Skip to main content

Οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια για την αγορά της Θεσσαλονίκης

Η συντριπτική πλειονότητα των νέων επιχειρηματικών προσπαθειών στρέφεται στα συνήθη μικροεπαγγέλματα της εστίασης και του τουρισμού.

Εκ πρώτης όψεως οι αριθμοί που αντικατοπτρίζουν την εικόνα της αγοράς της Θεσσαλονίκης είναι θετικοί. Αύξηση κατέγραψαν οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων στα μητρώα μελών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό χρονικό διάστημα. Παράλληλα, την περίοδο από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούνιο του 2019, υποχώρηση παρουσίασαν οι διαγραφές επιχειρήσεων έναντι του α' εξαμήνου του 2018. Αναλυτικότερα, το α' εξάμηνο του 2019 έγιναν στο ΕΒΕΘ εγγραφές 572 νέων επιχειρήσεων, έναντι 538 νέων επιχειρήσεων, πέρυσι. Αντίστοιχα, οι διαγραφές επιχειρήσεων, δηλαδή τα λουκέτα, έφτασαν φέτος τις 286, έναντι 305 το α' εξάμηνο του 2018. Οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις και φέτος, όπως και πέρυσι, είναι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ), ενώ ακολουθούν οι Ατομικές, οι Ομόρρυθμες, οι Ετερόρρυθμες και οι Ανώνυμες.

Ανάλογη είναι και η εικόνα εγγραφών -διαγραφών στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2019. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ του ΕΕΘ στο διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2019 είχαμε την ίδρυση 2.304 νέων επιχειρήσεων κάθε μορφής και αντικειμένου. Στο ίδιο διάστημα ανέστειλαν την λειτουργία τους 1.947 επιχειρήσεις. Το ισοζύγιο είναι θετικό ως προς τις εγγραφές κατά 357 επιχειρήσεις. Σε ότι αφορά τον τύπο των επιχειρήσεων στο ΕΕΘ προηγούνται οι Ατομικές, ακολουθούν οι ΙΚΕ, Ομόρρυθμες, οι Ετερόρρυθμες και οι Αστικές Μη Κερδοσκοπικές.

Η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών συνοδεύτηκε με δηλώσεις αισιοδοξίας από τους εκπροσώπους της επιχειρηματικότητας της Θεσσαλονίκης. Δικαιολογημένα ενδεχομένως, αφού από το 2010 μέχρι το 2016 και το 2017 στις περισσότερες περιπτώσεις τα μητρώα σου μαύριζαν την ψυχή, αφού κατέγραφαν περισσότερα λουκέτα από ενάρξεις δραστηριοτήτων. Άλλωστε στο σύνολο της χώρας σήμερα υπάρχουν πάνω από 100.000 λιγότερες εταιρίες απ’ ότι δέκα χρόνια πριν. Μια πραγματική καταστροφή, για την οποία κάποιοι θρηνούν και κάποιοι άλλοι ελπίζουν να αποδειχθεί «δημιουργική καταστροφή». Άλλωστε σε αυτά τα δύσκολα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης όλη η πολιτική, οικονομική και επιχειρηματική Ελλάδα συζητά για την ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Μόνο που, όπως συχνά συμβαίνει, οι κουβέντες ανακυκλώνονται, αλλά στην πράξη τίποτα δεν γίνεται. Τα μηνύματα είτε δεν γίνονται αντιληπτά στην ουσία και το περιεχόμενό τους, είτε ο καθένας σε αυτή τη χώρα θεωρεί ότι αφορούν όλους τους άλλους, εκτός από τον ίδιο και φυσικά τη δουλειά του.  

Στις αγγλοσαξωνικές χώρες υπάρχει μια παροιμία που λέει «Δεν μπορείς να διδάξεις ένα γέρικο σκύλο, νέα κόλπα». Στην Ελλάδα η συγκεκριμένη παροιμία έχει διασκευαστεί περίπου ως εξής: «Παλιός γάιδαρος καινούργια περπατησιά δεν μαθαίνει». Όποια βερσιόν κι αν προτιμήσει κανείς το νόημα είναι ίδιο και ταιριάζει γάντι στην ελληνική οικονομία. Αν και όλοι συζητούν για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, για στροφή στις νέες τεχνολογίες, για εξωστρέφεια, για 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νέων επιχειρηματικών προσπαθειών στρέφεται στα συνήθη μικροεπαγγέλματα της εστίασης και του τουρισμού. Από καφέ – μπαρ, ταβέρνες  και σουβλατζίδικα μέχρι ενοικιαζόμενα δωμάτια, βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb και μικρά ξενοδοχεία – μπουτίκ. Τα στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις απλώς επιβεβαιώνουν την εικόνα. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα καλύπτουν το 55% των θέσεων απασχόλησης. Παρά όμως τα υψηλά επίπεδα απασχόλησης, δεν συνιστούν το πιο παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας, καθώς σε αυτές οφείλεται μόλις το 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Πρόκειται για μία σχέση τόσο δυσανάλογη και ανισοβαρή, που από μόνη της φωτίζει μια από τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας.

Οι θέσεις εργασίας

Αποκαλυπτικά είναι, επίσης, τα στοιχεία που δείχνουν σε ποιους τομείς δημιουργούνται αυτές οι θέσεις εργασίας, δηλαδή σε ποιο πεδίο δραστηριοποιούνται όλες αυτές οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Η απάντηση για όσους ζουν στην ελληνική πραγματικότητα είναι προφανής: στις υπηρεσίες. Εστίαση και τουριστικά καταλύματα καλύπτουν το 29% των θέσεων εργασίας, ενώ τεχνικές και επιστημονικές δραστηριότητες, που κατά τεκμήριο έχουν υψηλότερες αποδοχές, καλύπτουν μόλις το 12%. Τα ποσοστά απασχόλησης στη μεταποίηση είναι ακόμα πιο χαμηλά- μόλις 6%- ενώ απέναντι στην εστίαση μπορεί να σταθεί μόνο το λιανεμπόριο, στο οποίο οφείλεται το 28% της απασχόλησης.

Αυτά τα δύο προβλήματα -δραστηριότητα και μέγεθος- δημιουργούν αυτομάτως ένα τρίτο, που είναι η περιορισμένη πρόσβαση στο δανεισμό -ιδιαίτερα στη νέα εποχή του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος-, κάτι που συνδέεται με την αδυναμία υλοποίησης επενδύσεων εκσυγχρονισμού. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, το 2017, το 23% των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων ανέφεραν την έλλειψη χρηματοδότησης ως το πιο σοβαρό τους πρόβλημα, ενώ κατά μέσο όρο στην ΕΕ -28 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 7%.

Τα τρία προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν ως αποτέλεσμα ένα τέταρτο, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Το «κενό» που υπάρχει καλύπτεται συνήθως με ανορθόδοξους μεθόδους κλοπής του κράτους (φοροδιαφυγή), των εργαζομένων (μαύρη εργασία), των πελατών (υψηλές, άδικες τιμές), ακόμη και των ίδιων των επαγγελματιών και των επιχειρηματιών, που δραστηριοποιούνται ακόμη και κατά των δικών τους συμφερόντων, αφού ούτε το κεφάλαιο που τοποθετούν -από μετρητά μέχρι κάποιο ακίνητο-, ούτε η εργασία τους -πολλές φορές από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ και ακόμη Σαββατοκύριακα και αργίες- αποδίδουν όσα πρέπει. 

Όλα αυτά τα γνωρίζουν καλά οι εκπρόσωποι της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα -και στη Θεσσαλονίκη. Τουλάχιστον θα έπρεπε να τα γνωρίζουν, ώστε οι αντιδράσεις τους να μην είναι απλώς ενθαρρυντικές -λέμε ότι πάμε καλά, για να πάμε καλά- ή απλούστερα πιο διεκδικητικές -η πολιτεία οφείλει να κάνει περισσότερα για την επιχειρηματικότητα. Πρόκειται για προσεγγίσεις που αντικατοπτρίζουν μια «υπαλληλοποιημένη επιχειρηματικότητα της ανάγκης», όπως είναι το μεγαλύτερο ποσοστό της επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερα οι μικροί επιχειρηματίες και επαγγελματίες δεν διαφέρουν και πολύ από τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που θεωρεί μέχρι σήμερα ότι επειδή κάνει μια δουλειά, αυτή θα τον συνοδεύει μέχρι το τέλος του εργασιακού του βίου. Μόνο που ο ορίζοντας αυτής της λογικής είναι στενός και το ταβάνι της εξαιρετικά χαμηλό. Δεν αρκεί για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, που χρειάζονται πολλά περισσότερα. Προφανώς δεν αρκεί ούτε στη Θεσσαλονίκη, όπου στη θέση κάθε παραγωγικής μονάδας που έκλεισε τα τελευταία 20 και περισσότερα χρόνια άνοιξαν δέκα, είκοσι ή εκατό ταβέρνες και καφέ. Που για να προσελκύσουν πελάτες και να δικαιολογήσουν τις αστρονομικές σε ορισμένες περιπτώσεις τιμολογήσεις τους διαφημίζουν -μεταξύ πολλών άλλων- ότι προσφέρουν αλάτι Μεσολογγίου μαζεμένο με το χέρι και καφέ σε ροζ και πράσινες αποχρώσεις. Ή ακόμη θέα στην άκρη του κόσμου (!) – πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς την τιμή του καφέ στην πλατεία Αριστοτέλους και τα γύρω ορεινά.