Skip to main content

Γιατί είναι στα όρια του... άλυτου το κυκλοφοριακό πρόβλημα στη Θεσσαλονίκη

Τέσσερα δεδομένα και ένα συμπέρασμα που δείχνουν ότι με το κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει το «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος»

Το κυκλοφοριακό της Θεσσαλονίκης, το μεγαλύτερο διαχρονικά πρόβλημα της πόλης σύμφωνα με τους κατοίκους της, θα απασχολήσει το σημερινό Δημοτικό Συμβούλιο.

Η αλήθεια είναι ο σημερινός δήμαρχος ασχολείται εντατικά με το ζήτημα, που συνιστά «καυτή πατάτα», αντιλαμβανόμενος τη σημασία του. Έχει επιστρατεύσει, μάλιστα, αρμόδιους φορείς όπως είναι η Τροχαία Θεσσαλονίκης, οι συγκοινωνιολόγοι του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, το Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας και Δικτύων Μεταφορών (Ι.ΜΕΤ.) του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (Ε.Κ.Ε.Τ.Α.), με τους οποίος συζητά γύρω από ένα τραπέζι και αναζητά λύσεις. Εν αναμονή, λοιπόν, αυτών των πρακτικών λύσεων που αναζητούνται ας δούμε ορισμένες από τις βασικές παραμέτρους του θέματος:

Πρώτον, η Θεσσαλονίκη –το πολεοδομικό συγκρότημα γενικά και το κέντρο της πόλης ειδικότερα- δεν έχουν ούτε πολλούς, ούτε μεγάλους δρόμους. Το αντίθετο ακριβώς. Επιπροσθέτως ο χαρακτήρας του κέντρου είναι μικτός, αφού φιλοξενεί όχι μόνο εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, αλλά αποτελεί και σημαντικό οικιστικό πόλο.

Δεύτερον, στην πόλη δεν υπάρχουν θέσεις στάθμευσης με αποτέλεσμα οι δρόμοι να μετατρέπονται σε πάρκινγκ. Αυτό σε συνδυασμό με την κουλτούρα μη πληρωμής για τη στάθμευση που υπάρχει στη χώρα μας έχει ως αποτέλεσμα την κατάληψη ακόμη και του τελευταίου τετραγωνικού μέτρου κάθε δρόμου από παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάπως έτσι μία οδός με τέσσερις ή πέντε λωρίδες έχει δύο ή τρεις ενεργές για την κυκλοφορία.

Τρίτον, η ελλιπής αστυνόμευση των δρόμων είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Η μεν δημοτική αστυνομία εξαντλεί την προσπάθεια που κάνει στους δρόμους στο να κόβει κλήσεις σε παράνομα σταθμευμένα αυτοκίνητα ή σε… αμελείς οδηγούς που δεν πληρώνουν όταν βάζουν το αυτοκίνητό τους σε θέσεις ελεγχόμενης στάθμευσης. Όσο για την τροχαία η παρουσία της είναι σπάνια και εντελώς διακριτική. Γι’ αυτό σχεδόν κανείς ποτέ στη Θεσσαλονίκη δεν βλέπει τροχονόμους. Εκτός κι αν μετακινείται στους δρόμους κάποιο πρόσωπο της εξουσίας.

Λείπει, λοιπόν, κάθε έννοια πρόληψης. Διότι εάν οι αστυνομικοί των δύο αυτών υπηρεσιών βρίσκονταν στους δρόμους τουλάχιστον θα είχαμε πολύ λιγότερα διπλο- τριπλό παρκαρισμένα. Πολύ περισσότερο που –όπως λένε οι μελέτες του Ι.ΜΕΤ.- η μεγάλη αύξηση των επιχειρήσεων που προσφέρουν καφέ, κουλούρι και σάντουιτς take away, έχει ως αποτέλεσμα να μπλοκάρουν οι δρόμοι ακόμη και από τα αυτοκίνητα που σταματούν καταμεσής για… προμήθειες.

Τέταρτον, οι συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία τα τελευταία δύο περίπου χρόνια, έχουν βγάλει καθημερινά στους δρόμους πολύ περισσότερα ιδιωτικά αυτοκίνητα απ’ ότι στο παρελθόν. Πολλοί ανάμεσα μας δικαιολογημένα αποφεύγουν τα αστικά λεωφορεία από το φόβο του κορωνοϊού και μετακινούνται κατά μόνας με τα αυτοκίνητά τους επιβαρύνοντας την κίνηση.

Από αυτά τα βασικά προβλήματα ορισμένα μπορούν να βελτιωθούν, αλλά σχεδόν κανένα δεν μπορεί να λυθεί. Προφανώς οι δρόμοι δεν μπορούν ούτε να πολλαπλασιαστούν, ούτε να μεγαλώσουν. Οι θέσεις ελεύθερης στάθμευσης ίσως αυξηθούν κάπως στο μέλλον, αλλά η νοοτροπία της δωρεάν στάθμευσης θα εξακολουθήσει να κρατάει τους Θεσσαλονικείς μακριά από τα οργανωμένα πάρκινγκ. Η πανδημία κάποια στιγμή τον επόμενο χρόνο θα περάσει, αλλά ο φόβος των ανθρώπων για τα μέσα μαζικής μεταφοράς θα επιμείνει περισσότερο. Όσο για την αστυνόμευση μπορεί να βελτιωθεί και παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των σηματοδοτών να ανακουφίσει το κυκλοφοριακό, αλλά μέχρι στιγμής το συγκεκριμένο σενάριο είναι θεωρητικό, αφού μόνο στην πράξη μπορεί να αποδειχθεί. Η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς η αισθητή παρουσία τροχονόμων σε κομβικά σημεία της πόλης, οι οποίοι λειτουργούσαν προληπτικά, έχει βοηθήσει την κατάσταση.

Συμπέρασμα: Το κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη είναι εν πολλοίς αντικειμενικό πρόβλημα, που πλησιάζει στο… άλυτο. Τουλάχιστον όσο κυκλοφορούν ελεύθερα και παντού όλα τα αυτοκίνητα. Διότι αν γίνουν γενναίες παρεμβάσεις, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονται και κάποιου τύπου απαγορεύσεις της κυκλοφορίας, ενδέχεται η εικόνα να βελτιωθεί. Αν, μάλιστα, δούμε μερικά χρόνια παρακάτω, όταν θα έχει λειτουργήσει το μετρό, ίσως τα πράγματα να εξελιχθούν πολύ καλύτερα. Μόνο που όλα αυτά έχουν μια βασική προϋπόθεση, πολιτικού χαρακτήρα. Κάποιος εκ των αρμοδίων τη πολιτείας ή της αυτοδιοίκησης θα πρέπει να αναλάβει το κόστος της σύγκρουσης με τα συμφέροντα του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Είτε πρόκειται για τον εμπορικό κόσμο που έχει μαγαζιά, είτε για γιατρούς που έχουν ιατρεία, είτε για δικηγόρους που έχουν γραφεία, είτε για μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι θέλουν να μετακινούνται με την άνεση τους, είτε για τα καφέ, μπαρ, ορθάδικα, που σκέφτονται την πελατεία τους. Άλλωστε τα βράδια και τα σαββατοκύριακα όλοι οι δρόμοι τους παραχωρούνται ως ένα απέραντο δημόσιο και δωρεάν πάρκινγκ.

ΥΓ. Στην περίπτωση του κυκλοφοριακού της Θεσσαλονίκης η ιδανική κατάσταση «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος» δεν έχει εφαρμογή.