Skip to main content

Η χριστουγεννιάτικη αγορά της Θεσσαλονίκης και οι παρεμβάσεις που δεν ήρθαν...

Μήνες γνωρίζουμε την πορεία της πανδημίας, το αυξημένο ενεργειακό κόστος, το πλήγμα στα οικονομικά των νοικοκυριών. Αποφάσεις για λύσεις δεν βλέπουμε.

Αν κάτι αναμένεται να ζεστάνει την αγορά της Θεσσαλονίκης για τους επόμενους μήνες είναι το δώρο των Χριστουγέννων και η έγκαιρη καταβολή μισθών και συντάξεων, καθώς οι προσφορές και οι εκπτώσεις, σύμφωνα με τους εμπόρους, δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Η χριστουγεννιάτικη αγορά, που θα είναι σε πλήρη ανάπτυξη σε λίγες μέρες, είναι το αποκούμπι του εμπορικού κόσμου ή έστω ήταν παραδοσιακά, δεδομένου ότι πλέον λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να κάνουν αγορές δίχως τις μειωμένες τιμές, οι οποίες είναι σε ισχύ για πολύ περισσότερο χρόνο από εκείνον των τυπικών περιόδων εκπτώσεων.

Το πρόβλημα φέτος, που έχει άλλωστε κρατήσει τη φθινοπωρινή κατανάλωση σε χαμηλά επίπεδα, είναι η ακρίβεια και η ανεπάρκεια των εισοδημάτων, σε συνδυασμό με το πολύ αυξημένο ενεργειακό κόστος, το οποίο δεν επιτρέπει έξοδα ούτε σε κλασικές αγορές.

Πολλοί πολίτες αναμένεται –και το ξέρουν από τώρα οι παράγοντες της αγοράς- να περιοριστούν στα απολύτως αναγκαία έξοδα των δώρων σε παιδιά και του χριστουγεννιάτικου και πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού.

Μεσούσης της πανδημίας -και των περιορισμών που συνεπάγεται- η περιορισμένη κατανάλωση περνάει σε δεύτερη μοίρα, τουλάχιστον σε όρους επικαιρότητας. Το πρόβλημα όμως είναι πολύ πιο βαθύ.

Οι φετινές γιορτές δεν θα θυμίζουν σε τίποτα τις εποχές που η κατανάλωση ήταν στα ύψη, προκαλώντας έτσι και ευφορία στους αγοραστές και ζεσταίνοντας –σε βαθμό σχεδόν ετήσιου τζίρου- τα ταμεία των επιχειρηματιών. Κι αυτή δεν είναι η πρώτη χρονιά που συμβαίνει.

Ο εμπορικός και επιχειρηματικός κόσμος στη Θεσσαλονίκη έμαθε να επιβιώνει από πολύ δύσκολες καταστάσεις για να τον επηρεάσει μοιραία μια... πανδημία. Κι αυτή έμαθε να τη χειρίζεται. Όμως εκείνο που δύσκολα αντιμετωπίζεται είναι η μειωμένη αγοραστική δύναμη του καταναλωτικού κοινού, όταν μάλιστα αυτή δεν είναι συγκυριακή, αλλά τείνει να εξελιχθεί σε δεδομένη.

Οι περισσότεροι καταναλωτές έμαθαν να ζουν με αυξημένες τιμές στα καύσιμα, πολλοί κάλυψαν και τους φουσκωμένους λογαριασμούς στο φυσικό αέριο, άλλοι διακανονίζουν ακόμη τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και όλοι ζουν με το άγχος της αδυναμίας ελέγχου του οικογενειακού προϋπολογισμού από τους επόμενους λογαριασμούς.

Αν πάμε τώρα στον εμπορικό κόσμο όλοι οι υπόλοιποι βλέπουμε τη βιτρίνα, αλλά στην αποθήκη με τις κούτες δεν μπαίνουμε ποτέ. Εκεί λοιπόν υπάρχουν λογαριασμοί ρεύματος χιλιάδων ευρώ, που τους έλαβαν προσφάτως οι επιχειρηματίες και απορούν πώς θα μπορέσουν να τους καλύψουν.

Μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι' αυτή την κατάσταση έχει η πανδημία και χωρίς να απαλλαχτούμε από αυτή δεν μπορούμε να κάνουμε όνειρα για ανάπτυξη, για καλύτερες μέρες, για μέρες ευημερίας, τις οποίες ορισμένοι είχαμε την τύχη να ζήσουμε στο παρελθόν. Μεγάλο μερίδιο όμως φέρουν και όσοι διαχειρίζονται την πανδημία. Και η διαχείριση θα έπρεπε να περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης του πλήγματος που προκαλείται στην πραγματική οικονομία. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 2020, έπειτα από περίπου έξι μήνες πανδημίας κι ενώ είχε υποχωρήσει η υγειονομική κρίση (δεν υπολογίζαμε ότι θα επανέλθει ακόμη χειρότερη...), όλοι προειδοποιούσαν για τις επιπτώσεις της και για την επαπειλούμενη οικονομική κρίση. Όλοι μιλούσαν για μέτρα που από τότε έπρεπε να έχουν ληφθεί για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.

Τι έγινε για να την αποφύγουμε την οικονομική κρίση ή για να την περιορίσουμε; Πρώτον η πανδημία συνεχίστηκε γι' ακόμη μια χρονιά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με την προηγούμενη (τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη), για να μην πω επιδεινώθηκε, παρά τον εμβολιασμό της πλειοψηφίας των πολιτών. Δεύτερον προστέθηκε η τεράστια αύξηση στην ενέργεια και συνεπώς η ακρίβεια. Τρίτον μεγάλωσε η δυσπιστία των πολιτών, λόγω και του γενικότερου κακού ψυχολογικού κλίματος, με εξαίρεση ίσως το καλοκαίρι.

Η παράταση στην ισχύ όλων αυτών των αρνητικών για την αγορά και για την κοινωνία συνθηκών επιδεινώνει τα προβλήματα των πολιτών, επιδεινώνει την κατάσταση στην αγορά, με την αβεβαιότητα να μην επιτρέπει ούτε την ελάχιστη κατανάλωση για ορισμένους.

Πολλά από αυτά ήταν προβλέψιμα και για πολλά η Πολιτεία είχε ενημερωθεί εγκαίρως. Τα γνωρίζαμε οι πολίτες, τα γνώριζε και η Πολιτεία. Το ερώτημα είναι αν μπορούσε να κάνει κάτι πιο γενναίο, κάτι πιο εμπροσθοβαρές για να αποφύγει τις δυσκολίες των φετινών Χριστουγέννων. Δύσκολο να απαντήσει κάποιος.

Στην κυβέρνηση πρέπει οπωσδήποτε να κοιτάξουν μια σειρά από θέματα, που αφορούν στη διαχείριση κρίσεων. Δεν μπορούν τα στελέχη να είναι σχολιαστές της καθημερινότητας, να προειδοποιούν στις τηλεοράσεις και να μην ενεργούν για να βρεθούν λύσεις.

Την ακρίβεια την περιμέναμε και τη χαρακτήρισαν «προσωρινή». Όταν λέμε «προσωρινή»; Έξι μήνες, ένας χρόνος, μια δεκαετία; Και η οικονομική κρίση όταν ξέσπασε «προσωρινή» χαρακτηρίστηκε από ορισμένους κι ακόμη τη βιώνουμε...

Το στοίχημα της κυβέρνησης είναι να πείσει τους ανεμβολίαστους να εμβολιαστούν. Μάλιστα. Και οι εμβολιασμένοι, οι συνεπείς, που θέλουν να κάνουν την αναμνηστική δόση του εμβολίου; Κλείνουν ραντεβού για ένα και ενάμιση μήνα μετά την παρέλευση του εξαμήνου από τη δεύτερη δόση, διότι αυτό θέλει το σύστημα; Πού είναι η ετοιμότητα εκεί; Που ήταν η καλή προετοιμασία;

Για τη δε αύξηση του ενεργειακού κόστους και το ντόμινο που δημιουργεί τα γνωρίζαμε από τις αρχές του 2021, όταν σταδιακά άρχισαν όλα τα εισαγόμενα προϊόντα να παίρνουν τα πάνω τους, οι τιμές των καυσίμων να ξεφεύγουν και το μπουρίνι να πλησιάζει, για να σκάσει το φθινόπωρο κι ακόμη να περιμένουμε να δούμε καθαρό ουρανό.

Το χειρότερο όλων είναι η αδυναμία αποφασιστικής παρέμβασης στις αλλεπάλληλες κρίσεις. Για το αν θα είναι αποτελεσματική είναι άλλη κουβέντα. Όμως αυτή η λογική του μπρος πίσω, των αποφάσεων που λαμβάνονται και δε λαμβάνονται, των κινήτρων και των ενισχύσεων με το σταγονόμετρο, των παρεμβάσεων που είναι στις προθέσεις, αλλά δεν γίνονται πράξη, οδηγεί σε επιδείνωση των προβλημάτων κι όχι σε βελτίωσή τους.

Το 2022 είναι προ των πυλών και με τους ευρωπαϊκούς πόρους να αποτελούν τη μόνη σανίδα σωτηρίας, η κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί γρήγορα και αποφασιστικά στην κατεύθυνση της βελτίωσης των οικονομικών των νοικοκυριών. Να ενσκήψει στα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας, των επιχειρήσεων και του εισοδήματος των πολιτών και με δυναμικό τρόπο να μην αφήσει την αγορά να μαραζώσει, διότι μετά η ανάκαμψή της θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Είναι ένα στοίχημα πολύ δύσκολο και οι παρεμβάσεις που θα χρειαστούν για να το κερδίσουμε είναι υψηλού ρίσκου. Βλέπετε το 2022 υπάρχει και η απειλή των πλεονασμάτων, αν κι εκεί μάλλον η χώρα τα πηγαίνει πλέον καλά.