Skip to main content

Οι δημογραφικές εξελίξεις και η σύγχρονη πραγματικότητα

Άρθρο του καθηγητή Ιατρικής, Κοσμήτορα της Σχολής Επιστημών Υγείας ΑΠΘ, για το φαινόμενο της δημογραφικής γήρανσης και ωρίμανσης

του Θεόδωρου Ι. Δαρδαβέση*

Σε όλες τις χώρες του κόσμου το μέγεθος του πληθυσμού, η ηλικιακή διαστρωμάτωση και η εθνική του σύνθεση επηρεάζουν την κοινωνική δομή, την οικονομία, τις πολιτικές εξελίξεις και τον πολιτισμό τους.

Σε παλαιότερες εποχές, το μέγεθος του πληθυσμού σε όλες τις χώρες παρουσίαζε, διαχρονικά, μεγάλες αυξομειώσεις, που είχαν ως αιτίες την εκδήλωση επιδημιών, φυσικών καταστροφών και πολεμικών αντιπαραθέσεων.

Ωστόσο, από τα μέσα του 19ου αιώνα, η σταδιακή βελτίωση της δημόσιας υγείας και της ποιότητας της διατροφής, συνδυαστικά με την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης, την ανακάλυψη εμβολίων και αντιβιοτικών συνεισέφεραν στην κάθετη μείωση της θνησιμότητας, η οποία συνδυαστικά με τη συνεχιζόμενη υψηλή γεννητικότητα, οδήγησε στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού.

Ο ελλαδικός χώρος, εκτεινόμενος σε κρίσιμη γεωπολιτική θέση, υπήρξε, δια μέσου των αιώνων, επίκεντρο πολεμικών διενέξεων, πολιτιστικών και θρησκευτικών αντιπαραθέσεων, καθώς και κοινωνικοοικονομικών ανακατατάξεων. Το ιστορικό αυτό δεδομένο, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δυνατότητες τροφοδοτικών πηγών της περιοχής, δεν επέτρεψε ποτέ τη δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων, ώστε ο ελληνικός πληθυσμός να υπερβεί αριθμητικά τα λίγα εκατομμύρια.

Η πρώτη απογραφή του ελληνικού πληθυσμού πραγματοποιήθηκε το 1828, όταν η ελληνική επικράτεια καταλάμβανε έκταση 47.516 τετρ. χιλ. και έδειξε αριθμό κατοίκων 753.400, με κατανομή 15,86 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.

Η πλέον πρόσφατη απογραφή πραγματοποιήθηκε το 2011 και έδειξε, ότι σε έκταση 131.957 τετρ. χιλ., αριθμούσε πληθυσμό 10 εκατομμυρίων και πλέον κατοίκων, με κατανομή 83,08 κατοίκους ανά τετρ. χιλ.

Τα συγκεκριμένα αριθμητικά δεδομένα των δύο απογραφών παρουσιάζουν μία εικόνα τριπλασιασμού της έκτασης της χώρας, αύξησης του πληθυσμού της κατά 15 φορές και πενταπλασιασμού της πυκνότητας του πληθυσμού της.

Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα, όπως και όλες οι αναπτυγμένες χώρες, αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογεννητικότητας και αύξησης του μέσου όρου ζωής, που τις έχει οδηγήσει στο φαινόμενο της δημογραφικής γήρανσης και ωρίμανσης.

Οι επιπτώσεις του φαινομένου αυτού αφορούν στην οικονομική επιβάρυνση του ενεργού πληθυσμού, που καλείται να συνεισφέρει στην κοινωνική πρόνοια και ασφάλεια με υπέρμετρους φόρους, στην έλλειψη εργατικού δυναμικού σε πολλούς κλάδους εργασίας, στην υποστελέχωση των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλα προβλήματα.

Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες χώρες η υπεργεννητικότητα, συνδυαστικά με τη μείωση της θνησιμότητας, έχει οδηγήσει στο φαινόμενο του υπερπληθυσμού ατόμων νεαρών ηλικιών. Οι επιπτώσεις του φαινομένου αυτού, συνδυαστικά με το χαμηλό οικονομικό επίπεδο, αφορούν σε ανεργία, έλλειψη στέγης, υποδομών νοσηλείας, κοινωνικής πρόνοιας και παιδείας και σε αρκετές περιπτώσεις σε έλλειψη επάρκειας τροφίμων.

Οι πληθυσμοί των αναπτυσσόμενων χωρών αναζητούν διεξόδους φυγής από τις πατρίδες τους με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, με συνέπεια να δημιουργούνται ρεύματα οικονομικών μεταναστών προς τις αναπτυγμένες χώρες. Οι συγκεκριμένες πληθυσμιακές μετακινήσεις διογκώνονται, όταν τα καθεστώτα στις χώρες του τρίτου κόσμου είναι απολυταρχικά ή ξεσπούν βίαιες και μακροχρόνιες πολεμικές διενέξεις.

Οι αναπτυγμένες χώρες έχουν ανάγκη από πληθυσμούς νεαρής ηλικίας ως εργατικό δυναμικό και εφόσον διαθέτουν υψηλού επιπέδου εθνική παιδεία, εμπεδωμένες αντιλήψεις για τον πολιτισμό και τις αξίες του, καθώς και μηχανισμούς ελέγχων, μπορούν να δεχθούν οικονομικούς μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες, να τους εντάξουν, σταδιακά στις κοινωνίες τους και τελικά να τους αφομοιώσουν με πολλαπλά οφέλη.

Η Ελλάδα είναι πύλη εισόδου οικονομικών μεταναστών και πολιτικών προσφύγων από χώρες της Ασίας και της Αφρικής και εκτιμάται, ότι ο αριθμός τους εγγίζει ή υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και απαιτεί λήψη μέτρων, τα οποία χωρίς να παραβλέπουν το ανθρωπιστικό σκέλος της προσφυγιάς, πρέπει να οδηγήσουν σε ελέγχους των μεταναστευτικών ροών και σε προσπάθειες ένταξης στην κοινωνία, όσων εξ’ αυτών κρίνεται, ότι μπορούν να παραμείνουν στην Ελλάδα και να εξελιχθούν σε νομοταγείς και χρήσιμους πολίτες.

Σε κάθε περίπτωση επείγει η λήψη πρωτοβουλιών και μέτρων τόσο από την πολιτεία, όσο και από ιδιωτικούς φορείς για την τόνωση της γεννητικότητας του ελληνικού πληθυσμού και της προστασίας του θεσμού της οικογένειας και της εργαζόμενης γυναίκας.



*Ο Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης είναι Καθηγητής Ιατρικής, Κοσμήτορας Σχολής Επιστημών Υγείας Α.Π.Θ.