Skip to main content

Οι δήμοι της Θεσσαλονίκης στην αγχόνη της ακρίβειας και του ενεργειακού κόστους

Τα κόστη για ρεύμα, καύσιμα και θέρμανση τινάζουν στον... αέρα τους προϋπολογισμούς και πολλές υπηρεσίες, δομές και υποδομές των δήμων απειλούνται ήδη

Σε μείζον ζήτημα, που απειλεί τα οικονομικά των δήμων της Θεσσαλονίκης, αναδεικνύεται το ενεργειακό κόστος. Πολλοί δήμοι απορούν πώς θα λειτουργήσουν στο εξής όλες τις υπηρεσίες και τις δομές αρμοδιότητάς τους, με τόσο αυξημένους λογαριασμούς. Χωρίς κάποια παρέμβαση της κυβέρνησης αυτό φαντάζει αδύνατο.

Οι δήμοι ήρθαν έτσι κι αλλιώς σε οικονομική δυσκολία με την πανδημία του κορωνοϊού και με τα περιορισμένα κρατικά έσοδα των τελευταίων πολλών ετών. Μια σειρά από έργα πήγαν ήδη πίσω για να καλυφθεί το έκτακτο κόστος των τελευταίων δυο ετών της πανδημίας.

Με την έκρηξη των τιμών σε καύσιμα και ρεύμα τα πράγματα έγιναν δραματικά. Και το χειρότερο είναι ότι μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο μετά το καλοκαίρι και οι νυν διοικήσεις εκτός από την εξασφάλιση της λειτουργίας των δήμων θα πρέπει να δείξουν ότι φορτσάρουν και σε έργο κι όχι να αναγκαστούν να κατεβάζουν ρολά, όπως απειλείται να γίνει...

Το γεγονός ότι οι δήμοι είναι με την πλάτη στον τοίχο επιβεβαιώνει η ΚΕΔΕ και όλοι οι δήμαρχοι. Οι προϋπολογισμοί έχουν πάει περίπατο (ορισμένοι στη Θεσσαλονίκη άλλωστε πριν από λίγες μέρες τους παρουσίασαν κι ας έχουμε φάει το ένα τέταρτο του έτους ήδη...) και σύμφωνα με τους ίδιους, οι ΟΤΑ βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Σε ορισμένους πιθανώς να φανεί υπερβολικό και μια ευκαιρία να «τσιμπήσουν» επιπλέον πόρους οι διοικήσεις των δήμων, ώστε μέχρι τον Οκτώβριο του 2023, που είναι οι δημοτικές εκλογές, να κάνουν μια σειρά από έργα στην καθημερινότητα των πολιτών και να μπορέσουν έτσι να έχουν καλύτερη εκκίνηση στην προεκλογική κούρσα. Άλλοι πάλι επισημαίνουν ότι το αυξημένο ενεργειακό κόστος κάποιες διοικήσεις το είδαν ως αφορμή ή ως αιτία για να αυξήσουν τις επιβαρύνσεις στους δημότες τους (αυξήσεις στο νερό και αλλού).

Δεν είναι ακριβώς έτσι αυτή τη φορά. Η αγωνία και η ανησυχία των δημοτικών αρχών όχι απλώς έχει βάση, αλλά είναι νομοτελειακό ότι τα πράγματα μπορεί να οδηγηθούν σε έκρυθμες καταστάσεις.

Για να δώσω ένα παράδειγμα, το πρόβλημα δεν είναι μήπως δεν έχει θέρμανση ή ρεύμα το δημαρχείο, αλλά τι γίνεται με το ρεύμα και το πετρέλαιο θέρμανσης στα σχολεία. Κι αν τα καλοριφέρ πλέον σβήνουν, από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα πρέπει να ξαναγίνουν οι προμήθειες. Και είναι μάλλον δύσκολο μέχρι τότε να έχουμε μια γενναία αποκλιμάκωση των τιμών στα καύσιμα... Πρέπει επίσης να κυκλοφορήσει όλος ο στόλος των οχημάτων των δήμων. Που σημαίνει απορριμματοφόρα, οχήματα πολιτικής προστασίας και πάει λέγοντας. Υπάρχει ο οδοφωτισμός, όπου οι λογαριασμοί ρεύματος είναι δυσθεώρητοι, υπάρχουν υπηρεσίες όπως τα κολυμβητήρια κ.ά. Και τέλος υπάρχουν και οι δήμοι της Β' Θεσσαλονίκης, που έχουν και τη λειτουργία των αρδεύσεων. Η ΚΕΔΕ επισήμανε πως η κιλοβατώρα από τα 6,3 λεπτά έφτασε στα 26!

Οικονομική κατάρρευση

Σε αυτή την κατάσταση οι δήμοι θα φτάσουν αργά ή γρήγορα ή να καταρρεύσουν οικονομικά ή να σταματήσουν την παροχή κάποιων υπηρεσιών ή να μη λειτουργήσουν δομές και υποδομές τους ή να σταματήσουν τα περισσότερα άλλα έργα που χρηματοδοτούν για να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες τους.

Παρακολούθησα τα συλλογικά όργανα των δημάρχων και θεωρώ πως η κοινή αντίληψη όλων για το ζήτημα καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος.

Η κυβέρνηση προσπάθησε ως ένα βαθμό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Ενίσχυσε με μια επιπλέον δόση Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων τους δήμους. Οι δήμαρχοι λένε ότι καλή η κίνηση, καλή η πρόθεση, δεν είναι όμως αρκετή. Και επιπλέον δεν αντιμετωπίζεται τόση ακρίβεια με σφίξιμο του ζωναριού. Περισσότερο σφίξιμο οδηγεί σε... ασφυξία. Ούτε είναι προσωρινό το πρόβλημα για να λυθεί με ένα... εξτραδάκι.

Οι δημοτικές αρχές ζητούν ειδικό πρόγραμμα στήριξης, όπως άλλωστε έχει κάνει για κάποιες κατηγορίες πολιτών η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας ότι επλήγησαν περισσότερο από άλλους πολίτες. Σε άλλη περίπτωση (ή και επιπρόσθετα) ζητούν να εξετάσει η κυβέρνηση την επιδότηση των καυσίμων και της κιλοβατώρας ειδικά για τους ΟΤΑ.

Πώς θα το κάνει αυτό η κυβέρνηση χωρίς να κινδυνεύσουν τα δημόσια οικονομικά; Είναι κάτι που δεν το θεωρώ εύκολα εφικτό. Για να είμαι σωστός το θεωρώ μάλλον εξαιρετικά δύσκολο, διότι η κυβέρνηση καλείται να επωμιστεί πολύ μεγαλύτερο βάρος από αυτό που προϋπολόγισε ήδη και έχει προχωρήσει σε παροχές για να μετριάσει τις επιπτώσεις της ακρίβειας και του ενεργειακού κόστους στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.

Μακροπρόθεσμες λύσεις υπάρχουν. Ειδικά για τους δήμους. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να τις αναλύσω γιατί αφενός το πρόβλημα είναι τώρα κι όχι μετά πέντε και δέκα χρόνια, αφετέρου δεν προσφέρουν τίποτα από τη στιγμή που ορισμένοι συνεχίζουν να παίζουν το γνωστό παιχνίδι της αγάπης των λόγων και της έχθρας των πράξεων και παραμένουν οπαδοί του μηδενικού έργου, βρίσκοντας πάντοτε προσχήματα, ώστε να μην προχωρήσουν πολιτικές και έργα, που θα μπορούσαν να προλάβουν ή να μετριάσουν αποφασιστικά κρίσεις όπως η σημερινή που ζούμε. Να εξετάζουμε τι έγινε λάθος, τι δεν έγινε σε επίπεδο πρόληψης είναι μάταιο σε αυτή τη φάση. Μόνον ως μάθημα μπορεί να λειτουργήσει για το μέλλον. Το πρόβλημα όμως το βιώνουν τώρα οι δήμοι και το μάθημά τους το πήραν ήδη. Δεν είναι άλλωστε ζήτημα μόνο της κρίσης ακρίβειας, αλλά κάθε κρίσης, για την οποία ούτε ως Πολιτεία είμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα, ούτε ως Αυτοδιοίκηση, ούτε ως πολίτες.

Εκείνο που έχει σημασία να γνωρίζουμε για να καταλάβουμε όλοι το μέγεθος του προβλήματος είναι ότι οι δήμαρχοι υπολόγισαν συνολικά το ετήσιο κόστος για ηλεκτρικό ρεύμα, καύσιμα, θέρμανση κτλ. στα 360 εκ. ευρώ κι αυτό το κόστος αναμένεται να φτάσει με τις τρέχουσες τιμές στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ.

Άρα για να καλυφθεί η επιβάρυνση συνολικά ζητούν περίπου 700 εκ. ευρώ. Το χρόνο και για όσο διαρκέσουν αυτά τα κόστη. Το ποσό αυτό προφανώς αδυνατεί να το καλύψει η Πολιτεία, οπότε εάν δεν αποκλιμακωθούν οι τιμές, προβλέπονται εκρηκτικές καταστάσεις στη λειτουργία των δήμων. Προβλέπεται και μια προεκλογική περίοδος, αρχής γενομένης από τον ερχόμενο Οκτώβριο και για ένα χρόνο, η οποία θα είναι πολύ ρευστή και κατά την οποία θα ακούσουμε και θα δούμε πολλά.