Skip to main content

Η αυθεντική Θεσσαλονίκη, οι Εβραίοι και το «ήρεμο κύμα» της αύξησης του τουρισμού

Ο κόσμος των βιβλίων με την προσωπική και συλλογική μνήμη, η Θεσσαλονίκη και η δημιουργία τα επόμενα χρόνια του Μουσείου Ολοκαυτώματος

Του Γιώργου Δώρα*

Στη ζωή υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από τις δουλειές. Προσωπικά και συλλογικά. Όπως –για παράδειγμα- η μνήμη. Που όταν είναι προσωπική ονομάζεται αναμνήσεις και όταν είναι συλλογική πρόκειται για ιστορία. Τώρα εάν κάπου μπερδεύονται όλα αυτά είναι στη διαχείριση. Κυρίως στο ποιο μπαίνει πρώτο, δεύτερο, τρίτο και ούτω καθεξής. Στα ράφια των βιβλιοπωλείων –για παράδειγμα- υπάρχουν αυτοβιογραφίες που εξ ορισμού περιέχουν πολλές αναμνήσεις και μπόλικη ιστορία, ενώ ενίοτε γίνονται κλασικά και εμπορικά βιβλία. Όπως -για παράδειγμα- του Μάρκου Βαμβακάρη, που συνιστά «Βίβλο» για τους φίλους του ρεμπέτικου. Κυκλοφορεί σταθερά εδώ και 45 χρόνια και συνακόλουθα έχει καταγράψει μεγάλες πωλήσεις. Στον αντίποδα υπάρχουν καλλιτεχνικές «αυτοβιογραφίες» που θυμίζουν καρικατούρα βιβλίου, αφού δεν περιέχουν σχεδόν τίποτα το ενδιαφέρον και βασίζονται στη δημοφιλία του προσώπου, το οποίο, σκεπτόμενο εντελώς υπολογιστικά, νιώθει ότι καλό είναι να υπάρχει κι ένας τόμος στο ράφι με το όνομά του. Συνήθως η απήχηση αυτών των βιβλίων είναι περιορισμένη σε κάποιους φανατικούς. Επίσης, εκδίδονται βιβλία που περιέχουν ιστορικά στοιχεία, χρησιμοποιούν ονόματα υπαρκτών προσώπων, αλλά στην ουσία πρόκειται για μυθοπλασίες, που ψαρεύουν στα θολά νερά. Κι αυτά συνήθως έχουν χαμηλό ορίζοντα. Ακόμη κι αν για λίγο γίνουν κάτι σαν μόδα, το χρονικό διάστημα είναι περιορισμένο και μοιραία ξεχνιούνται. Όπως φυσικά υπάρχουν και… κανονικά βιβλία, που συστήνονται από την αρχή σαν αυτό που είναι (μυθιστόρημα, μελέτη κλπ.) και γράφονται από ταλαντούχους και ταγμένους ανθρώπους. Έχουν λόγο ύπαρξης, επιρροή, σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται σημεία αναφοράς και η εμπορική επιτυχία και ανθεκτικότητά τους στον χρόνο είναι δικαιολογημένη.

Από τα παραδείγματα του κόσμου των βιβλίων είναι σαφές ότι η αλήθεια και το αυθεντικό έχουν καλύτερες –και δίκαιες, αν υπάρχει μια κάποιου τύπου δικαιοσύνη- πιθανότητες να πετύχουν το στόχο τους. Να συγκινήσουν, να γνωρίσουν μεγάλη αποδοχή, να επηρεάσουν. Το ίδιο συμβαίνει γενικότερα στη ζωή, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των κοινωνιών και βέβαια των χωρών και των πόλεων που τις φιλοξενούν. Αν μιλήσουμε για τη Θεσσαλονίκη, είναι σαφές ότι η ταυτότητα της πόλης δεν μπορεί παρά να έχει πιο έντονα τα σημάδια του άκρως ενδιαφέροντος παρελθόντος απ’ ότι του άχρωμου παρόντος. Κυρίως από τους πολλούς αιώνες που μεσουρανούσε ως δεύτερη τη τάξει πόλη δύο αυτοκρατοριών, της Βυζαντινής και της Οθωμανικής. Ένα συγκλονιστικό λιμάνι, που ανέκαθεν βρισκόταν στο επίκεντρο της οικονομικής ζωής, στην οποία πρωταγωνιστούσε το εμπόριο. Ένα κοσμοπολίτικο σταυροδρόμι και μια πολυεθνική κοινωνία.

Τους τελευταίους αιώνες πριν την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον εθνικό κορμό, το 1912, η παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης ήταν πολύ έντονη. Οι Εβραίοι δεν ήταν μόνο πολυάριθμοι, αλλά και εξαιρετικά δυναμικοί, οικονομικά και κοινωνικά. Με αυτό το δεδομένο η γενοκτονία τους από τους Γερμανούς ναζί στη διάρκεια της Κατοχής, όταν σχεδόν το 90% των Εβραίων κατοίκων της πόλης εξολοθρεύθηκε στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, σημάδεψε την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Διαμόρφωσε μια διαφορετική κοινωνική σύνθεση πληθυσμού, στην οποία εν πολλοίς οφείλεται η σημερινή Θεσσαλονίκη. Εάν οι Εβραίοι δεν είχαν (εξ)αφανιστεί μετά το 1943, η πόλη θα ήταν σήμερα διαφορετική. Το εβραϊκό στοιχείο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη φυσιογνωμία της, τόσο με την παρουσία, όσο και με την απουσία του. Γι’ αυτό οι σύγχρονοι Εβραίοι –οι λίγοι που διασώθηκαν και παραμένουν και οι ακόμη περισσότεροι που την επισκέπτονται τουριστικά- έχουν τη Θεσσαλονίκη βαθιά μέσα στην καρδιά τους. Σε αυτό το πλαίσιο η σύγχρονη Θεσσαλονίκη οφείλει να τιμά τους Εβραίους. Γι’ αυτό η δημιουργία τα επόμενα χρόνια του Μουσείου Ολοκαυτώματος, στην ευρύτερη περιοχή του νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού, αλλά και η διαμόρφωση του Πάρκου Μνήμης, στη σημερινή πλατεία –δημοτικό πάρκινγκ- Ελευθερίας, το χώρο της μακάβριας συγκέντρωσης των Εβραίων της πόλης το 1943, συνιστούν θεμελιώδεις υποχρεώσεις. Κάτι επιβεβλημένο από την διαδοχή των ιστορικών γεγονότων. Από εκεί και πέρα, εάν υπάρξουν οι κατάλληλοι χειρισμοί, δεν αποκλείεται τα σύγχρονα αυτά εβραϊκά μνημεία να πυροδοτήσουν αύξηση της επισκεψιμότητας και να συμβάλλουν στην τουριστική αναβάθμιση και την οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Μια διαδικασία που μάλλον θα μοιάζει περισσότερο με «ήρεμο κύμα» στο Θερμαϊκό, παρά με θεαματική εκτόξευση πυροτεχνημάτων στον ουρανό της Άνω Πόλης.