλο τον κόσμο- δημιούργησε νέα δεδομένα. Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να κάνει κάτι, τουλάχιστον για τους ασθενέστερους οικονομικά, και αυτό δημιουργεί διλήμματα. Επειδή η χώρα δεν ασκεί αυτόνομη νομισματική πολιτική, καθότι μέλος της Ευρωζώνης, το μόνο εργαλείο που απομένει στην κυβέρνηση είναι ο κρατικός προϋπολογισμός. Η πρώτη ερώτηση που οφείλει να απαντήσει ο κ. Σταϊκούρας είναι εάν με βάση το δημοσιονομικό περιθώριο θα αυξήσει τις δαπάνες ή θα μειώσει τα έσοδα. Αυτό σημαίνει ότι θα επιλέξει ανάμεσα στην ενεργό οικονομική υποστήριξη των ασθενέστερων μέσω επιδομάτων, όπως για παράδειγμα η διεύρυνση των δικαιούχων επιδόματος θέρμανσης, ή στην οριζόντια παρέμβαση συγκράτησης των τιμών, μέσω της μείωσης έμμεσων φόρων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης. Η πρώτη επιλογή είναι στοχευμένη, αλλά έχει την αδυναμία ότι στην Ελλάδα το τοπίο είναι στρεβλό. Η φωτογραφία στη μεγάλη εικόνα παραμένει… κουνημένη. Πολλοί «έχοντες και κατέχοντες», στην εφορία εμφανίσουν χαμηλό εισόδημα και επομένως το δημόσιο ταμείο θα ενισχύσει εκτός από τους πραγματικά φτωχούς και κάποιους λιγότερους φτωχούς, έως εύπορους. Η δεύτερη επιλογή αφορά περισσότερους, στην ουσία όλους τους καταναλωτές, και επομένως εμπερικλείει όλες τις αδικίες που συνεπάγονται οι απρόσωποι και γενικευμένοι έμμεσοι φόροι. Όταν η τιμή του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου διαμορφώνονται σε χαμηλότερα επίπεδα επωφελούνται εξίσου φτωχοί και πλούσιοι. Ίσως, μάλιστα, οι πλούσιοι, οι οποίοι κατά κανόνα έχουν μεγαλύτερες καταναλώσεις, κερδίζουν περισσότερα. Έτσι το κράτος φτάνει να χρηματοδοτεί και τους… έχοντες, ενώ την ίδια ώρα στέλνει τον λογαριασμό σε όλους, είτε μέσω δανεισμού είτε μέσω περικοπής δαπανών, που συνήθως αφορούν το κοινωνικό κράτος.

Προφανώς ο κ. Σταϊκούρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος σήμερα το βράδυ θα κάνει τις σχετικές ανακοινώσεις, έχουν πάρει τις αποφάσεις τους. Σε αυτές, φυσικά, μετρούν και οι δυνατότητες των κρατικών ταμείων να ανταποκριθούν, καθώς τα χρήματα του ελληνικού δημοσίου δεν είναι απεριόριστα, ενώ υπάρχει πάντα ο σταθερός έλεγχος της τρόικας, δηλαδή των Θεσμών σύμφωνα με την ορολογία του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση οι αδικίες δεν θα αποφευχθούν όχι επειδή η κυβέρνηση θέλει να ευνοήσει κάποιους, αλλά διότι το οικονομικό σύστημα της χώρας έχει πολλές στρεβλώσεις, που αναπαράγονται και διαιωνίζονται. Η εικόνα στον καθρέφτη είναι παραμορφωμένη. Σημειώστε, δε, ότι ένα κράτος δεν είναι επιχείρηση. Οι διαχειριστές του δεν μπορούν πετάξουν τα παλιά τεφτέρια και να ανοίξουν καινούρια με λευκές σελίδες, αλλαγμένους κανόνες, διαφορετικούς πρωταγωνιστές και άλλους δευτεραγωνιστές. Οι αλλαγές (πρέπει να) γίνονται αργά, ώστε κάποια στιγμή να υπάρξει βελτίωση της κατάστασης. Αλλά τώρα –εδώ που τα λέμε- ποιος έχει χρόνο στη χώρα μας για δουλειά σε βάθος χρόνου, το αποτέλεσμα της οποίας μοιραία θα καρπωθεί κάποιος άλλος;