Skip to main content

Η παρτίδα δεν σώζεται μόνο με τον καφέ στη Νίκης και τα ψώνια στην Τσιμισκή

Χωρίς παραγωγικές επενδύσεις το συνολικό οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας θα εξακολουθήσει να στηρίζεται σε γυάλινα πόδια.

Η σημαντικότερη, πιο καθοριστική και περισσότερο ουσιαστική μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας θα είναι -αν και όταν προωθηθεί- η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Διότι η καλλιέργεια της ιδέας ότι η Ελλάδα είναι κυρίως χώρα του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, δηλαδή των υπηρεσιών, του τουρισμού και του εμπορίου, απέτυχε και εξακολουθεί να πληγώνει. Οδήγησε στην ουσιαστική χρεοκοπία της χώρας το 2010 με τα περίφημα δίδυμα ελλείμματα και δέκα – έντεκα χρόνια μετά ρίχνει ακόμη βαριά τη σκιά της στην οικονομία, η οποία προσπαθεί να αναταχθεί.

Το μεγάλο στοίχημα, η κορυφαία πρόκληση είναι να αποκτήσει η Ελλάδα ανταγωνιστική οικονομία, ώστε να καταφέρει να ακολουθήσει μια σταθερά βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία, με όρους του 21ου αιώνα, κυρίως με ενσωμάτωση της ψηφιακότητας, την  προστασία του περιβάλλοντας με προώθηση της πράσινης οικονομίας, την εξωστρέφεια και την περιφερειακή σύγκλιση. Αν αυτά δεν γίνουν, η επόμενη χρεοκοπία, που είναι θέμα χρόνου, θα είναι εξαιρετικά οδυνηρή για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.   

Ήδη τα στοιχεία στη φάση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από τη σαρωτική κρίση του κορωνοϊού είναι αποκαλυπτικά. Και ανησυχητικά. Η άνοδος των εξαγωγών, που είναι άκρως επιθυμητή, συνδυάζεται με ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών και της κατανάλωσης και επομένως δραματική διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος. Σημειώστε: Σε 5,1 δισ. ευρώ ή 25,8%, ανήλθε η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021, που διαμορφώθηκαν σε περίπου 25 δισ. ευρώ, από 19,8 δισ. ευρώ, την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Σημαντικά ανοδική κατά 23,8% ήταν και η πορεία των εισαγωγών και από περίπου 32 δισ. ευρώ στο πρώτο οκτάμηνο πέρυσι, διαμορφώθηκαν σε 39,5 δισ. ευρώ στην αντίστοιχη περίοδο φέτος. Έτσι, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας κατέγραψε στο οκτάμηνο έλλειμμα 14,6 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά περίπου 2,5 δισ.  ευρώ ή 20,4%, συγκριτικά με την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020.

Αν η πορεία της οικονομίας δεν αλλάξει σε παραγωγικότερη κατεύθυνση, με έμφαση σε επενδύσεις στον πρωτογενή και στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας, τα ελλείμματα θα εξακολουθήσουν να διαβρώνουν την εθνική οικονομία. Όσο επιτυχημένα και αν εξελίσσεται ο τουρισμός, η ανοδική πορεία του οποίου επίσης εξαρτάται από την μετεξέλιξη του σε κάτι ποιοτικότερο και πιο αναβαθμισμένο από το κλασικό «ήλιος και θάλασσα», το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί. Η χώρα θα εξακολουθήσει να δανείζεται από το εξωτερικό μόνο για να καταναλώνει και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Η παρτίδα δεν σώζεται όσους καφέδες και να πίνουν οι Θεσσαλονικείς, ιδιαίτερα τώρα που το σύστημα απελευθερώθηκε πλήρως για τους εμβολιασμένους, στην παραλία και όσα ψώνια κι αν κάνουν στην Τσιμισκή.

Με αυτά τα δεδομένα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να εξελιχθεί σε κομβικό παράγοντα, υπό την προϋπόθεση ότι τα κονδύλια του -περί τα 33 δισ. ευρώ- θα αξιοποιηθούν με ένα σαφές παραγωγικό πρόσημο. Όπως άλλωστε και τα πάνω από 20 δισ. ευρώ του νέου ΕΣΠΑ, αλλά και τα περίπου 20 δισ. ευρώ της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Έχει ειπωθεί πολλές φορές, αλλά πιθανόν τώρα είναι αλήθεια: τα επόμενα χρόνια συνιστούν την τελευταία ευκαιρία για να εξελιχθεί η ελληνική οικονομία με βάση το σύγχρονο πρότυπο των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης.

Από την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας η Βόρεια Ελλάδα θα βγει ευνοημένη. Όπως και κάθε περιοχή με δυνατότητες στην αγροτική παραγωγή και στη μεταποίηση. Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας υπάρχουν ισχυροί θύλακες αντίστασης, που δεν επιθυμούν εξελίξεις προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Παράγοντες του τουρισμού και το εμπορίου, επικαλούμενοι το τωρινό μείγμα του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, επιμένουν ότι η χώρα μπορεί να αναπτυχθεί οικονομικά βελτιώνοντας μόνο τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία σε σημαντικό βαθμό κατασπαταλήθηκαν τα τελευταία 40 χρόνια, αλλά και καταπολεμώντας τη φοροδιαφυγή. Μόνο που αυτή η αυτονόητη συμπεριφορά της χρηστής διαχείρισης, που κάποιοι επιμένουν να προβάλλουν ως μεγάλη μεταρρύθμιση, λες και το φυσιολογικό στην Ελλάδα είναι η κακοδιαχείριση και η ρεμούλα, δεν αρκεί, πλέον, για να αντιστρέψει την κατάσταση. Θα διαιωνίσει ενδεχομένως κάποιες επιχειρηματικές καταστάσεις, αλλά χωρίς παραγωγικές επενδύσεις το συνολικό οικοδόμημα θα εξακολουθήσει να στηρίζεται σε γυάλινα πόδια.