Skip to main content

Greenpeace: Αναγκαία η στροφή στη βιώσιμη γεωργία για να αποφύγουμε την επισιτιστική κρίση

Η υπεύθυνη της εκστρατείας της οργάνωσης για τη βιώσιμη γεωργία, Έλενα Δανάλη, μιλά στη Voria.gr για την ανάγκη αλλαγής του μοντέλου των καλλιεργειών

Πόσο πιθανό είναι το ενδεχόμενο επισιτιστικής κρίσης; Τι γίνεται λάθος στον τομέα της αγροτικής παραγωγής; Τι πρέπει να αλλάξει σε επίπεδο καλλιεργειών στην Ευρώπη και στην Ελλάδα για να έχουμε επάρκεια και ασφάλεια στα τρόφιμα;

Απαντήσεις στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα, που έχουν καταστεί εξαιρετικά επίκαιρα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία δίνει η υπεύθυνη της εκστρατείας της οργάνωσης για τη βιώσιμη γεωργία και διατροφή στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, Έλενα Δανάλη. Μιλώντας στη Voria.gr η κ. Δανάλη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το στρεβλό μοντέλο γεωργικής ανάπτυξης και τονίζει την ανάγκη άμεσης στροφής στη βιώσιμη γεωργία, με έμφαση στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και στην απεξάρτηση από τα λιπάσματα, που ταυτόχρονα έχει πολλαπλά οφέλη για το περιβάλλον. Καταθέτει επίσης τις επτά προτάσεις της Greenpeace για χάραξη πολιτικής που διασφαλίζει ουσιαστική επισιτιστική ασφάλεια στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις τέσσερις αντίστοιχες προτάσεις για αναδιάρθρωση των ελληνικών καλλιεργειών, τις οποίες θα παρουσιάσει και στην εκδήλωση με τίτλο «Η νέα ΚΑΠ, η επισιτιστική κρίση και ο στρατηγικός σχεδιασμός της χώρας» που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 22 Οκτωβρίου, 14:30-17:30, στην αίθουσα «Αιμίλιος Ριάδης», στο πλαίσιο της Agrotica.

Πόσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης, εξαιτίας και του πολέμου στην Ουκρανία;

Ο πόλεμος στην Ουκρανία προκαλεί ολέθρια ανθρωπιστική κρίση και ταυτόχρονα επηρεάζει τον ενεργειακό τομέα και τον τομέα παραγωγής και διακίνησης αγροτικών προϊόντων. Ρωσία και Ουκρανία είναι μεγάλοι παραγωγοί και παγκόσμιοι εξαγωγείς βασικών ειδών, όπως φυτικά έλαια και σιτηρά. Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν το 12% του συνόλου των εξαγωγών τροφίμων που διακινούνται διεθνώς, σχεδόν το ένα τέταρτο (23%) των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού και το 16% των παγκόσμιων εξαγωγών καλαμποκιού. Συνεπώς, οποιαδήποτε διαταραχή των οικονομιών αυτών των χωρών επηρεάζει τις τιμές βασικών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων και απειλεί την επισιτιστική ασφάλεια των πολιτών, με διαφορετικές προφανώς επιπτώσεις σε κάθε ήπειρο.

Ταυτόχρονα, ο πόλεμος προκαλεί ταραχή στην αγορά λιπασμάτων και ορυκτών καυσίμων (που αποτελούν τη βάση για την παρασκευή των λιπασμάτων), καθώς η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, ο πρώτος εξαγωγέας ορυκτού αερίου και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λιπασμάτων (στη Ρωσία αναλογεί το 10% των παγκόσμιων εξαγωγών αζωτούχων λιπασμάτων, το 10% των παγκόσμιων εξαγωγών φωσφορικών λιπασμάτων και το 17% των παγκόσμιων εξαγωγών καλιούχων λιπασμάτων). Ο πόλεμος στην Ουκρανία λοιπόν έκανε ολοφάνερο αυτό που ήδη γνωρίζαμε: ολόκληρος ο παγκόσμιος, ευρωπαϊκός, άρα και ελληνικός αγροτικός τομέας εξαρτάται από τις εισαγωγές λιπασμάτων και ορυκτών καυσίμων (κυρίως πετρέλαιο και αέριο) τα οποία μάλιστα καταστρέφουν το κλίμα που καταρρέει. Φαύλος κύκλος εξάρτησης, ευαλωτότητας και καταστροφής!

Πόσο επιτείνει τον κίνδυνο το μοντέλο γεωργίας που υιοθετείται παγκοσμίως;

Το σημερινό μοντέλο όχι μόνο δεν λύνει κανένα πρόβλημα, αντιθέτως συντηρεί και διαιωνίζει αδικίες, πείνα και εξαρτήσεις από φυτοφάρμακα, λιπάσματα και ορυκτά καύσιμα που επιδεινώνουν την κατάρρευση κλίματος και βιοποικιλότητας. Δύο από τα πολλά παράδοξα παραδείγματα επί του παρόντος: εν μέσω απειλής επισιτιστικής κρίσης, το 62% των σιτηρών της Ευρώπης συνεχίζει να καλλιεργείται για ζωοτροφή (και όχι για ανθρώπινη κατανάλωση!) και το 80% της παγκόσμιας αγροτικής γης χρησιμοποιείται για καλλιέργεια ζωοτροφής (και όχι για τροφή ανθρώπων!).

Χρειαζόμαστε δίκαιη, βιώσιμη και ανθεκτική γεωργία που να μπορεί να ανταποκριθεί στους τρεις στόχους της: να παρέχει επαρκή, θρεπτική, υγιεινή τροφή προσιτής τιμής σε κάθε πολίτη, να διασφαλίζει δίκαιο σταθερό εισόδημα στους παραγωγούς, ειδικά σε όσους παράγουν με αγροοικολογικές μεθόδους που προστατεύουν κλίμα και βιοποικιλότητα και να εξασφαλίζει διατροφική κυριαρχία και ανθεκτικότητα στις πολλαπλές κι αλληλένδετες κρίσεις.

Τι πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Πρόσφατα δημοσιεύσαμε επτά προτάσεις για χάραξη πολιτικής που διασφαλίζει ουσιαστική επισιτιστική ασφάλεια στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι:

• Άμεση υποστήριξη των ανθρώπων που έχουν πληγεί περισσότερο. Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να διασφαλίσουν την κάλυψη του δικαιώματος στην τροφή για όλους και να βάλουν φρένο σε κάθε πιθανή αύξηση τιμών που σχετίζεται με έλλειψη αγαθών εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.
• Παραγωγή τροφής για ανθρώπους, όχι ζωοτροφές.
• Περισσότερα λαχανικά στο πιάτο μας και λιγότερο κρέας. Οι Ευρωπαίοι καταναλώνουν τη διπλάσια ποσότητα ζωικών προϊόντων από τον παγκόσμιο μέσο όρο, κάτι που απαιτεί αχανείς εκτάσεις και εισαγόμενες ζωοτροφές.
• Μείωση χημικών λιπασμάτων.
• Να σταματήσει η καύση τροφών για καύσιμα. Η ΕΕ χρησιμοποιεί μεγάλες εκτάσεις για να καλλιεργεί τρόφιμα και ζωοτροφές που καίγονται για καύσιμα. Το 12% των δημητριακών (σιτάρι και καλαμπόκι) που χρησιμοποιούνται κυρίως ως ζωοτροφές καταλήγει στην ενέργεια και τη βιομηχανία. Περισσότερο από 50% των περισσότερων φυτικών ελαίων (όπως κραμβέλαιο) μετατρέπονται σε βιοντίζελ για αυτοκίνητα. Η σπατάλη τροφίµων για καύσιµα δεν ωφέλησε ποτέ το κλίμα ούτε τη βιοποικιλότητα, ενώ επιβαρύνει την αύξηση των τιµών τροφίμων και την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια.
• Μείωση σπατάλης τροφίμων. Στην ΕΕ πετιούνται κάθε χρόνο 88 εκατομμύρια τόνοι τροφίμων(!). Την ώρα που εκατομμύρια ευρώ δημόσιας χρηματοδότησης χρησιμοποιούνται μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής σαν κίνητρο για παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών, ένα μεγάλο μέρος τους καταλήγει στα σκουπίδια. Εάν η ΕΕ µείωνε τη σπατάλη τροφίµων, θα µπορούσε να αυξήσει τη διατροφική κυριαρχία, αντί να αυξάνει τυφλά τα επίπεδα παραγωγής, συχνά εις βάρος του κλίµατος και του περιβάλλοντος. Χρειάζονται δεσµευτικοί στόχοι και τα απαραίτητα µέτρα για δέσμευση µείωσης 50% κάθε σπατάλης τροφίµων στη διαδροµή από το αγρόκτηµα ώς το πιάτο µας, µέχρι το 2030.
• Να μην παρασυρόμαστε από ψεύτικες λύσεις. Από την έναρξη του πολέμου και μετά, και τις σχετικές ταραχές στις αγορές, η αγροχημική βιομηχανία ζητά να αποδυναμωθούν η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», να επεκταθούν οι εντατικές καλλιέργειες σε εδάφη που βρίσκονται σε καθεστώς παύσης καλλιέργειας και να χαλαρώσουν οι κανονισµοί της ΕΕ για τη χρήση μεταλλαγµένων και τη μείωση χρήσης φυτοφαρµάκων και λιπασμάτων. Δεν πρέπει όμως να αναιρεθούν κι άλλο οι – ανεπαρκείς – υπάρχουσες δεσµεύσεις για την αύξηση της βιωσιµότητας της ευρωπαϊκής γεωργίας, αλλά να επισπεύσουμε την επείγουσα και επιτακτική µετάβαση της ευρωπαϊκής γεωργίας σε μοντέλο δίκαιο, βιώσιμο και ανθεκτικό σε όλες τις αλληλένδετες και αλληλοσυσχετιζόμενες κρίσεις.

Πού εκτιμάτε ότι πρέπει να στραφεί η χώρα μας σε ό,τι αφορά τις καλλιέργειες;

Ο μόνος τρόπος είναι να προσεγγίσουμε την παραγωγή τροφής αγροοικολογικά. Χρειαζόμαστε τοπικά, διαφοροποιημένα αγροδιατροφικά συστήματα που δεν εξαρτώνται από εισαγωγές λιπασμάτων και ορυκτού αερίου. Επίσης, βιωσιμότερη κατανάλωση τροφής, με έμφαση στα όσπρια, τα φρούτα και τα λαχανικά τόπου και εποχής. Αυτό εμείς εδώ το γνωρίζουμε καλά, λέγεται μεσογειακή διατροφή!

Η στροφή στην αγροοικολογική προσέγγιση απαιτεί εθνική αγροδιατροφική πολιτική με στόχους, καθώς και προτεραιοποίηση της τροφής μας και της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας της ελληνικής γεωργίας. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει πουθενά δημοσιευμένη τέτοια στρατηγική, οπότε παραμένουμε εξαιρετικά ευάλωτοι σε κάθε αναταραχή. Για παράδειγμα, σήμερα βιώνουμε εξωφρενικές αυξήσεις τιμών στα φυτικά έλαια, ενώ ζούμε στη χώρα του ελαιόλαδου!

Η Greenpeace έχει προτείνει 4 προτάσεις - άξονες προτεραιότητας που έχουν ήδη αποσταλεί στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κατεξοχήν υπεύθυνο για τη χάραξη αγροδιατροφικής πολιτικής, και στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι 4 προτάσεις εστιάζουν σε:

• ενίσχυση εγχώριας παραγωγής, με έμφαση σε παραγωγούς που έχουν επιλέξει βιώσιμες γεωργικές πρακτικές βασικών ειδών διατροφής, όπως βιολογική γεωργία, βιοδυναμική, ντόπιες ποικιλίες, ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά για ζωοτροφή και εξασφάλιση της πρόσβασής τους στην ελληνική αγορά.
• προώθηση της μεσογειακής διατροφής, με έμφαση στην αύξηση κατανάλωσης οσπρίων και τοπικών, εποχικών φρούτων και λαχανικών, και μείωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, μείωση φόρων σε φρούτα, λαχανικά και όσπρια και έμπρακτη υποστήριξη υγιεινού διατροφικού μοντέλου μέσα από τις δημόσιες συμβάσεις και υπηρεσίες τροφοδοσίας.
• απεξάρτηση από λιπάσματα με μέτρα που προωθούν χλωρή λίπανση, χρήση ακατέργαστων ορυκτών πετρωμάτων, κομποστοποίηση και χρήση αστικών οικιακών αποβλήτων και ενίσχυση δημιουργίας συνεταιριστικών μονάδων κομποστοποίησης κοντά σε δραστηριότητες που παράγουν φυτικά υπολείμματα, για να καλυφθούν οι ανάγκες θρέψης εδάφους και βελτίωσης γονιμότητας.
• συμμετοχή της χώρας στην ενδυνάμωση των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, όπως για παράδειγμα η στρατηγική “Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο”, ακρογωνιαίος λίθος για να επιτευχθεί η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία προβλέπει στήριξη ενδεδειγμένων τρόπων καλλιέργειας όπως αύξηση βιολογικής γεωργίας και δραστική μείωση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων.

Ένα παράδειγμα βιώσιμης, δίκαιης κι ανθεκτικής γεωργίας στην Ελλάδα με πολλαπλά οφέλη για όλους είναι η χρήση ελληνικών κτηνοτροφικών πρωτεϊνούχων φυτών όπως κουκί, λούπινο, μπιζέλι και ρεβίθι αντί για εισαγόμενη μεταλλαγμένη σόγια στις ζωοτροφές των ζώων εκτροφής. Εφαρμόζεται ήδη σε αρκετές περιοχές της χώρας, όμως οι καλλιεργητές των κτηνοτροφικών φυτών και οι κτηνοτρόφοι που τα χρησιμοποιούν στις ζωοτροφές τους χρειάζονται κατεπειγόντως υποστήριξη για να παραμείνουν σε αυτό το μοντέλο, διαρκή εκπαίδευση και εξασφάλιση πρόσβασής τους στην αγορά.