Skip to main content

Γιατί η Θεσσαλονίκη μπορεί τελικά να θεωρείται έξυπνη πόλη

Σημαντικές επιχειρηματικές κινήσεις ενδυναμώνουν το προφίλ της πόλης και ενισχύουν το δείκτη της ποιοτικής απασχόλησης, ειδικά στις νέες τεχνολογίες

Είναι η Θεσσαλονίκη μια έξυπνη πόλη; Μια ερώτηση χωρίς απάντηση. Ή μάλλον με τόσες πολλές απαντήσεις, οπότε είναι σα να μην υπάρχει καμία! Με δεδομένο ότι τα προγράμματα των «έξυπνων πόλεων», των smart cities, βρίσκονται ακόμη στα… σπάργανα -τα σχετικά συστήματα παρουσιάζονται αυτές τις ημέρες στην έκθεση Beyond που ολοκληρώνεται σήμερα το βράδυ στο εκθεσιακό κέντρο της Helexpo-, όταν συνδέουμε τη Θεσσαλονίκη με την έννοια της εξυπνάδας, το κάνουμε χαριτολογώντας. Η συγκεκριμένη ερώτηση αφορά κυρίως όσους βρίσκονται στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και ως εκ τούτου έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν και να εξαγγέλλουν. Ενίοτε υλοποιούν, αλλά συνήθως η πραγμάτωση μιας ιδέας, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, τραβάει σε μάκρος, μέχρι που ξεχνιέται. Τουλάχιστον το αρχικό σχέδιο.

Επίσης στη Θεσσαλονίκη από καιρού εις καιρόν αναπτύσσονται θεωρίες και ευχολόγια για το στρατηγικό ρόλο της πόλης σε διάφορα επίπεδα, κάτι που επίσης μένει στον… αέρα. Μέχρι στιγμής οι μόνοι σταθεροί σύμμαχοι της πόλης για την ανάδειξη της ευρύτερης σημασίας της είναι η ιστορία και η γεωγραφία ή –αν προτιμάτε- η γεωγραφία και η ιστορία. Ειδικά τα τελευταία 110 χρόνια, δηλαδή από τη στιγμή που η πόλη ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό, ελάχιστα είναι τα «ανθρώπων έργα» που συνέβαλαν στην αναβάθμιση του ευρύτερου ρόλου της τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και διεθνώς. Η τελευταία πολύ μεγάλη ευκαιρία για κάτι σχεδιασμένο χάθηκε στη δεκαετία του 1990. Η… πρωτεύουσα των Βαλκανίων, παραμένει η συμπρωτεύουσα της Ελλάδας, η οποία, πάντως, εξακολουθεί να υποδέχεται τους βαλκάνιους γείτονες, οι οποίοι με την παρουσία τους εμπλουτίζουν την οικονομική και κοινωνική της ζωή.

Η τελευταία φιλολογία που διακινείται έντονα –τουλάχιστον με δημοσιογραφικούς όρους- και είναι δημοφιλής κυρίως στην Αθήνα, θέλει τη Θεσσαλονίκη να εξελίσσεται δυναμικά σε κέντρο καινοτομίας. Για την ακρίβεια ότι μπορεί να αποτελέσει βάση -έστω περιφερειακή- για τεχνολογικούς και άλλους διεθνείς επιχειρηματικούς ομίλους. Μια συζήτηση που τροφοδοτείται από σημαντικές ιδιωτικές παρουσίες και επενδύσεις, ορισμένες εκ των οποίων μπορούν να χαρακτηριστούν έως και εμβληματικές. Πρόκειται για τη δημιουργία hubs κατ’ αρχήν από τη φαρμακευτική Pfizer, που έκανε το κρίσιμο βήμα και λόγω του επικεφαλής της Θεσσαλονικιού Άλμπερτ Μπουρλά. Αλλά και την πολυεθνική ψηφιακών τεχνολογιών, cloud και ασφάλειας Accenture, την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Cisco και την γερμανική Deutsche Telecom, που μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία αποφάσισε να μεταφέρει στην Ελλάδα δραστηριότητες που λειτουργούσε στην Αγία Πετρούπολη και επέλεξε τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για πολύ σημαντικές επιχειρηματικές κινήσεις, που ενδυναμώνουν το προφίλ της πόλης και ενισχύουν το δείκτη της ποιοτικής απασχόλησης και μάλιστα στον κρίσιμο τομέα των νέων τεχνολογιών.

Οι εξελίξει αυτές των τελευταίων δύο ετών συνιστούν νίκες, που αποτελούν αφενός παρακαταθήκες για οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, και αφετέρου διαβατήρια για τη μετάβαση στη σύγχρονη εποχή και τον 21ο αιώνα. Το ακόμη καλύτερο είναι ότι αυτές οι πολύ μεγάλες εταιρείες ήρθαν στη Θεσσαλονίκη εκτιμώντας ορισμένα προφανή πλεονεκτήματα της πόλης: το ανθρώπινο δυναμικό, που προκύπτει κατά βάσιν από τα τρία πανεπιστήμια της πόλης. Την κοινωνική ζωή, που ενσωματώνει ισχυρές δόσεις χαλαρότητας. Την στρατηγική θέση στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, που της χάρισε η γεωγραφία. Αλλά και το γεγονός ότι όποιος βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε ευρωπαϊκό έδαφος και μάλιστα στην επικράτεια της Ευρωζώνης.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι όσες από αυτές τις εταιρείες, που κατά βάσιν ανήκουν στη νέα οικονομία, αποφάσισαν να επενδύσουν στη Θεσσαλονίκη ξεπέρασαν χωρίς καν να γκρινιάζουν τις αντικειμενικές αδυναμίες της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, όπως είναι οι μετριότατες μεταφορικές δυνατότητες, αλλά και η τεχνολογική υποβάθμιση που υπάρχει στο πεδίο της ψηφιακότητας και των δικτύων. Δε χρειάστηκε κάποιο ειδικό σέρβις για να πειστούν Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι να προσεγγίσουν επενδυτικά τη Θεσσαλονίκη, ούτε καν κάποια ειδικά κίνητρα, που ενδεχομένως θα ήταν λογικό να υπάρχουν. Η δραστηριοποίηση αυτών των επιχειρήσεων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης αποδεικνύει ότι δεν χρειάζονται ούτε ειδικά πάρκα, ούτε φαραωνικού σχεδιασμού υποδομές, ούτε τα… σούπερ κίνητρα για να έρθουν. Αποδεικνύει ότι περισσότερο από δράσεις που κάποιοι εμπνεύστηκαν και προσπαθούν να υλοποιήσουν διαφημίζοντάς τες όχι μόνο ως στοχευμένες, αλλά και ως απολύτως απαραίτητες, εκείνο που βοηθάει την Θεσσαλονίκη είναι η γενικότερη αναβάθμιση που λειτουργεί προς όφελος, τόσο των κατοίκων και των τοπικών επιχειρήσεων τους, όσο και των ξένων εταιρειών που θέλουν να αποκτήσουν επενδυτική παρουσία. Διότι το καλό με τις νέες τεχνολογίες του ψηφιακού κόσμου είναι ότι κινούνται και κυκλοφορούν… αόρατες ανάμεσα μας, έχοντας απομυθοποιήσει την αναγκαιότητα του… μπετόν αρμέ. Μπορούν να δουλέψουν σχεδόν απ’ οπουδήποτε και σίγουρα χωρίς ειδικά οικόπεδα και ειδικά κτίρια, τα οποία απορροφούν τεράστιους πόρους, που ενδεχομένως θα μπορούσαν να κατευθυνθούν αλλού. Για παράδειγμα στην ενίσχυση των πολλών ελπιδοφόρων μικρών ερευνητικών και καινοτόμων σχημάτων (startups), που προσπαθούν να μετατρέψουν με βάσιμες πιθανότητες τη θεωρία σε πράξη, δηλαδή την ιδέα σε εμπορεύσιμο προϊόν. Και σε πολλές περιπτώσεις τα καταφέρνουν με ελάχιστη υποστήριξη.

Από μία άποψη, στο αρχικό μας ερώτημα «είναι η Θεσσαλονίκη μια έξυπνη πόλη;» η απάντηση αξίζει να είναι καταφατική. Ίσως επειδή διαχρονικά, λόγω της νοοτροπίας και του χαρακτήρα της –δηλαδή λόγω της νοοτροπίας και του χαρακτήρα της ηγεσίας της κοινωνίας της-, τα πράγματα κινούνται αργά μέχρι ακινησίας και στασιμότητας. Αυτό δίνει την ευκαιρία στην ίδια τη ζωή, στην αναπόφευκτη φυσική εξέλιξη κάθε κοινωνίας και μικροκοινωνίας, αλλά και στον καθένα που θέλει να ενεργοποιηθεί στο χώρο του εκφράζοντας τον εαυτό του και τίποτα περισσότερο –ενίοτε κινούμενος σε υπόγειες, αθέατες διαδρομές-, να κάνουν τη δουλειά τους. Με τη σταθερή υποστήριξη της ιστορίας και της γεωγραφίας να δημιουργήσουν τελικά ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης. Φαίνεται πως η έλλειψη σχεδίου είναι –τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις- αποδοτικότερη από την εφαρμογή ενός κακού σχεδίου, το οποίο μπορεί να έχει μια ευφάνταστη ονομασία και μια ακόμη πιο ευφάνταστη περιγραφή, αλλά μοιράζει ρόλους μόνο σε αυτόν που το εμπνεύστηκε και τους φίλους του.