Skip to main content

Γλυκά Νερά: Στον ανακριτή σήμερα ο συζυγοκτόνος - Η γραμμή που θα ακολουθήσει

Ο καθ' ομολογία δράστης της δολοφονίας της 20χρονης Καρολάιν θα προσπαθήσει να πείσει τον ανακριτή ότι δεν είχε προσχεδιάσει την πράξη του.

Το κατώφλι του ανακριτή θα περάσει σήμερα ο 33χρονος Μπάμπης Αναγνωστόπουλος προκειμένου να απολογηθεί για την αποτρόπαια δολοφονία της συζύγου του Καρολάιν, μέσα στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά, στις 11 Μαΐου.

Ο δράστης του φρικτού εγκλήματος, κατά την απολογία του αναμένεται να δώσει «μάχη» για να πείσει τον ανακριτή ότι δεν είχε προσχεδιάσει τη δολοφονία της 20χρονης και στην θέση του αυτή αναμένεται να εστιάσει και με απολογητικό υπόμνημα που προτίθεται να καταθέσει στην ανάκριση.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κατηγορούμενος θα προσπαθήσει να αποδώσει το έγκλημά του σε ένταση, φόρτιση και λεκτικές αντεγκλήσεις που όπως θα πει είχε την μοιραία βραδιά με την Καρολάιν, με αποτέλεσμα να «θολώσει» και να χάσει τον έλεγχο. Μάλιστα, όπως αναφέρει η υπεράσπισή του, θα προσκομίσει πρόσθετες λεπτομέρειες και στοιχεία που δεν έχει καταθέσει μέχρι στιγμής στους αστυνομικούς. «Αυτά τα στοιχεία θα φωτίσουν τις συνθήκες του εγκλήματος και θα εμπλουτίσουν την προανακριτή του κατάθεση», αναφέρουν οι δικηγόροι του.

Ωστόσο, τα στοιχεία που εμπεριέχονται στη δικογραφία της υπόθεσης, είναι ιδιαιτέρως επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο. Ένα από αυτά αφορά στην κάμερα που υπήρχε στο εσωτερικό του σπιτιού. Σύμφωνα με τη δικογραφία, η κάρτα μνήμης «SD» της κάμερας «είχε αφαιρεθεί, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διαθέσιμη καταγραφή οποιασδήποτε εικόνας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στον τόπο του εγκλήματος». Κατά την δικογραφία «η τελευταία «επικοινωνία» της κάμερας μέσω δικτύου με κάποιον χρήστη που είχε πρόσβαση σε αυτή είναι στις 01:19 της 11ης Μάιου». Δηλαδή, περίπου τρεις ώρες πριν φύγει από τη ζωή η νεαρή μητέρα, δεδομένου η ιατροδικαστική έκθεση αναφέρει πως ο θάνατος της 20χρονης, επήλθε μεταξύ 4 με 5 τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου.

Ως προς το στοιχείο αυτό, πληροφορίες αναφέρουν πως ο κατηγορούμενος θα υποστηρίξει στον ανακριτή ότι οι παραπάνω χρόνοι σχετικά με την τελευταία «επικοινωνία» της κάμερας είναι πλασματικοί και θα εμείνει στα είχε πει και στους αστυνομικούς όταν ομολόγησε τη δολοφονία. Ότι δηλαδή, ο ίδιος αφαίρεσε την κάρτα μνήμης, όχι όμως πριν το έγκλημά του αλλά ώρες μετά από αυτό, κόβοντας την σε κομμάτια και πετώντας την στη λεκάνη της τουαλέτας του σπιτιού στα Γλυκά Νερά.

«Δεν είχα κίνητρο»

«Δεν υπήρχε κίνητρο, δεν υπήρχε προσχεδιασμός, δεν υπάρχει ζήτημα εξ’ αρχής αν υπήρξε τρίτο πρόσωπο. Για την ύπαρξη τρίτου προσώπου δεν υπάρχει καμία αναφορά ούτε από τους αστυνομικούς ούτε από τον εισαγγελέα» έχει αναφέρει ο δικηγόρος του 33χρονου Αλέξανδρος Παπαϊωαννίδης σε δηλώσεις του και στη θέση αυτή αναμένεται να κινηθεί κατά την σημερινή του απολογία στον ανακριτή και ο εντολέας του.

Ο 33χρονος δεν θα αλλάξει, σύμφωνα με πληροφορίες, την τελευταία προανακριτική του κατάθεση, κατά την οποία και ομολόγησε το έγκλημα και αναμένεται να υποστηρίξει, παρά τα στοιχεία της δικογραφίας, πως όταν πήγε στο κρεβάτι όπου βρίσκονταν η γυναίκα του, εκεί δηλαδή όπου τη δολοφόνησε, η 20χρονη δεν κοιμόταν. «Η Καρολάιν δεν κοιμόταν, αυτό που αναφέρεται δεν το δεχόμαστε. Άλλα πράγματα έχει καταθέσει ο 33χρονος και άλλα λέει η ιατροδικαστική έκθεση. Υπάρχουν στοιχεία που θα προσθέσουμε σε επίπεδο ανακριτικής αρχής που θα εμπλουτίσουν τα δεδομένα», λέει η υπεράσπισή του.

Με την ίδια κατάθεση

Ο κατηγορούμενος, πάντως, στην κατάθεσή του στους αστυνομικούς είχε περιγράψει το σκηνικό της δολοφονίας της γυναίκας του και μητέρας του παιδιού του, ως εξής: «Η Καρολάιν κοιμόταν. Για να μην την τρομάξω, ξάπλωσα δίπλα της και την πήρα αγκαλιά. Η Καρολάιν ήταν μπρούμυτα στο κρεβάτι και η δεξιά πλευρά του προσώπου της ακουμπούσε στο μαξιλάρι. Εγώ της είπα: «Να πάρω τη μικρή και να ανεβούμε επάνω;». Και αυτή μου απάντησε: «Όχι μην φέρεις τη μικρή, δεν σας θέλω» και ξεκίνησε να τινάζει το σώμα της για να φύγει από την αγκαλιά μου. Εγώ συνέχιζα να την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου και της έλεγα ότι πρέπει η μικρή να ανέβει πάνω να κοιμηθεί. Συνέχιζε να τινάζεται και εγώ την κρατούσα όλο και πιο σφιχτά γιατί ήθελα να την κάνω να με ακούσει και να την πείσω να κοιμηθούμε και οι τρεις μαζί. Κάποια στιγμή όπως τιναζόταν το πρόσωπό της στο μαξιλάρι, εννοώ δηλαδή το στόμα της και η μύτη της ακουμπούσαν στο μαξιλάρι, εγώ συνέχιζα να την κρατάω στην αγκαλιά μου μέχρι που σταμάτησε να κουνιέται. Όλο αυτό κράτησε γύρω στα πέντε λεπτά από την ώρα που την αγκάλιασα μέχρι την ώρα που σταμάτησε να κουνιέται. Τα έχασα. Προσπάθησα να την ξυπνήσω, την κούναγα αλλά ήταν μάταιο. Τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί…».