Skip to main content

Η ακρίβεια φοβίζει τους καταναλωτές περισσότερο από την πανδημία-Η εικόνα στη Θεσσαλονίκη

H ακρίβεια φοβίζει τους καταναλωτές περισσότερο από άλλες δύσκολες καταστάσεις, όπως η πανδημία - Το αποτύπωμα στην αγορά της Θεσσαλονίκης

Τα τελευταία 20 χρόνια, από την έλευση του ευρώ μέχρι σήμερα, οι τιμές στην ελληνική αγορά χαρακτηρίζονται από σταθερότητα. Ο εφιάλτης του πληθωρισμού, με τον οποίο έζησαν γενιές και γενιές Ελλήνων, επί της ουσίας ξεχάστηκε και το χρήμα διατηρεί, πλέον, την αξία του. Πολύ περισσότερο που η χώρα πέρασε μια γεμάτη οκταετία ύφεσης, από το 2011 μέχρι το 2019, που συνοδεύτηκε από φαινόμενα αποπληθωρισμού και υποχώρησης τιμών. Με αυτά τα δεδομένα δόθηκε η δυνατότητα στους σημερινούς Έλληνες να κάνουν τους λογαριασμούς τους με σχετική αξιοπιστία σε βάθος χρόνου. Κάπως έτσι η καταναλωτική αισιοδοξία επέστρεψε για να στηρίξει την προσδοκία ότι η ελληνική οικονομία θα αποκτήσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα που της έλειψαν παλαιότερα και θα μπορέσει να κατακτήσει τον στόχο της διατηρήσιμης ανάπτυξης, ώστε να προσεγγίσει την ανεπτυγμένη Ευρώπη.

Όλα αυτά «πάγωσαν» -στην καλύτερη των περιπτώσεων- στις αρχές του 2020 λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, που σάρωσε τα οικονομικά δεδομένα του πλανήτη και ανέτρεψε τις ισορροπίες. Τα lockdown, η αρνητική ψυχολογία και η αβεβαιότητα δημιούργησαν δύσκολες καταστάσεις, ιδιαίτερα για το λιανεμπόριο –πλην τροφίμων και φαρμάκων-, οι επιχειρήσεις του οποίου σε ολόκληρο το 2020, όταν δεν παρέμεναν κλειστές, λειτουργούσαν με αυστηρά μέτρα σε συνθήκες δοκιμαστικού σωλήνα. Από την Άνοιξη του 2021, όμως, η εικόνα αποκαταστάθηκε, καθώς τα εμβόλια δημιούργησαν αισιοδοξία ότι τελειώνουμε με τον εφιάλτη, η κοινωνία άρχισε να συνηθίζει τα μέτρα, οι καταναλωτές αναθάρρησαν και η αγορά έδειξε ότι ακόμη και στα πολύ δύσκολα διατηρεί σφυγμό. Απόδειξη αποτελούν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με τα οποία τη μεγαλύτερη ετήσια μεταβολή στον δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο κατά τον Σεπτέμβριο του 2021 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020 παρουσίασαν τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης. Ο δείκτης του συγκεκριμένου κλάδου ήταν αυξημένος κατά 26,5% από Σεπτέμβριο σε Σεπτέμβριο, ενώ ακολουθούν αμέσως μετά τα καταστήματα επίπλων, ηλεκτρικών ειδών και οικιακού εξοπλισμού με 20%. Αλλά και συνολικά ο Γενικός Δείκτης Κύκλου Εργασιών αυξήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 σε σχέση με έναν χρόνο πριν κατά 13%, καθώς ουσιαστικές αυξήσεις τζίρου καταγράφουν επίσης τα καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (19,7%), τα βιβλία και χαρτικά (18%), τα φαρμακευτικά και καλλυντικά (17,2%). Ακόμη και τα τρόφιμα που ουδέποτε σταμάτησαν μέσα στην πανδημία να πουλάνε αυξήθηκαν κατά 6,5%.

Από το καλοκαίρι του 2021, όμως, κάτι άρχισε να αλλάζει. Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα που εκτίναξαν τα μεταφορικά κόστη σε πρωτόγνωρα επίπεδα, το απρόβλεπτο –αλλά μεγάλο και διαρκείας- πρόβλημα με τη μειωμένη παραγωγή ημιαγωγών που είχε ως αποτέλεσμα ελλείψεις σε προϊόντα όπως οι υπολογιστές, τα κινητά και τα αυτοκίνητα, σε συνδυασμό με αυξήσεις σε πρώτες ύλες και καύσιμα, που προήλθαν από την απότομη αύξηση της ζήτησης λόγω της έντονης ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας από τις αρχές του 2021, προκαλεί πληθωριστικές πιέσεις και άνοδο τιμών, που με τη σειρά τους φρενάρουν την κατανάλωση. Κάτι που ξεκίνησε πριν αυξηθούν οι τιμές, από τη στιγμή που καταγράφηκαν οι συνθήκες, που μοιραία και αναπόφευκτα προδίκασαν τις εξελίξεις. Άλλωστε είναι γνωστό ότι στην οικονομία και τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω από τα χρήματα καθοριστικό ρόλο παίζουν οι προσδοκίες, όπως συμβαίνει στα χρηματιστήρια. Η συζήτηση που ξεκίνησε μέσα στο καλοκαίρι για ενδεχόμενο κύμα ακρίβειας στάθηκε ικανή να παγώσει τους καταναλωτές. Έτσι εάν εξετάσει κανείς την εικόνα της ελληνικής αγοράς του φετινού Σεπτεμβρίου με αυτήν του Αυγούστου θα παρατηρήσει ότι οι περισσότερες κατηγορίες του λιανεμπορίου κινήθηκαν πτωτικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το όγκο των πωλήσεων. Συγκεκριμένα, η ένδυση και υπόδηση παρουσιάζει αρνητική μεταβολή της τάξεως του -21,9%, κάτι που συνδέεται και με την ολοκλήρωση της τουριστικής περιόδου. Ισχυρή ήταν επίσης η μείωση που δέχτηκαν τα πολυκαταστήματα καθώς τον Σεπτέμβριο ο δείκτης όγκου ήταν μειωμένος κατά -20,2% σε σύγκριση με τον Αύγουστο.

Όπως είπε στη Voria.gr πολύπειρος παράγων του εμπορίου της Θεσσαλονίκης «η αγορά κινήθηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι, αλλά από τα μέσα Σεπτεμβρίου οι καταναλωτές εμφανίζονται πολύ διστακτικοί, διότι φοβούνται την αβεβαιότητα που προκαλούν οι ανατιμήσεις, ιδιαίτερα στην ενέργεια και στα τρόφιμα». Ο ίδιος επισημαίνει ότι ο Νοέμβριος ήταν από τους χειρότερους μήνες των τελευταίων χρόνων, καθώς δεν βοήθησαν ούτε οι ενδιάμεσες εκπτώσεις ούτε οι προσφορές στη Black Friday και στη Cyber Monday, ενώ διατηρεί ζωηρές αμφιβολίες για το αν η εορταστική περίοδος του Δεκεμβρίου αποδειχθεί πραγματικά καλή για το εμπόριο της Θεσσαλονίκης.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η ακρίβεια φοβίζει τους καταναλωτές περισσότερο από άλλες δύσκολες καταστάσεις, όπως η πανδημία. Το κυριότερο, όμως, επιβεβαιώνει ότι την αγορά –και το λιανεμπόριο- συντηρούν οι προσδοκίες, ενώ –αντιθέτως- τις φρενάρουν οι αρνητικές προβλέψεις. Επομένως όσοι διαχειρίζονται το οικονομικό κλίμα, κυρίως πολιτικοί παράγοντες, αλλά και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες της πρώτης γραμμής, που υποδέχονται καταναλωτές στα καταστήματά τους, έχουν μεγάλη ευθύνη για τη διατήρηση της δημιουργικής ισορροπίας ανάμεσα στην αμείλικτη πραγματικότητα και στις προσδοκίες για το –άμεσο- μέλλον, που συχνά στις δύσκολες περιόδους είναι θετικές.